Τζουμερκιώτικα Λαογραφικά Λιχνίσματα

2. Αρχίζει ο γάμος. Τα γαμπροδιαλέγματα

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Στην Ήπειρο. Πρέπει να αποδεχτούμε πως ο γάμος ήταν το επιστέγασμα μιας μεγάλης προσπάθειας που υλοποιούσαν πολλές προκαταρκτικές του γάμου λειτουργίες. Ξεκινάμε από «Τα γαμπροδιαλέγματα». «Ποιον θα πάρ’ η κοπέλα, μην της τύχ’ και κανένα παλιοσκούτ’…» Κι αυτά τα γαμπροδιαλέγματα έχουν την ιστορία και την «επιστήμη» τους.
«Να βρεις ένα παιδί καλό, “με έχος”, σίγουρη δ’λειά και νάχ’ καλή κατάντια απ’ τους δ’κούς τ’ , να ζήσεις αρχόντ’σσα και κυρά». Αυτά έτυχε να ακούσω κάποτε από τη γιαγιά μου. Αυτές τις συμβουλές έδινε στην ξαδέρφη μου. Φοιτήτρια, τότε Ιατρικής Σχολής.

Ήρθε να δει και να χαιρετίσει «τη θεια Χρήσταινα». Και μόλις που τόλμησε η μάνα μου να της πει «τι είναι αυτά που λες; Το παιδί σπουδάζει γιατρός. Θα πάρ’ αυτόν που θέλ’», αμπούριασε η γιαγιά και άρχισε τη «διδασκαλία». « Α, πα, πα. Τι λες κοπέλα μ’; Και τι θα τρων’; Άμα είναι άδειο το στομάχ’ δεν πορεύεται ο άνθρωπος. Εσείς αλλάξατε και το φύλο. Δεν βλέπ’ς τι κοπελάρα είναι. Δεν είναι παιδί. Δεν ξέρ’ς τι λες. Κοπελάρα είναι. Φλοκάρ’σε, μου φαίνεται το μυαλό σου».

Και γυρνώντας προς την ξαδέρφη μου άρχισε τις συμβουλές. « Άμα εχ’ η τσέπη σου, άμα είναι γιομάτο το πορτοφόλ’ σου, είσαι κυρία. Τα άλλα είναι κουβέντες του αέρα. Τις είπες και τις πήρε το ποτάμ’. Άμα μάτιασες κανέναν να μου το πεις να σιάξω προξενιό». Και απευθυνόμενη στη μάνα μου, με έντονο ύφος της είπε: «Λάρωσε κοπέλα, λάρωσε είπα. Μην πάθουμε σαν την άλλ’ που δεν τον ήθελε τον Κώστα, γιατί δεν είχε μαλλιά στο κέφάλ’. Εκεί που χρειάζονταν είχε και παραείχε μαλλιά. Τούφες ολόκληρες. Φλοκάτ’ έφτιαχνε. Αλλά την έπιασε τυφλοβδομάδα, τρομάρα της».

Τούφες, μαλλιά και φλοκάτες. Πάντοτε μεταφορικά μιλούσε. Μερικές φορές και συνθηματικά. «Επαγγελματική διαστροφή» θα το λέγαμε σήμερα. Προξενήτρα ήταν. Παθιασμένη με το ρόλο της. Το θέμα ήταν πως όταν μιλούσε ό,τι και να έλεγε, ό,τι και να έκανε πάντα το μυαλό της πήγαινε στο «να σιάξει κάποιο προξενιό». Πέτυχε μεγάλα προξενιά και κυρίως λειτουργούσε από την πλευρά της νύφης. Από εκεί «έπεφτε» η προίκα και επί της προίκας λογίζονταν η προμήθειά της. Από την πλευρά του γαμπρού δεν την πολυενδιέφερε, μόνο, αν ήταν οικονομημένος ο πατέρας ή αν επρόκειτο για κανένα, όπως έλεγε, ζλάπ’.

Όταν αναλάμβανε- έπαιρνε εντολή από τον πατέρα της κοπελιάς- «να ζευγαρώσει τα παιδιά», επρόκειτο κυρίως για πλούσιο κορίτσι, για έχος μεγάλο που οι δικοί της μάτιασαν κάποιο παλικάρ’ και τον λιμπίστηκαν για γαμπρό τους. «Νύφη με μεγάλο βυζί», έτσι έλεγε και μάλιστα το διαλαλούσε. «Τι να σ’ πω. Τού ‘φεξε τ’ γιόκα σ’. Νύφ’ καρποστάλ’, άσε το β’ζί πούχ’ αμέτρητο». Κάποιος γονιός της είχε πει: «και τι είναι η προίκα θεια Χρήσταινα, δρόμος να μετράμε χιλιόμετρα» κι έγινε μέγας σεισμός. Άκουσε τα ανήκουστα. Συνέχισε όμως τις προσπάθειες. Και μάλιστα το πέτυχε το προξενιό! Άλλη εποχή, άλλοι άνθρωποι με διαφορετική και άγνωστη σε εμάς νοοτροπία, ζούσαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες και φυσικά κυριαρχούσε το προξενιό. Τώρα πόσο κόστισε στον πατέρα είναι άλλο θέμα.

Οι γονείς λοιπόν πίστευαν ότι είχαν υποχρέωση να αποκαταστήσουν τα παιδιά και να ξεφορτωθούν τα κορίτσια! Τα θηλυκά έπρεπε να παντρευτούν, αφού δεν εργάζονταν και δεν προσέφεραν κάτι στο σπίτι. Και μάλιστα αυτό έπρεπε να γίνει «όσο το δυνατόν γρηγορότερα». Όσο μικρότερες ήταν τόσο μεγαλύτερο βάρος έφευγε από τις πλάτες του πατέρα τους. Και φυσικά όσο μεγαλύτερο ήταν το κομπόδεμα, τόσο πιο περιζήτητες νύφες γινόντουσαν. Για το λόγο αυτό μάτιαζαν τον ομορφονιό οι δικοί τους… Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά της προξενήτρας…