Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Πέρασαν 77 χρόνια αφ’ ότου η περιοχή μας έζησε τις πιο τραγικές και αιματοβαμμένες στιγμές της στη σύγχρονη ιστορία. Τη σφαγή του Κομμένου στις 16 Αυγούστου το 1943 με 317 θύματα εκ των οποίων τα 97 ήταν βρέφη και παιδιά. Συζητώντας με τον πρόεδρο της μαρτυρικής κοινότητας του Κομμένου Δημήτριο Δήμο έχουμε να προσθέσουμε μια μικρή ακόμη καταγραφή σ΄αυτή την τόσο τραγική ιστορία που κουβαλούν οι άνθρωποι μαζί τους συχνά μέχρι το τέλος της ζωής τους. Και τότε καταθέτουν τον πραγματικό τους πόνο πριν πάνε να βρούνε την υπόλοιπη οικογένειά τους, που τους περιμένει υπομονετικά τόσα χρόνια μετά, 77 χρόνια μετά όπως λένε και οι ίδιοι.
Το Κομμένο βρίσκεται νοτιοδυτικά του νομού της Άρτας, εκεί όπου εκβάλλει ο Άραχθος στον Αμβρακικό κόλπο, εκεί που την τραγική μέρα στις 16 Αυγούστου γράφτηκε άλλη μια σκοτεινή σελίδα της ιστορίας της βαρβαρότητας και του παράλογο του πολέμου, του κάθε πολέμου. 317 σκοτώθηκαν, φονεύτηκαν, κάηκαν, κατακρεουργήθηκαν με απίστευτο μένος που κανένας δεν ξέρει από πού μπορεί να πηγάζει αυτή η βία προς τον άνθρωπο. Αυτοί που κρύφτηκαν, που δεν πνίγηκαν έφτασαν στο χωριό Μπούκα και μετά από τρείς μέρες πήγαν πάλι στο χωριό τους ν΄αντικρύσουν όχι μόνο το πρόσωπο και το θάνατο, το πιο σκοτεινό του πρόσωπο αλλά και το πλιάτσικο στα σπίτια τους από διπλανά χωριά, τη φρίκη, ο πόλεμος… Άυγουστος, ζέστη, τα πτώματα σε αποσύνθεση, παραμορφωμένα, λεηλασία ηθική, σωματική υλική, τα πάντα ισοπεδωμένα. Βρήκαν όμως το θάρρος να συνεχίσουν, να θάψουν τους νεκρούς τους, όπου αυτοί κείτονταν. Στις αυλές των σπιτιών, τάφοι μπροστά στα σπίτια, ο θάνατος να τους καλημερίζει καθημερινά.
Έτσι και η οικογένεια του Πέτρου Κολιοκώτση θάβει τους οικείους της στην αυλή του σπιτιού τους. Ο Πέτρος τότε έντεκα χρονών κλαίει σιωπηλά, γιατί ο πόνος, ο μεγάλος πόνος είναι πάντα αθόρυβος γιατί είναι μόνιμος. Ο αγαπημένος του παππούς, θάβεται στην αυλή του σπιτιού μιας και οι νεκροί ήταν τόσοι πολλοί που θάβονται όπου κείτονταν. Μετά από τρία χρόνια θα γίνει η εκταφή τους, όταν η ζωή έχει πάρει τους κάποιους φυσιολογικούς της ρυθμούς έστω και στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, όπου ακόμη το μίσος και η σκληρότητα επιβιώνουν. Στη εκταφή, στο κρανίο του παππού του σφηνωμένη μια σφαίρα. Αυτή θα την πάρει και ας είναι ακόμη μικρό παιδί, θα την φυλάξει για πάντα, μέχρι το τέλος της ζωής του, που καταλαβαίνοντας τον ερχομό του θανάτου θα την παραδώσει στον πρόεδρο του χωριού του με απόλυτη εμπιστοσύνη και θάρρος, Δημήτριο Δήμο, για να αποτελέσει μέρος των εκθεμάτων του μουσείου του χωριού του.
Μαζί με ένα σημείωμα. Αυτο που βάραινε και θα βάραινε για πάντα την καρδιά του και τη συνείδησή του. Μια ιστορική μαρτυρία, μια μικρή ρωγμή στην οδύνη και τον πόνο μιας γενιάς που έπρεπε να ζήσει με μια σιωπή και ένα συλλογικό τραύμα χωρίς να καταφέρει να το επεξεργαστεί.Ένα αναπάντητο γιατί; Μέσα από τις στάχτες και το αίμα γεννήθηκε όμως η ελπίδα και η ζωή. Ξανάγινε ένα χωριό, ξαναγεννήθηκε η μνήμη όσο κι αν πονά.Υπήρξαν κι αυτοί που σεβάστηκαν τον προσωπικό και συλλογικό πόνο, γιατί ήταν δικός τους και είχαν την αξιοπρέπεια να συμπορευτούν μαζί του σιωπηλά. Ούτε να τον εκθέσουν, ούτε να τον χρυσοπουλήσουν, ούτε να τον μετατρέψουν σε προϊόν προς κατανάλωση και κέρδος. Ο μεγάλος πόνος εξάλλου είναι σιωπηλός και βουβός, δεν μιλάει και δεν πουλιέται.
Είναι και θα είναι μέγιστο χρέος μας, χρέος του ανθρώπου πρωτίστως η αλήθεια και το φως. Κανείς δεν πρέπει να σταματήσει να μοχθεί και να αγωνίζεται για τη δικαίωση ενός τόπου που το αίμα θα βρίσκεται πάντοτε στις ρίζες κάθε δέντρου, κάθε σπιτιού, κάθε αυλής. Η ιστορία συνεχώς αναδύεται και θα προχωρά και η Γερμανία έχει χρέος, να αποδεχτεί και να δικαιώσει ακόμη και 77 χρόνια μετά. Η μνήμη τριγυρνά στον τόπο της και έχει πάντοτε μια αίσθηση απώλειας, γιατί δεν είναι μόνο το αποτύπωμα του παρελθόντος πάνω μας. Είναι αυτό που φυλάει ό,τι είναι σημαντικό μέσα μας, από τις πιο βαθιές ελπίδες έως και τους πιο βαθιούς φόβους μας. Είναι η ταυτότητά μας στο μέλλον.