Του Ν. Μπιλανάκη
Από την αρχή είχε δύο ιδιότητες που τον έφεραν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με όλους τους άλλους (ιδιότητες που σε άλλες εποχές θα δρούσαν ακριβώς αντίστροφα και θα τον απόκλειαν): την νεότητα του και την αριστεροσύνη του. Και αφού ήταν αριστερός-όπως πίστευε, συνεπαγόταν (νομοτελειακά) ότι ήταν και σωστός. Πλήρης ταυτολογικών συλλογισμών, έμπλεος ιδεοληψιών.
“Τον κάλεσε η Ιστορία” είπε για να περιγράψει αυτό που συνέβη με αυτόν (όπως και άλλους βέβαια σε προηγούμενες περιόδους κρίσης), όταν δηλαδή, μια χαρισματική ηγετική φυσιογνωμία μαγεύει τον κόσμο και θρησκειοποιείται η πολιτική, τότε που καβάλησε το πρώτο αντιμνημονιακό κύμα που βρήκε μπροστά του και έδωσε διέξοδο στο σύστημα εξουσίας που βρισκόταν εν κινδύνω. Τότε, που έλεγε ότι θα ακυρώσει τα μνημόνια, ότι θα έκανε τις αγορές να χορεύουν, ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το μνημόνιο κλπ κλπ. Έτσι, έγινε πρωθυπουργός.
Η σύγκρουση με το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ευρωζώνης και η συνειδητοποίηση ότι, παρά τα όσα έλεγε, δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την πραγματικότητα, δεν τον οδήγησε σε παραίτηση όπως θα ήταν το ηθικό, αλλά στο δημοψήφισμα που ο κόσμος προέταξε ένα “όχι” στο θολό ερώτημα που του έθεσε. Λίγο αργότερα, αυτό το αποτέλεσμα, που “έκανε τον κόσμο να νοιώσει υπερήφανος” αλλά και τον δίχασε αφού οδήγησε τους “Οχι ευρωπαίους” απέναντι στους “Μενουμε ευρωπαίους”, το πέταξε στο κάδο απορριμάτων μαζί με τις υπόλοιπες “αυταπάτες” του και οδηγήθηκε στην kolotoumba, υλοποιώντας μνημόνια, αυτά ακριβώς που παλαιότερα ισχυριζόταν ότι θα σκίσει. Για να πραγματοποιηθεί αυτό χρειάστηκε βέβαια να τον ξαναψηφίσει ο κόσμος στις δεύτερες εκλογές του 2015 – και αυτό κατέστη δυνατόν γιατί η απομάγευση δεν είχε αρχίσει ακόμα!
Αντιμετώπισε με αμφιθυμία αρχικά, και εμφανή απαρέσκεια στην συνέχεια, την πιθανή κυβερνητική συνεργασία του με το μεταρυθμιστικό κέντρο και την σοσιαλδημοκρατία, επιλέγοντας να συγκυβερνήσει με το έτερο λαικιστικό κόμμα γιατί όπως έλεγε “όλοι οι άλλοι κομματικοί χώροι ήταν σάπιοι και διεφθαρμένοι”, αφού όπως ισχυριζόταν “εμείς προερχόμαστε από άλλη στόφα ανθρώπων”. Το ύφος και το ήθος της εξουσίας που επέδειξε στην συνέχεια ήταν απωθητικό, χαρακτηριζόμενο από αυταρέσκεια, εριστικότητα, διχαστικές παρεμβάσεις και κυνισμό, που προέρχονταν κυρίως από δηλώσεις και κραυγές εμβληματικών στελεχών του, που αυτός στήριξε, και αποξένωσαν σημαντικό τμήμα του ακροατήριου του.
Κατά την άσκηση της εξουσίας του αντιμετώπισε την διαφθορά ηθικολογικά, θεωρώντας την πρόβλημα που ανάγεται στην φύση και προδιάθεση των ανθρώπων εκείνων που ψηφίζουν τα παλαιά τοξικά κόμματα, ενώ οι άνθρωποι που ανήκουν στο κόμμα του, έχουν προδιάθεση εντιμότητας. Και έστερξε να απαντήσει τιμωρητικά, εργαλειοποιώντας την δικαιοσύνη και παράγοντας οξύτατη πολιτική πόλωση. Ποτέ του δεν έδειξε να πιστεύει ότι η διαφθορά αποτελεί σύμπτωμα του στρεβλού παραγωγικού και διοικητικού μοντέλου, και μοιραία παρενέργεια του κρατισμού και της κομματοκρατίας, που ιστορικά κυριάρχησε και εμμένει στη χώρα μας.
Πεπεισμένος ότι υπηρετεί την Αριστερά και τον λαό, ξαφνιάστηκε πάρα πολύ όταν ο λαός τον καταψήφισε στις εκλογές του 2019! Αν και είχαν προηγηθεί αι ειδοί του Μαρτίου μέσω των δημοσκόπων, αυτός προτίμησε να αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις τους και να φοβίσει τους ίδιους. Και εν πολλοίς, τα τελικά συμπεράσματα του από αυτή την ήττα (στην τριπλή εκλογική αναμέτρηση) είναι ότι αυτή οφείλεται στους ψηφοφόρους που δεν κατάφεραν να κατανοήσουν το πασιφανές, ότι αυτός είναι και παραμένει σωστός επειδή είναι αριστερός!
Αντιλαμβανόμενος ότι η κανονικότητα εγκαθίσταται σταδιακά στη χώρα και ότι η απομάγευση του κόσμου έχει ήδη εκκινήσει, αποφάσισε να αποκρύψει τις παλαιές ιδιότητες και να ενδυθεί νέων ιδιοτήτων για να συνεχίσει να εξυπηρετεί την πολιτική σκηνή. Επιχειρεί να δημιουργήσει ένα Προοδευτικό Μέτωπο με βάση το Κόμμα του. Η συγκρότηση Συμμαχικών σχημάτων εξ άλλου δεν είναι ξένη πρακτική στην κεντροαριστερά και την αριστερά. Το project όμως που τώρα επιχειρεί δεν είναι εύκολο, αφού χρειάζεται να τον ακολουθήσουν εκτός από τους δικούς του παράκλητους και οι τοξικοί άλλοι, στους οποίους συμπεριφερόταν μέχρι τώρα αλλαζονικά και απαξιωτικά με το “ή αυτοί ή εμείς”! Η πιθανότητα να μην ακολουθήσουν οι μεν ή οι δε, είναι υπαρκτή.
Πίσω του βέβαια συνωθείται, ακόμα, πολύς κόσμος, με τις ανάγκες του, τις προσδοκίες του και τα όνειρα του. Και παραδίπλα συνεχίζει μουγκή (αφού δεν ακούγεται) μια ισχνή κεντροαριστερά. Και άλλοι πολλοί ιδιωτεύουν. Και όσο η επιθυμητή κανονικότητα επανέρχεται στη χώρα και η ελληνική κοινωνία καταφέρει να περάσει στην ολική απομάγευση της, τόσο η προοπτική επιστροφής στην εξουσία για τον κάποτε αριστερό και αντιμνημονιακό νέο και πλέον αριστερό και προοδευτικό μεσήλικα, θα φαντάζει πλέον πολύ μακρινή ίσως και ακατόρθωτη.
Για να αλλάξει ρότα όμως ο κόσμος και η χώρα να αποκτήσει, εκτός από μια σύγχρονη κεντροδεξιά παράταξη, και μια άλλη εξ ίσου σύγχρονη κεντροαριστερή παράταξη, οφείλουμε να υποστηρίξουμε πρωτοβουλίες που θα κατευθύνονται προς τη συγκρότηση μιας στρατηγικής συμμαχίας μεταξύ της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς και της φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς. Που θα αγκαλιάσει και το μεταρρυθμιστικό κέντρο και τους οικολόγους. Η υπέρβαση βέβαια προς το καινούργιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς αξιακο, πολιτικό, ακόμη και συναισθηματικό κόστος απέναντι σε ιστορικές παραδοχές και ιστορικά πρόσωπα και από τις δυο πλευρές. Η υιοθέτηση μιας σύγχρονης προοδευτικής ατζέντας (κλιματική αλλαγή, δημογραφικό πρόβλημα, μεταναστευτικό-προσφυγικό, παγκοσμιοποιημένη οικονομία, χρήση νέων τεχνολογιών, τεχνητή νοημοσύνη κλπ), η συγκρότηση ενός νέου ανοικτού δημοκρατικού πολιτικού φορέα και το πέρασμα σε νεα ηγεσία (χωρίς κανέναν από τους σημερινούς Πρόεδρους, που δεν μπορούν με τα λάθη τους και τις ανεπάρκειες τους πλέον να συμβολίζουν το αύριο) φαίνονται αναγκαία συμφραζόμενα. Ρετάλια και αποκόμματα θα μείνουν πίσω αλλά η τύχη τους ειναι προδιαγεγραμμένη – “να θυμίζουν τις ημέρες τις παλιές”.