Λαογραφικά Λιχνίσματα
Το προικοσύμφωνο
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε, να τα σιάξουμε τώρα». Αυτές οι κουβέντες λέγονταν όταν τέλειωνε το συνοικέσιο. «Το τέλειωνε» μια κουβέντα ήταν. Απ’ εδώ μέχρι το γάμο «ήταν τυλ(ι)γμένο πολύ, μα πολύ νήμα». Κι να για ξετυλιχτεί το νήμα έπρεπε να γίνουν μερικά πραγματάκια. Ένα από αυτά ήταν η σύνταξη και η υπογραφή του προικοσύμφωνου, αν δε γινόταν κατά την επίσημη τελετή του αρραβώνα.
Στα Τζουμέρκα, λίγα, μα πολύ λίγα προικοσύμφωνα βρέθηκαν. Και αυτό έχει την ερμηνεία του. Οι Τζουμερκιώτες σκληροί, τους έκανε το άγονο του τόπου και το «άξενο» που ζούσαν -χρόνια πολλά- στην ξενιτιά, «είχαν λόγο» και ό,τι συμφωνούσαν «το εκτελούσαν στο ακέραιο και με το παραπάν’». Έχουν χαλάσει συνοικέσια «για το τίποτε». Σε ένα χωριό λέγεται πως τη δεκαετία του 1960 χάλασε συνοικέσιο γιατί δεν τα βρήκαν στη μάρκα της ραπτομηχανής. Αυτό όμως που συμφωνούσαν ήταν λόγος, ήταν συμβόλαιο! Και το συμβόλαιο έπρεπε να εκτελεστεί… Άλλωστε γάμοι γίνονταν «εδώ γύρω γύρω, στο χωριό, άντε και σε κανένα κοντινό». Όλοι δηλαδή γνωρίζονταν και «ο ένας ήξερε για τα καλά τι καπνό φουμαίρ’ ο άλλος». Αν ήταν κανένας «στριμμένο άντερο», τότε τον αντιμετώπιζαν καταλλήλως. Διαφορετικά λειτουργούσε η Τζουμερκιώτικη αξιοπρέπεια! Περισσότερο ενδιέφερε όλους το προφορικό, γιατί «ο λόγος ήταν συμβόλαιο, το χαρτί μόνο για σχωχάρτ’ (συγχωροχάρτι)».
Τι περιέγραφε το προικοσύμφωνο; Την προίκα. Τα χρήματα ή όποια άλλα ωφελήματα που έδινε η γυναίκα ή οποιοσδήποτε άλλος χάριν αυτής στον άνδρα, προκειμένου αυτός να ανακουφιστεί από τα βάρη του γάμου. Επομένως ως προικοσύμφωνο ορίζεται το δεσμευτικό εκείνο κείμενο που υπογραφόταν από τον γαμπρό και εκπρόσωπο της οικογένειας της νύφης, όπου αναγραφόταν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν την προίκα. Ήταν το σύμφωνο που το ρομαντικό νανούρισμα «κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου…», γινόταν «εκπλήρωση σκοπού». Τόσα χρόνια η οικογένεια τραγουδούσε και προετοίμαζε την προίκα της θυγατέρας!
Συνολικά, το προικοσύμφωνο συντάσσονταν πάντοτε με την παρουσία του ιερέως και πάνω κάτω έγραφε τα εξής:
«Εν ονόματι της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος
Σήμερον την …, ημέραν της εβδομάδος, προσκληθείς ο εφημέριος….εις την οικίαν του…, ήκουσα παρ’ αυτών εγώ και οι μετ’ εμού προσκληθέντες τα ακόλουθα, τα οποία γράφω και καταλεπτώς.
Εγώ, ο Γιώργος… μέλλω να δώσω την θυγατέρα μου Ρήνα ως σύζυγον εις τον ….
Μέλλω να δώσω τη θυγατέρα μου Ρήνα ως σύζυγον εις τον…..Και δίδω εις αυτούς τα παρακάτω:
3 (τρεις) γίδες. Μία κανούτα, μια σιούτα και μια γκέσα
3 (τρεις) προβατίνες. 2 (Δύο) γαλάριες και μια στέρφα.
Τον τράγο μας, τον τσάπο.
5 (πέντε) κουβέρτες καραμελωτές και 2 (δύο) του νερού (…)».
Είπαμε στα Τζουμέρκα δεν συντάσσονταν προικοσύμφωνα για συγκεκριμένους λόγους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις συντάσσονταν. Μία από αυτές ήταν και η περίπτωση που ο γαμπρός ήταν και λίγο περπατάρης και ο πεθερός ήθελε να «τον δέσει για τα καλά». Έγραψε πολλά, αλλά έβαλε και έναν όρο. «Απαγορεύονταν σε γιορτές, πανηγύρια, σεβάσια και κοινωνικές εκδηλώσεις να πηγαίνει μόνος του. Πάντοτε με την γυναίκα του». Υπέγραψε και ο γαμπρός, αλλά φεύγοντας από το σπίτι της νύφης και μέχρι να φτάσει στο δικό του τραγουδούσε :
«Εμένα να με κλάψετε και να με λυπηθείτε,/Με την αγάπη που ‘μπλεξα φέτο το καλοκαίρι./
Το Μάη με θέλ’ αποβραδίς, το θεριστή το γιόμα./Και το Δεκαπενταύγουστο πρωί και μεσημέρι».