ΚΙ ΑΝ ΠΑΣ, ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ, ΣΤΟ ΜΟΡΙΑ

Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου

«Κι αν πας πουλί μου, στο Μοριά, κι αν πας στην Άγια Λαύρα.
Χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πες του να κάτσει φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα.
Δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετεινός χειμώνας.
Επλάκωσε η Αρβανιτιά, πεζούρα και καβάλα…».

Όποιος ακούει αυτό το θαυμάσιο τραγούδι της τάβλας και γνωρίζει στοιχειωδώς ιστορία, αναρωτιέται: Μα, ο Κατσαντώνης ποτέ δεν πήγε στην Αγία Λαύρα, ποτέ δεν πήγε γενικώς στο Μοριά. Προς τι, λοιπόν, το μήνυμα τού λαού σ’ αυτόν με το πουλί; Η απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα είναι η εξής:
Υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες πλαστές, ημαρτημένες και εσφαλμένες παραλλαγές κάποιου δημοτικού τραγουδιού επικρατούν του γνήσιου τραγουδιού, κι αυτό αποσύρεται. Στο πρωτότυπο τραγούδι έχουμε: «Κι αν πας, πουλί μου, στη Φραγκιά κάτω στην Άγια Μαύρα».

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα νησιά του Ιονίου πελάγους είχαν υπαχθεί στους Ενετούς (Φραγκιά). Η Λευκάδα ελέγετο «Αγία Μαύρα». Τα έτη 1806, 1807 υπήρξαν δύσκολα για την κλεφτουριά. Στον Μοριά απηνής ήταν ο διωγμός των κλεφτών με φιρμάνι του Σουλτάνου και με απόφαση αφορισμού του Οικουμενικού Πατριάρχου. Οι Κολοκοτρωναίοι αποδεκατίζονται και αποσύρονται στη Ζάκυνθο (1806), μεταξύ των οποίων και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Σ’ ένα σχετικό δημοτικό τραγούδι δικό μας έχουμε:

«…Δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο περσινός Απρίλης,
δεν είν’ εδώ η Καρύταινα, Μαυρομηλιά δεν είναι,
δεν είν’ εδώ η Καστάνιτσα, δεν είν’ εδώ η Μάνη,
δεν είν’ ο Παναγιώταρος με τους ψηλούς τους πύργους
και το Λεοντάρι μακριά κι οι Μύλοι είν’ αλάργα.
Ένα καράβι φάνηκε, από την Πόλη ήρθε,
και είχε μαύρα τα πανιά, τα φλάμπουρά του μαύρα,
κι έφερε δυο διαταγές και δυο πικρά φιρμάνια.
Το ένα, το σουλτανικό, ζητάει τα κορμιά μας
και τ’ άλλο, το συνοδικό, μας έχ’ αφορισμένους.
Παιδιά μου να χωρίσουμε, μπουλούκια να γενούμε
και να διαβούμε θάλασσα στη Ζάκυνθο να βγούμε…»
(μιλάει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης).

Στα μέσα του έτους 1807 γίνεται σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας προϋποθέσεων εκρήξεως επαναστατικού κινήματος κατά των Τούρκων. Στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) γίνεται ευρεία σύσκεψη με πρωτοβουλία του Καποδίστρια, Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας. Συμμετέχει ο ίδιος, ο Ρώσος στρατηγός Παπαδόπουλος, προύχοντες κλπ. Στη σύσκεψη εκλήθη και ο Κατσαντώνης. Ο μεγάλος τιμωρός και εκδικητής του Αλή-πασά βρίσκεται στην κορύφωση της δόξας του. Πριν λίγο καιρό σκότωσε τον πολύ Βελή-Γκέκα και διεσκόρπισε το σώμα των 800 Αρβανιτών του. Ο τύραννος της Ηπείρου αγανάκτησε με τις επιτυχίες του Κατσαντώνη και έστειλε στα βουνά των Αγράφων τον Βελή-Γκέκα, γενναίο πολέμαρχο, με δύναμη 800 Αρβανιτών, να τον εξοντώσει. Διαδίδεται ότι ο δερβέναγας είπε στον Αλή: «Αύριο ή το κεφάλι του Βεληγκέκα θα στολίσει το λημέρι του Κατσαντώνη ή το κεφάλι του Κατσαντώνη θα στολίσει την πόρτα του παλατιού σου». Ο Κατσαντώνης, όμως, είχε άλλη γνώμη και του εμήνυσε αντρίκια:
«…Πού πας, Βελή ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ’ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα ντουφέκια…».
Μάλιστα ο ίδιος τον ειδοποίησε για την συνάντησή τους στην «Κρύα Βρύση». Στην ομάδα του Κατσαντώνη ήταν και ο Καραϊσκάκης ο οποίος αναγνώρισε τον Βελή-Γκέκα. Ο ίδιος ο Κατσαντώνης πυροβόλησε και σκότωσε τον δερβέναγα (κατ’ άλλους ο Καραγιαννάκης ή ο Καραϊσκάκης).

Ωστόσο, ο πανούργος και στρατηγικότατος Γιουσούφ Αράπης κατήγαγε συντριπτικές και εξοντωτικές νίκες κατά των Κλεφτών σε Ηπειροθεσσαλία και Ρούμελη. Ο Κατσαντώνης, λοιπόν, μαζί με τον Κίτσο Μπότσαρη και 300 πολεμιστές διέσπασαν σε μεγάλη μάχη το στράτευμα του Αλή-πασά και έφθασαν στο ακρωτήριο Κεφάλι ή Γέρακας της Αιτωλοακαρνανίας. Από εκεί, με καΐκια πέρασαν στην ακτή Μαγεμένου (στη σημερινή Νικιάνα) Λευκάδας. Προστέθηκαν στη συνέχεια και άλλοι 100 επαναστάτες και το όλο σώμα των 400 επαναστατών παρήλασε στη Λευκάδα και γέμισε τα στήθη του κόσμου με υπερηφάνεια! Η υπό τον Καποδίστρια σύσκεψη ορίζει Γενικό Αρχηγό του Αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας τον Κατσαντώνη! Όμως, χιλιάδες Τούρκοι ενισχύουν τις θέσεις, τα οχυρά και τα δερβένια. Οι Κλέφτες ηττώνται από τον Γιουσούφ Αράπη. Και το χειρότερο: Οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας βελτιώνονται και το σχέδιο της εξεγέρσεως ματαιώνεται. Οι Ρώσοι ζητούν από τον Κατσαντώνη να εισέλθει στην υπηρεσία τους, αλλά αυτός αρνείται και επιστρέφει στα Άγραφα, «που τον είχαν ακόμη ανάγκη».

Επομένως, στο τραγούδι μας ο λαός μηνύει με το διαβατάρικο πουλί στον Κατσαντώνη, που βρίσκεται στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), να μην ξεκινήσει την εξέγερση, γιατί οι συνθήκες άλλαξαν δραματικά σε βάρος του. Ο Κατσαντώνης ξαναγυρίζει στ’ Άγραφα. Τον Ιανουάριο του 1808 στο χωριό «Σπινάσα» Ευρυτανίας επιφέρει πανωλεθρία ξανά στον Χασάν Μπελούση και τ’ ασκέρι του. Αρρωσταίνει από ευλογιά και γυρίζει για θεραπεία στη Λευκάδα. Στη συνέχεια νοσηλεύεται μέσα σε μια σπηλιά στο χωριό Μοναστηράκι των Αγράφων με τη βοήθεια του αδελφού του Γιώργου (Χασιώτη) και λίγων παλικαριών. Η θέση προδίδεται και ο Κατσαντώνης συλλαμβάνεται, όπως και ο αδελφός του Γιώργος (Χασιώτης). Ασυμφωνία υπάρχει και στο θέμα της προδοσίας. (Ένας «Ιερεύς», Βαλαωρίτης, σελ. 69, «ένας παπάς», Αραβ. Χρον., σελ. 282, ο ηγούμενος του Αϊ-Γιάννη, Δοσίθεος, παράδοση αγραφιώτικη, η γριά που τον περιποιόταν ή οι καλόγεροι, Fauriel, ο βοσκός Γκούρλιας, Ζήσιος και Λουκόπουλος, «Στ’ Άγραφα», σελ. 165, η γριά που μάζευε βότανα, Vemeniz. Ούτε για τον χρόνο της συλλήψεως του Κατσαντώνη συμφωνούν οι μελετητές. (Ο Vemeniz ομιλεί για το φθινόπωρο του έτους 1809, ο Fauriel και ο Νικ. Πολίτης παραδέχονται το 1807, ο Αραβαντινός και ο Παπαρρηγόπουλος το 1811, ο Passow 1800-1810 αλλά και 1811, η Ακαδημία Αθηνών 1809, ο Σοφ. Δημητρακόπουλος δέχεται τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 1808 κ.ο.κ.).

Τα δυο αδέρφια μεταφέρθηκαν σιδεροδέσμια στα Γιάννενα και, αφού απέρριψαν την πρόταση του Αλή Πασά, να τον υπηρετήσουν, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο κάτω από τον ιστορικό πλάτανο του νησιού.
Κατά τα άλλα, το τραγούδι αυτό, που έχει ζωή 213 ετών, είναι λιτό, δωρικό, μεστό περιεχομένου και συμπυκνώνει τις ιστορικές συνθήκες της εποχής εκείνης (του Ιουλίου 1807), μέσα σε λίγους στίχους.