Με την Τζουμερκιώτικη λαλιά
Η θεια Ρίνα έπαθε “πηρακρανίαση”!!!
Τον πλάστη για το βάρεμα…
Άλλο και τούτο. Άιντε αυτοί το ‘βαλαν να μας σιουρίξουν για τα καλά. Μέχρι εδώ μ’ έφτακαν να μην αρχίσω και απολάω αφ’σκόλογα και “ τους πάρ’ ο διάολος τη μάνα και τον πατέρα”. Βγήκε εκείνος ο -πώς τον λένε- Χαρδαλούπας, που, όνομα κι αυτό, όλο τρώει, δεν το ξέρω, που να τ’ κάτσ’ όμως στο λαιμό και γκορδωμένος-γκορδωμένος σαν να ‘χει καταπιεί ολόκληρο λοστάρ’ κι ανακοίνωσε: Ακούστε για να θιαμάξετε. Γιοκ παν’γύρια, βολευτείτε όπως νομίζετε και μην κολλάτε ο ένας δίπλα στον άλλον , γιατί το κόλ’μα θέλ’ μετά ζαγκάνισμα και το ζαγκάν’σμα θέλ’ να βγάλετε τα φωτερά σας και ο κορωνοϊός παραμονεύει και τότε «βγάλτε και τον κακό σας τον καιρό και τον αποδώ σας τον χρόνο».
Μη χαιρετιέστε ντιπ, μη θληκώνεστε και μη φλιέστε καθόλ’. Μακριά κι αλάργα ο ένας απ’ τον άλλον. Γ’ναικες στη μέσ’; Α, πα, πα. Μ’τσούδα με μ’τσούδα φίλ’μα; Παναγία μ’. Θεός φυλάξοι. Αλλά και τι να φλάξ’ ο θεός; Να πάρ’ μια κουβέρτα να τους τλουπώξ’ που τα ‘βγαλαν ούλα στο σιάδ’ ή να πάρ’ τον φορτωτήρα και να τους κάν’ την πλάτ’ μαλακότερ’ απ’ τα κωλομέρια; Θα μ’ πεις τι σε νοιάζ’ εσένα; Γιατί χολοσκάς; Ουχ, παιδάκι μ’, εγώ «θρούμπ’ κι αγριορίγαν’». Τα ‘φαγα τα ψωμιά μου. Ταχιά θα πάω πέρα στα παλιάμπελα, στα κυπαρίσσια να ησυχάσω και να σας βλέπω και να γιλάω μα τα καμώματά σας. Καμώματα είναι αυτά ή σιακάδες για το γάιδαρο καβάλα;
Ξεστρατίσαμε όμως την κουβέντα. Την πήγαμε κατ’ ανέμ’. «Άλλού βαρούν τα κρούταλα κι αλλού χορεύει η αρκούδα». Βγάλαν, που λες διάτα και είπαν γιοκ παν’γύρια. Στριμώχνονται μεταξύ τους και ματζιάζονται σαν οι παλιοσκωμαΐδες και μετά ο κορωνοϊός αλωμανάει. Και προνοούντες οι Προμηθείς, τρομάρα τους, απαγόρευσαν τα πάντα. Ίσως και πρώτη φορά στη ζωή τους να άκουσαν τη λέξη πανηγύρι. Να πανηγύρισαν, μπα παιδάκι μ’ δεν το πιστεύω. Αυτοί θα πήγαιναν εκεί στα σουργελοειδή μαζώματα, όπου καιν’ τα ρακιά και βάζουν φωτιά και καιν’-αυτά πως τα λεν’ τα παλιοουίσκια-καψαλιώνται κι αυτές και τσακώνονται ποια θα τα πετάξ’ όξω πρώτ’ και θα φανούν τα παλιομαστάρια, μπογιατισμένα με καραμπογιά και τον κακό τους τον καιρό. Αυτά είναι πανγ΄ρια; Αυτά είναι σουργούνια. Αυτά είδαν και πήραν μπάλα και τα άλλα κατά δω.
Εδώ δεν είναι ούτε εξέδρες κι ούτε φιγούρες. Εδώ είναι ο καθρέφτης του χωριού. Ένα ολόκληρο χρόνο το περιμένουν. Να έρθει ο ξενιτεμένος, να βάλουμε τα καινούρια τα ρούχα, να φανούμε, να κουβεντιάσουμε, να τραγουδήσουμε, να συνυπάρξουμε… Τ’ ακούτε μωρέ ζιαβζέκια; Δεν είναι το ίδιο. Μην τα ισοπεδωνετε. Δεν λέν όλοι τις ίδιες κουβέντες. Άλλοι λένε ευχές κι άλλες κατάρες. Κι άμα πέσεις στο στόμα της Σταυρούλας δεν σε ξεπλένει ούτε ο Άραχθος κατεβασμένος.
Και για να είμαστε σοβαροί ακούστε και τούτο:
Το πανηγύρι δεν είναι ένα απλό γλεντοκόπημα, μια βραδιά «εις υγείαν». Τα πανηγύρια για τον Ηπειρώτη γίνονται μνημονικά ξωκλήσια, αφού σ’ αυτά-με χορό και με τραγούδι-αποτυπώνονται ο καημός, η ψυχή, τα βάσανα, η φτώχια, ο αγώνας, η προκοπή, οι σχέσεις, ο ξενιτεμός, ο ερχομός, οι χαρές κι οι λύπες…
Κι όλα αυτά συνυπάρχουν μαζί με την ηπειρώτικη ψυχή στα πανηγύρια και συμφύρονται σε μια μαγική σκηνή με πρωταγωνιστές όλους τους «μάγους»-μουσικούς μας, που απλόχερα όλο το βράδυ μας κερνούν τη μουσική τους, φωτίζοντας κάθε κρυφή κι αθέατη γωνιά της παραδοσιακής ηπειρώτικης πανδαισίας. «Χίλιων λογιών μουσικές, χίλιων εικόνων πινελιές».
Οι λαϊκοί μουσικοί, οι πρωταγωνιστές. Τραγουδούν, πονούν και εκφράζουν τους καημούς του Ηπειρώτη, υμνούν τη λεβεντιά και ζωγραφίζουν μουσικά την ομορφιά της περδικομάτας, της φεγγαροστόλιστης και φεγγαροπλούμιστης κοπελιάς.
Ζουν πραγματικά κάθε μουσική σκηνή, ταυτίζονται με τον χορευτή, ακολουθώντας τα χορευτικά βήματά του και τον οδηγούν στην κάθαρση που παρέχει η δημοτική μελωδία.
Με αυτόν τον τρόπο γίνονται σκαπανείς-δημιουργοί του λαϊκού μας πολιτισμού, προστάτες-θεματοφύλακες της μουσικής μας παράδοσης. Θερμοπύλες φυλάνε!!!
Αυτή την παρακαταθήκη, φρονώ ότι όχι μόνο πρέπει να τη διατηρήσουμε, αλλά και να τη μεταλαμπαδεύσουμε στους νέους μας. Γιατί; Γιατί απλούστατα έτσι δίνουμε απάντηση στον άκρατο, παγκοσμιοποιημένο-κλωνοποιημένο θα έλεγε κάποιος-, τρόπο ψυχαγωγίας και στην αχαλίνωτη, χωρίς ταυτότητα και ιδιοπροσωπία παραδοσιακή ισοπέδωση.
Με ποιους; Μα φυσικά με τους μουσικούς μας. Μην τους σκοτώνουμε. Ο λαϊκός πολιτισμός, η λαϊκή ψυχή μας τους έχει ανάγκη…
Τ’ ακούτε μωρέ παλιοζιαβζέκια. Άντε μην πάρω τον πλάστη και τον σπάσω στην πλάτη σας.
Για ακούστε και κάτι άλλο. Μ’ αυτά τα πανηγύρια τα χωριά ζουν. Απ’ αυτά τα μαγαζιά βγάζουν το κατιτίς για να «βγάλουν» τη χρονιά. Τα κάνατε που τα κάνατε «Έρμα μαντριά γεμάτα λύκους», κοιτάξτε τώρα να τα αποτελειώσετε.
Α, ρε φορτωτήρας για ζιόκιασμα που χρειάζεται…