Γράφει ο Ν. Μπιλανάκης
Στις 10 Οκτωβρίου του 1993, όταν ο Συνασπισμός έμεινε εκτός Βουλής, η Μαρία Δαμανάκη αποδεχόμενη την αποτυχία της στην ηγεσία του κόμματος του ενιαίου φορέα τότε της Αριστεράς, εγκατέλειψε την προεδρία του κόμματος. Αργότερα συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ και διορίστηκε ως επίτροπος στην ΕΕ. Στο συνέδριο, που ακολούθησε την παραίτηση της, εκλέχτηκε ως πρόεδρος ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. ένας «ξένος» τότε στο κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς και των εναπομεινάντων στελεχών του ΚΚΕ, που πρόκρινε τον δρόμο της άρνησης και της καραγγελίας των πάντων έως ότου μεταπηδήσει ως δοτός πρόεδρος μιας πποδοσφαιρικής ομάδας που κατείχε ισχυρός οικονομικός παράγοντας του τόπου.
Αργότερα, την προεδρία του κόμματος ανέλαβε ο Αλέκος Αλαβάνος, που όλοι θα θυμομαστε ως τον άνθρωπο που έστρωσε τον δρόμο για τον Αλέξη Τσίπρα ως Δήμαρχο Αθήνας αρχικά και αργότερα ως πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, επιλογή που φαίνεται να μην έχει ξεπεράσει όμως ο ίδιος ακόμα, ούτε πολιτικά ούτε ψυχολογικά. Στο τέλος, ο Αλαβάνος που υπήρξε επί εικοσαετία ευρωβουλευτής, δημιούργησε άλλο δραχμολάγνο κομματικό φορέα και μονίμως κατήγγειλε την ΕΕ και το ευρώ. Εν τω μεταξύ, κάποια στιγμή, η ΔΗΜΑΡ, συσπειρώνοντας κάποια στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς που ασφυκτιούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλα αποστασιοποιημένα στελέχη της Αριστεράς, φάνηκε να ενσαρκώνει την ανεκπλήρωτη από τον Συνασπισμό προσδοκία συγκρότησης μιας χρήσιμης για τη χώρα Ανανεωτικής Αριστεράς. Η διάψευση πάλι ήρθε πολύ γρήγορα αφού ο Κουβέλης ενώ αρχικά έφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ, καταγγέλλοντας την επικίνδυνη ανευθυνότητα του Τσίπρα, αργότερα επέστρεψε ταπεινωμένος ως υφυπουργός του Πάνου Καμμένου στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Εν τω μεταξύ ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον Τσίπρα, εισέβαλλε στον ιστορικό κύκλο του λαικισμού, ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε εκείνη την περίοδο και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, είτε ως δεξιόστροφος λαϊκισμός (π.χ. Τραμπ, Μαρι Λεπέν, Ορμπαν κ.α) είτε ως αριστερόστροφος λαϊκισμός (π.χ. Podemos, Μαδούρο, Μπεπε Γκρίλο). Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν ιππεύει το αντιμνημονιακό κύμα της εποχής και υιοθετεί – μαζί με τα άλλα κόμματα του αντιμνημόνιου, τους ΑΝΕΛ και τη ΧΑ- ένα λαικίστικο τρόπο έκφρασης, που δομείται γύρω από το κομβικό σημείο του «λαού» και από την εξ ίσου κομβική διχοτόμιση της κοινωνίας σε «λαό» και «ελίτ»,. Αυτή ήταν η ιδρυτική στιγμή του νέου ΣΥΡΙΖΑ, η στιγμή που καθόρισε τη φυσιογνωμία του κόμματος πολύ περισσότερο από όσο την καθόρισαν η προηγούμενη ιστορική του διαδρομή, οι προηγηθέντες άλλοι αρχηγοί του καθώς κα ο στελεχικός πυρήνας του μικρού ως τότε αριστερού κόμματος του 4%. Αυτή η ιστορική στιγμή εξηγεί τη δυναμική του, τις συμμαχίες του, την κυβερνητική του θητεία, αλλά και τα σημερινά του διλήμματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στη φάση που επέλαυνε προς την εξουσία λειτούργησε σαν κοινοπραξία των λαϊκισμών που ενδημούσαν και στα άλλα κόμματα, σαγηνεύοντας τα και τελικά αποσπόντας τα. Το ΠΑΣΟΚ και η Νεα Δημοκρατία συνεισέφεραν το δικό τους μερίδιο σε λαικίστικους ψηφοφόρους στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή τη βάση λειτούργησε και η συμμαχία με τον Καμμένο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μην έχοντας επαρκές εκσυγχρονιστικό δυναμικό στις τάξεις του ώστε να εξισορροπηθούν αυτές οι λαϊκιστικές τάσεις –όπως έπραξε σε προηγούμενες εποχές το ΠΑΣΟΚ- έφτασε να αλωθεί απ’ αυτό το λαικίστικο ρεύμα. Στον κυβερνητικό πλέον ΣΥΡΙΖΑ που διαρκώς μεταλλασσόταν, τα στελέχη του ιστορικού ανανεωτικού πυρήνα συνέχισαν να υπάρχουν όπως πριν, την ώρα που το παιχνίδι είχε μεγαλώσει και τους είχε ξεπεράσει.
Έτσι, η μαρξιστική θεωρία της πάλης των τάξεων μεταλλάχτηκε σε λαϊκίστικο μανιχαϊσμό, η ιδέα ότι εκφράζεις την προοδευτική κίνηση της Ιστορίας έγινε καθεστωτική νοοτροπία, ο αριστερός κρατισμός έγινε οικονομικοπολιτική διαπλοκή, η επαγγελία της κοινωνικής δικαιοσύνης κατέληξε σε επιδοματική προεκλογική πολιτική. Η γενιά του Τσίπρα που πρωτοστάτησε στη μετάλλαξη αυτή, γενιά της μεταπολιτευτικής ευμάρειας που με τη κρίση του 2008 κλήθηκε να απομπολήσει όσα δικαιούταν, έφερνε στις θυμωμένες αποσκευές της ως φαντασιωσικές προυποθέσεις της πολιτικής της ταυτότητας, την εκδίκηση των εγγονιών των ηττημένων και το ξαναγράψιμο της ιστορίας Με αυτόν τον τρόπο, όμως, η μεταπολιτευτική δημοκρατία, που είχε βασιστεί στην αμοιβαία συμφιλίωση και τον παραμερισμό της λογικής του εμφυλίου, τέθηκε σε αμφιβολία από την εμφυλιοπολεμική εχθροπάθεια του «ή εμείς ή αυτοί».
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη κατάσταση, μοιάζοντας με έναν ακαταστάλακτο οργανισμό που προσπαθεί να μετασχηματιστεί Από καιρό έχει πάψει να είναι το κόμμα του 4% – των στελεχών της ανανεωτικής αριστεράς. Δεν είναι όμως πλέον ούτε το κόμμα του 32% – που σαν κυβέρνηση δεν τήρησε την λαικίστικη υπόσχεση που έδωσε. Δεν έχει μπορέσει όμως ακόμα να γίνει ούτε παράταξη. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αλλάξει και να μετασχηματιστεί σε άλλο κόμμα-παράταξη. Είναι πιθανό το πείραμα αυτό να πετύχει. Είναι όμως επίσης πιθανό, αντί να μετασχηματιστεί αυτός, να μετατραπεί σε παράγοντα μακροχρόνιας παθογένειας του πολιτικού συστήματος – και αυτό θα συμβεί αν αποκτήσουν μεγάλο βάρος στην εκλογική του βάση οι ποικιλόμορφες τάσεις του ανορθολογισμού, της συνομωσιολογίας και του αντιφιλελευθερισμού που έχουν συσωρευθεί στο εσωτερικό του.
Αν συμβεί αυτό, δεν θα τον σώσουν ούτε η επιφανειακή επίκληση της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε οι «διευρύνσεις» και οι γέφυρες, ούτε η πασοκοποίηση του. Μπορεί όμως να τον σώσει η ΝΔ, αν κυβερνήσει με επάρκεια και το ΚΙΝΑΛ, αν ανακάμψει και παραμείνει διεκδικητής του κεντροαριστερού χώρου. Αν συμβούν αυτά τότε θα δημιουργηθεί μια νέα ατμόσφαιρα στην εθνική πολιτική ζωή που θα υποχρεώσει και τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει μια νέα χρήσιμη φυσιογνωμία για την ελληνική κοινωνία.
*Οι παραπάνω σκέψεις βασίζονται στα κείμενα των Γ. Βούλγαρη και Γ. Μειμάρογλου.