Κουβεντιάζοντας….
Η Κατερίνα Σχισμένου με το Χρήστο Τούμπουρο
Τι σημαίνει δημοτικό τραγούδι και ποιά είναι η θέση του στον πολιτισμό της Ηπείρου;
Το Δημοτικό Τραγούδι είναι η ζωή και το ήθος του Έλληνα. Αυτή είναι η αλήθεια. Το τραγούδι συνόδευσε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Τραγούδησε ο Έλληνας την αγάπη για το χώμα που πατούσε. Τραγουδώντας έδειχνε τις λαβωματιές του και ακόμη, όταν ήταν πεινασμένος ή λυπημένος ή διψασμένος, με το τραγούδι ξεθύμαινε και απάλυνε τους πόνους της ξενιτιάς και χάιδευε τους καημούς του. Ερωτεύτηκε, ξενιτεύτηκε, έπαιξε, δημιούργησε. Κι όλα αυτά τα βρίσκουμε στο δημοτικό τραγούδι. Συνεπώς το δημοτικό τραγούδι είναι όχι το αποτύπωμα, αλλά η ίδια η ζωή του Έλληνα. Από την άλλη πλευρά η Ήπειρος έχει ιστορία, παράδοση, πολιτισμό, κουλτούρα, προκοπή, καημό, συναίσθημα, φιλότιμο και ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ.Κι όλα αυτά είναι καλά φυτρωμένα, με βαθιές ρίζες στο πετσί και στην πνοή του Ηπειρώτη και της Ηπειρώτισσας και βλασταίνουν και καρπίζουν και μυρωδίζουν ολόκληρη την Ήπειρο, ολάκερη την Ελλάδα. Και πορεύεται ο Ηπειρώτης και η Ηπειρώτισσα τραγουδώντας και χορεύοντας, αγχωμένος ή λυτρωμένος ακόμη και με πόνο για την ξενιτιά και απαντοχή για τον γυρισμό. Το δημοτικό τραγούδι συνθέτει το ηπειρώτικο πολιτιστικό δεδομένο!
Πρόσφατα γράψατε ένα βιβλίο «Τραγουδώντας την ξενιτιά». Tι είδους μουσική και λόγια φτάνουν στ’ αυτιά των ξενιτεμένων και λέω φτάνουν μιας και η Ήπειρος ακόμη και σήμερα ξενιτεύει τον κόσμο της;
Καταρχάς η Ήπειρος είναι ταυτισμένη με τη ξενιτιά.
Ο Ηπειρώτης αφότου ρίζωσε στα «άπιαστα και απάτητα γκρεμοτόπια», «συνέζησε» με την ξενιτιά. Μακροπρόθεσμη ή εποχική, η ξενιτιά είναι σύμφυτη με την Ηπειρώτικη ψυχή.
Οι περισσότερες Ηπειρώτικες οικογένειες είχαν για πολλούς μήνες τους άντρες στο ταξίδι. Κάθε Μάρτη, ο αρχηγός της οικογένειας ήταν, αυτός και η φαμιλιά του, έρμαιο μιας σκληρής και αδυσώπητης μοίρας: αποχωρίζονταν τα αγαπημένα του πρόσωπα και ξενιτεύονταν, για να δουλέψει, προκειμένου «να ζήσει» την οικογένειά του.
Ο πόνος έφτανε μέχρι πλανταγμό όταν επρόκειτο για μακροχρόνια ξενιτιά.
Κι όλα αυτά αποτυπώθηκαν στα τραγούδια. Και σήμερα ακόμα οι ξωμάχοι εκεί στα χωριά της Ηπείρου γεμάτοι παράπονο και αξιοπρέπεια, καημό και ένα μεγάλο «περιμένω», αγναντεύουν στη στράτα τον ερχομό και ζουν με το όνειρο και θάμα, «μπας και έρθει κανένας Χ’στιανός, έστω και για μια μέρα, να μοσχοπορέψουμε». Κι όλα αυτά με το τραγούδι.Για τον ξενιτεμένο είναι ακόμα χειρότερα. Όσο κι αν οι αποστάσεις μίκραιναν, όσο κι αν έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι, για τον ξενιτεμένο ακόμη και σήμερα «Παρηγοριά έχ’ ο θάνατος και λησμονιά ο Χάρος, μα ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Κι όσο κι αν επικρατεί , ας πούμε η «παγκοσμιοποιημένη μουσική» ο αποχαιρετισμός γίνεται με το δημοτικό τραγούδια και ο πόνος τραγουδιέται με τα «ξεχωρίσματα».
Φέτος δεν έγιναν πανηγύρια, μια ιδιαίτερη μορφή έκφρασης της ελληνικής λαϊκής ψυχής και ιδιαίτερα της Ηπείρου, πιστεύετε πως χάθηκε κάτι σημαντικό;
Το πανηγύρι δεν είναι ένα απλό γλεντοκόπημα, μια βραδιά «εις υγείαν». Τα πανηγύρια για τον Ηπειρώτη γίνονται μνημονικά ξωκλήσια, αφού σ’ αυτά-με χορό και με τραγούδι-αποτυπώνονται ο καημός, η ψυχή, τα βάσανα, η φτώχια, ο αγώνας, η προκοπή, οι σχέσεις, ο ξενιτεμός, ο ερχομός, οι χαρές κι οι λύπες…
Κι όλα αυτά συνυπάρχουν μαζί με την ηπειρώτικη ψυχή στα πανηγύρια και συμφύρονται σε μια μαγική σκηνή με πρωταγωνιστές όλους τους «μάγους»-μουσικούς μας, που απλόχερα όλο το βράδυ μας κερνούν τη μουσική τους, φωτίζοντας κάθε κρυφή κι αθέατη γωνιά της παραδοσιακής ηπειρώτικης πανδαισίας.
Για να μιλήσουμε για πανηγύρια πρέπει να έχουμε όλα αυτά υπόψη. Δεν έγιναν τα πανηγύρια, γιατί ούτως διέταξεν όχι ο κορωνοϊός, αλλά οι λοιμωξιολόγοι. Γιατί απαγόρευσαν το πανηγύρι των 200-300 ατόμων στο χωριό και επέτρεψαν τις συγκεντρώσεις στο Ηρώδειο κλπ. με τρεις χιλιάδες και βάλε θεατές. Είναι θέμα αντίληψης για τον πολιτισμό και ειδικότερα τον λαϊκό. Και δεν χρειάζονται πολλά. Για να καταλάβουμε τι εστί πανηγύρι ας ακούσουμε τον ορισμό της γιαγιούλας. «Το πανηγύρι είναι ο καθρέφτης του χωριού». Κι αυτόν τον καθρέπτη δεν τον σχεδιάζει ο λοιμωξιολόγος …
Χάθηκε μια παράσταση, δεν χάθηκε το νόημα, γιατί τα γιορτάσια και τα πανηγύρια μας, τα έθιμά μας, το Ηπειρώτικο ήθος και η ιστορία μας, οι θρύλοι και οι παραδόσεις,προσδίδουν στην προσωπική μας ταυτότητα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μας ξεχωρίζουν ως άτομα, ως Ηπειρώτες και ως Έλληνες. Αποτελούν την αληθινή άμυνα του πολιτισμού μας, τη μοναδική εγγύηση αντίστασης. Για να μην πέσουμε στη λούμπρ’ της μαζοποιημένης παγκοσμιοποίησης. Γιατί τότε, αν δεν βυθιστούμε, δεν μας ξεπλένει ούτε ο Άραχθος κατεβασμένος…
Είστε ο φορέας της τζουμερκιώτικης λαλιάς, πώς προσεγγίζει την καθημερινότητα αυτή η «λαλιά» ακόμη και από την πρωτεύουσα που ζείτε;
Η Τζουμερκιώτικη λαλιά για μένα είναι ο παλιότερος, ο μόνιμος και φυσικά ο ζωντανός σύντροφός μου. Τα πρώτα ακούσματα, η κατάκτηση και η κυριαρχία στο γλωσσικό μητρικό όργανο, τα πρώτα γράμματα, οι πρώτες σκέψεις, ο πρώτος έρωτας, τα πρώτα όνειρα… Δεν ξεχνιούνται. Η Τζουμερκιώτικη λαλιά είναι γλώσσα ατόφια, αληθινή καιδυνατή. Το «λάρωσε παιδάκι μ’» της γιαγιάς είναι η πιο εύηχη φράση που μπορεί να ακούσει ένα παιδί καθώς και το «σου κρένω» ένα αληθινό στοιχείο προσταγής. Είναι, αν θέλετε μια παραπάνω γλώσσα την οποία συνειδητά ή ασυνείδητα τη χρησιμοποιούμε και μάλιστα την απολαμβάνουμε. Πώς θα το πούμε. «Αγγέλου μ’ κρένει η μάνα σου» ή «Αγγελική σού ομιλεί η μητέρα σου;» Θα μας πάρουν με τις πέτρες… Εδώ στην Αθήνα όπου «πάμε για μπάνιο» και «δεν μεταβαίνουμε στη θάλασσα δια κολύμβηση» κι ούτε θα πούμε πως οι πολιτικοί «μας διατυπώνουν συνεχώς ψεύδη» αλλά θα πούμε πως «μας δουλεύουν ψιλό γαζί» και θα γεμίσει το στόμα μας. Δεν θα συμβουλέψουμε τα παιδιά « να μελετούν δια να διευρύνουν τον πνευματικό τους ορίζοντα», αλλά θα χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της γιαγιούλας μας, επίκληση δηλαδή στην αυθεντία και θα τους πούμε: « Μάθετε γράμματα για να ανοίξετε τα φωτερά σας». Τα φωτερά πάντα φωτίζουν. Ο πνευματικός ορίζοντας ενίοτε είναι και θολός. Και δεν ξεθουλωριάζει εύκολα…