Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Η λέξη σιούτος απαντάται κυρίως στην Ηπειρώτικη διάλεκτο και ως επίθετο αφορά και τα τρία γένη. Καταρχάς μιλάμε για αιγοπρόβατο που του λείπουν τα κέρατα. «Δεν το πιάν(ει)ς αυτό. Πού να τα βρεις τα κέρατα. Ντιπ σιούτο είναι». «Πούλ(η)σα μια σιούτα γίδα, την “κοπελή” μαζί με τα κατσίκια της». Με λίγα λόγια η λέξη αφορά τράγο, γίδα, πρόβατο. (Ο σιούτος, η σιούτα, το σιούτο). Παράλληλα η λέξη αφορά και αντικείμενο χωρίς πιάστρο (λαβή). «Στη σιούτα την κατσαρόλα έβαλες να βράσεις τραχανά; Πώς θα τη βγάλεις από τη φωτιά. Δεν έχ’ λαβή». Τέλος το αρσενικό «σιούτος» αφορά τον άντρα με «αφανή τα χαρακτηριστικά του φύλου του», δηλαδή τον ανίκανο. «Ντιπ σιούτο είναι αυτό το παιδί σ’. Πού να τον προξενέψω. Πλάκα ντιπ τάχ’ τα λιόκια τ’».
Η λέξη αυτή τρόπον τινά ήταν απαγορευμένη. Βαριά κουβέντα που οπωσδήποτε έθιγε τον αντρισμό του καθενός. Για τη λέξη αυτή, όταν εκστομίζονταν έγιναν πολλά και απερίγραπτα. Η κατάρα για κάθε κοπελιά ήταν «να παντρευτείς και να είναι ο άντρας σου σιούτος». Αβάσταχτη κατάρα. Με τίποτε δεν «εξαγνίζονταν». Ταξίματα -διπλοταξίματα- και αγιοκέρια, εικόνες και ολόκληρα εικονοστάσια τάζονταν, για να μην «σιουτιαστεί η κοπέλα» και ό,τι μπορεί να φανταστεί ο καθένας. Σιούτος λοιπόν και απαράγωγος ο γαμπρός, «έρμη και απριτσιάλευτη η νύφ’». Παιδιά-κληρονόμοι γιοκ -δεν υπήρχε τότε και η εξωσωματική γονιμοποίηση- «πάει αυτό το κορίτσι, πού τον βρήκε αυτόν; Σιούτος με περικεφαλαία. Άτυχη, πολύ άτυχή η κακομοίρα». Κι αν ξεκάμπαγε και κανένα κούτσ(ι)κο, η διάγνωση θα έλεγε πως ήταν του γείτονα, του κουμπάρου, του επισκέπτη και του μουσαφίρη. Ακραίες καταστάσεις…
Ακραίες αλλά αληθινές. Παλιά υπόθεση. Όλα στην κληρονομιά. Να έχουμε γνήσιους όχι απογόνους, αλλά κληρονόμους. «Τι να πάει χαράμ’ το βιλαέτ’;», το έλεγαν και το ξαναέλεγαν. «Μαγκούφ’ς θα μείν’ τέτοια κρούνα που βρήκε». Από την άλλη πλευρά: «Σιούτο άντρα ήθελε, μαρμάρα έμ(ει)νε. Ας προσεχε». Να διευκρινιστεί πως η λέξη σιούτος αφορούσε τον αντρικό πληθυσμό. Για τη γυναίκα είχε επικρατήσει η λέξη ο σιάλτρας και το σιάλτρο, που σημαίνει «ο γυμνοσάλιαγκας, ο «σιάλιαγκας», το γυμνό σαλιγκάρι που εκκρίνει βλέννα, βγάζει σάλια και μεταφορικά, το σιχαμερό, το γλοιώδες, το αηδιαστικό».
Έτυχε μια φορά να είμαι αυτόπτης μάρτυρας μιας φιλονικίας και ενός απίστευτου διαλόγου που έκαναν δυο «απογοητευμένες» συμπεθέρες.
-Δεν μ’ λες συμπεθέρα, τι έχ’ς και κρατάς τέτοια μούτρα σαν του ζουρλού τον κώλο;
-Έχω, ακούς έχω, αμ να μην έχω;
-Τι να έχ’ς. Δεν φτάν’ που μας φόρτωσες τον μούκακα το γιο σου; Πού να τον πήγαινες και ποιος να τον έβαζε σπίτι τ’-, κι κρατάς και μούτρα;
-Άει σιαπέρα από κει μωρή παλιοσουλτούκω που μας φόρτωσες το σιάμπαλο το δικό σ’, το παλιοσιαμουρλό.
-Σιαμουρλό η δ(ι)κιά μ’ η κοπέλα; Ο σιούτος ο δ(ι)κός σ’ πάει πίσω;
-Το δ(ι)κό μ’ το παιδί είναι γκισέμ’ αλλά η δ(ι)κιά σ’ η παλιοστέρφω -που κακό χρόνο να έχ’ η Χρίσταινα που μας τη φόρτωσε- είναι πάτος αδειανός και δε στέκεται π(ου)θενά κανένας σπόρος. Ταψί σκουριασμένο.
-Συμπεθέρα, μη με κάν(ει)ς κι ανοίξω το στόμα μ’. Τότε δεν σε ξεπλέν’ ούτε ο Άραχθος.
-Για άνοιξέ το να δούμε. Τι νόμ(ι)σες; Έκανες καλά όλους τους άντρες του χωριού και νόμ(ι)σες πως θα κάν(ει)ς και μένα;
– Εγώ μωρέ έκανα καλά όλους τους άντρες. Εσένα που ξέρουν όλ’ τι βρακί φοράς και πόσο άσπρα είναι τα κωλομέρια σ’;
Ακόμα βρίζονται…