Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Η ιστορική Ιερά Μονή Σέλτσου βρίσκεται στον ορεινό όγκο στις όχθες του Αχελώου ποταμού στο χωριό Πηγές Άρτας. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή χρονολογείται το 1697 μ.χ. Ανάμεσα στους κτήτορες ήταν και δύο αδέρφια,οι καπεταναίοι της Άρτας, Νίκος και Αποστόλης.
Στις 23 Απριλίου 1804 γράφεται σ΄αυτό το μοναστήρι του Σέλτσου μια τραγική και ταυτόχρονα λαμπρή σελίδα ηρωισμού και αυταπάρνησης των Σουλιωτών. Το μέτωπο που έχει ανοίξει μαζί τους πριν δεκαπέντε χρόνια ο Αλής, είναι γραφτό του να κλείσει με τον πιο δραματικό επίλογο πάνω στο σκληρό και τραχύ τοπίο τούτων των βράχων. Λίγο πριν μπουν τα Χριστούγεννα του 1803, αρχίζει το δραματικό χρονικό των 120 περίπου ημερών που απέμειναν για τους Σουλιώτες του Βουργαρελίου.
1148 άντρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά παίρνουν το δρόμο της φυγής και της περιπλάνησης σε μέρη που κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν μπορούσε να πει αν είναι κι αν δεν είναι δικά τους. Και βαδίζουν κουβαλώντας την αγωνία τους και περπατώντας μέσα στο καταχείμωνο του Δεκέμβρη ανάμεσα σε στενά περάσματα και δύσβατα μέρη, για να φτάσουν ύστερα από τέσσερις μέρες δρόμο στη Βρεστενίτσα και να βρουν καταφύγιο στο μοναστήρι της Παναγίας του Σέλτσου. Κι στήνουν εκεί τα ταμπούρια τους, ξέροντας όμως πως το δυνατότερο απ’ όλα είναι της ψυχής το ταμπούρι.
Γιατί όσα ταμπούρια κι αν στήσεις κι όσα οχυρώματα κι αν ορθώσεις κι όσο κι αν εμπιστεύεσαι τη φύση που σε φιλοξενεί και σε προστατεύει με τους ψηλούς κι απόκρημνους βράχους της, δε θα κρατήσει το μέτωπο, αν μέσα σ’ αυτό δρουν οι λιγόψυχοι κι οι προδότες κι ανοίγουν τις κερκόπορτες στους εχθρούς, που ορκίστηκαν να πατήσουν με κάθε τρόπο και μέσο το φρούριο, γιατί αλλιώς και το δικό τους κεφάλι δε θα στέκει πάνω στους ώμους τους για πολύ. Πριν ακόμη προλάβουν να ανασυνταχτούν, καταφτάνουν κιόλας στις αρχές του Γενάρη τ’ ασκέρια του Αλή, που επειγόταν να ολοκληρώσει το διωγμό και το χαλασμό και του τελευταίου Σουλιώτη. Ήταν πλέον ζήτημα γοήτρου γι’ αυτόν να τελειώνει με το Σούλι για πάντα, γι’ αυτό και δεν είχαν κανένα νόημα οι όρκοι που έδινε και οι συνθήκες που υπέγραφε.
Η πρώτη επίθεση της 15ης Γενάρη αποκρούεται. Οι χιλιάδες επίλεκτοι στρατιώτες του Αλή χάνουν τη μάχη από τους 500 Σουλιώτες πολεμιστές και επιστρέφουν άπρακτοι στο στρατόπεδό τους, κουβαλώντας τη ντροπή και την οργή της εκδίκησης. Κι αρχίζουν μετά να εφαρμόζουν τα σχέδια του αποκλεισμού και της πολιορκίας, φτιάχνοντας συμμάχους την πείνα, τη δίψα και την απόγνωση των πολιορκημένων.
Όταν στις 23 Απριλίου του 1804 εκδηλώνεται η γενική επίθεση, όλα πια έχουν ανατραπεί και το μόνο που απέμεινε ήταν η απόφασή τους να μείνουν και να πεθάνουν όρθιοι στις θέσεις τους, ξέροντας και προβλέποντας πως η ζωή τους θα χαθεί.Τα στίφη ωρύονται απέξω και εκπέμπουν ουρλιάζοντας μέσα στο σάλαγο του πολέμου το φριχτό μήνυμα: «ή οι Σουλιώτες νεκροί όλοι κι αιχμάλωτοι ή κανείς από εσάς ζωντανός». Και απαντούν απ’ την απέναντι πλευρά με κραυγή κι όρκο οι Σουλιώτισσες: «θάνατος και όχι σκλαβιά». Όταν πια κατηφόριζε ο ήλιος κι έγερνε η μέρα, χτύπαγε ραγισμένη η καρδιά του Παντοκράτορα κι έβγαζαν δάκρυ οι μορφές των ισχνών αγίων που κρέμονταν στους τοίχους της ιεράς μονής της Παναγίας της Σελτσιώτισσας. Τοπίο θανάτου ο Σέλτσος. Κι ο Αλής νικητής. Με την ανανδρία και την προδοσία. Στη χλεύη της ιστορίας οι τζοχανταραίοι του Αλή. Και οι άθλιοι που πήγαν μαζί τους και πρόδωσαν τους δικούς τους. Στην αιώνια δόξα οι Σουλιώτες. Μια μέρα και μια αιωνιότητα η 23η Απριλίου του 1804 για την ασυμβίβαστη πάλη και την ιδέα της τιμής.
Το ολοκαύτωμα των Σουλιωτών στο Σέλτσο είναι η τελευταία πράξη του πρώτου μέρους του δράματος, λίγο πριν ανοίξει η αυλαία για το γενικό ξεσηκωμό των Ελλήνων και πριν αντηχήσει στα βουνά και στους κάμπους το νέο τους σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος». Όταν ο Αλής έπαιρνε την εκδίκησή του, οι Σουλιώτες που απέμειναν και ενώθηκαν με τους άλλους ένιωθαν να χτυπάει αλλιώς η καρδιά τους και μια φωνή σαν ατσάλι να βγαίνει καυτή απ’ τα στήθια τους: «δεν τέλειωσαν όλα· μάλλον όλα τώρα αρχίζουν». Όχι γιατί περίμεναν τη δική τους εκδίκηση. Αλλά γιατί έτσι κυλούσε ο τροχός των καιρών τους κι έκανε να λιγοστεύουν οι μέρες της αδίσταχτης τυραννίας και του μεγάλου κακού.
Το ολοκαύτωμα των Σουλιωτών στο Σέλτσο είναι ένας φωτεινός πίνακας καταδίκης και καταγγελίας του κατατρεγμού και της βίας που πέφτει με δριμύτητα πάνω στους ταπεινούς κι ανυπεράσπιστους. Οι τραγικές μορφές των παιδιών και των γυναικών αυτού του ανελέητου διωγμού μένουν χαραγμένες στις κορυφές της συνείδησής μας άλλοτε από εικόνες που επαναλαμβάνονται μπροστά μας με τη μορφή άλλων προσφύγων και πνιγμένων παιδιών και μανάδων. Μα η ιστορία συνεχίζεται και μας θυμίζει πως κανένα ολοκαύτωμα δεν είναι το τελευταίο, αρκεί να τα θυμόμαστε και να ξέρουμε το δρόμο τους. Πού βρίσκονται- τι μας λένε τι μας δείχνουν τι πρέπει να μας κραυγάζουν και να φωνάζουν. Πώς οι ήρωες δε συνωστίζονται, πώς οι ήρωες πεθαίνουν από και για την ελευθερία και όχι με τη ή στη σκλαβιά.
Ο τόπος πρέπει να τιμά τους ήρωες και είναι πάρα πολύ σημαντικό πως αυτός ο μικρός και δύσκολος τόπος έχει ανθρώπους να υποστηρίζουν μια τέτοια μεγάλη και σημαντική προσπάθεια. Η ιστορία πρέπει να συνεχιστεί και να παρουσιαστεί, να τονιστεί και να βγεί από την αφάνεια. Η ελευθερία του Σέλτσου και των ανθρώπων την Ηπείρου δεν είναι τυχαία ούτε συγκυριακή. Αποτελεί μια και μοναδική μορφή αντίστασης κατά την βίας και της υποδούλωσης. Μακάρι να αποτελέσει μάθημα και σε μας, να διδαχθούμε πως ελληνική επανάσταση και αγώνες δεν έγιναν μόνο στη Ρούμερλη και στο Μοριά αλλά και στην Ήπειρο και μάλιστα σκληροί και δύσκολοι αλλά ένδοξοι που πρέπει να μείνουν στην ιστορία μας.