«Νύφη με μεγάλο βυζί»
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Όποιος/α νομίσει ότι στην διάλεκτο της προξενήτρας η λέξη βυζί έχει την τρέχουσα-γνωστή σημασία «πλανάται πλάνην οικτράν».
Δεν είναι πολύσημη η λέξη. Είναι το ραδιούργον της προξενήτρας που εντυπώνεται και στον γλωσσικό της κώδικα. Πέρα από το γεγονός ότι η δράση της ήταν χαρακτηριστικά μυστική και η γλωσσική μεταπλαστική δεινότητά της ήταν απίστευτη!
«Τι να σού πω. Του ‘φεξε του γιόκα σου. Τι τζάκι και κουραφεξαλα. Ετούτη εδώ. Εδώ είσαι. Σ’ κρένω. Οκτάβυζη αγελάδα», «Ναι, μωρ’ Χρίσταινα, αλλά είναι λίγο μεγαλοκοπέλα». «Τι να την κάνει τη μικρή ο δικός σου ο μούκακας; Εδώ μιλάμε για βυζί οκτώ οκάδες. Να τον βαρέσ’ και να τον θρουμπιάσ’ κατω. Τι μ’ λες τώρα. Απάντα να τελειώνουμε. Θα καταπιαστώ αλλού».
Τέτοιες συζητήσεις, μικρό παιδί είχα ακούσει πάμπολλες. Είχα την τύχη η γιαγιά μου να είναι η περίφημη, ανυπέρβλητη, μακράν από όλες τις άλλες, προξενήτρα των Τζουμέρκων. «Μεγάλος έμπορος», έτσι την έλεγε ο παππούς μου. «Κρέατα πουλάει παιδάκι μου, κρέατα σαν τον μπάρμπα σου. Στο τσιγκέλι!» Είναι αλήθεια πως δεν τον πολυκαταλάβαινα. Αργότερα που μεγάλωσα και τράνεψα και αποσκόλισα, τότε κατάλαβα για τα καλά τα λόγια του παππού. Όχι μόνο τα λόγια. Κατάλαβα πως είχε απόλυτο δίκιο. Αλλά… Τότε…
Μέχρι τότε… «έστηνα αυτί» και ακούρμαζα και «γευόμουν» απίστευτους και ανατριχιαστικούς διαλόγους. Συναντήσεις πολλές, πεθερός, συμπεθέρια, εκτιμητές και προικολόγοι.
– «Ο γαμπρός θέλ’ προίκα και μάλιστα βαρβάτ’ Κώστα μ’. Μπορείς να την δώσεις;»
– «Δεν μπορώ Θεια Χρίσταινα. Δεν μπορώ».
-«Τον τζιόκο μ’ θα πάρ’ς για γαμπρό. Περιμένουν κι άλλες».
-«Για βάλε για πούλ’μα εκείνα τα λαζνίδια που έχ’ς στον πέρα μαχαλά, με εκείνες τις αγριογκορτσιές, μπας και τα πάρ’ κανένας και την τακτοποιήσεις την τσιούπρα σ’».
-«Λαζνίδια εκείνα τα χωράφια; Εκείνα είναι αληθινά ζάβατα. Είκοσι φορτώματα καλαμπόκι δίνουν κάθε χρόνο. Χώρια τα γραβανά φασούλια και τις κορφοκολοκ’θιές. Περκέτ’ αληθινό θεια Χρίσταινα».
-«Τι μ’ λές; Αυτά κατ’ γκόρτσα που έχουν οι αγριογκορτσιές τα τρών’ τα ζωντανά και μουδιάζ’ το στόμα τους μια βδομάδα».
-«Α, θεια Χρίσταινα, με πίγκωσες σήμερα, με πίγκωσες. Δεν αντέχεσαι. Παίρνω την τραγιάσκα μου και φεύγω».
-«Στο καλό και να μας γράφ’ς. Έχω κι άλλες, στη σειρά περιμένουν. Κανταρέλα».
Κι άρχιζε το τραγούδι. Τραγούδι δεν θα το έλεγε κάποιος. «Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου…» Νανούρισμα αληθινό. Είχε το σκοπό της. Δια της επαναλήψεως πραγματοποιείται η εμπέδωση!
Το «βυζί» λοιπόν ήταν το αποδεικτικό στοιχείο μεγάλης προίκας. Δεν ήταν ανάγκη να υπήρχαν μόνο μετρητά. Κάθε κινητό ή ακίνητο. Ως υψηλή προίκα θεωρήθηκε κάποτε και μια ραπτομηχανή. Την παζάρεψε για τα καλά η γιαγιά μου. «Μοναδική», «αν έχ’ λίγο υπομονή και μαθ’ καλά το ράψιμο, θα ντύσ’ όλο το χωριό και θα χεστεί στο τάλιρο». «Τι είναι αυτά που λές θεια Χρίσταινα. Θα μας αποδοκιμάσ’ ο Θεός». «Μωρ’ ο Θεός ξέρ’ τι βλέπ’. Νομίζεις ότι όλα τα βλέπ’; Όσα θέλ’ βλέπ’».
Και τη ραπτομηχανή είχε δώσ’ ο μπάρμπα Κώστας και μετρητά έδωσε και το χωραφάκι του το έδωσε για προίκα, ακόμα και τον Κίτσο το γαϊδουράκι που είχε το έδωσε και αυτό. Και όμως! Ο γαμπρός ασταμάτητος. Ζητούσε πανωπροίκι. Ο λόγος, όπως είπε η γιαγιά «τη βρήκε γαζωμένη», όπως όμως του μετέφερε η πονηρή, η αλεπού κυρά του «δεν ήταν καλής μάρκας η ραπτομηχανή». Μια και δυο ο μπάρμπα Κώστας στην προξενήτρα. «Τα έδωσα όλα. Πόσο μεγάλο βυζί ήθελε αυτός ο γαμπρός και μού ζητάει και πανωπροίκι;» Και η επική απάντηση της γιαγιάς.
«Αμ, πού να ‘ξερα εγώ η καψερή πως η τσιούπρασ’ ήταν γαζωμένη και καλαφατισμένη με πλακοραφή».
Και ο αγαθούλης απάντησε. «Ναι, είναι καλή η ραπτομηχανή. Κάνει καλή δουλειά, καλές ραφές, κι ας λέει ο γαμπρός ότι δεν είναι καλή μάρκα».
Τότε η γιαγιά επανέλαβε, για πολλές φορές, το κοσμητικό επίθετο.
Μπούφο, ε μπούφο!!!