Η Δέσπω και η Μόσχω: Οι ηρωίδες του Σουλίου
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η Δέσπω, η Μόσχω και οι άλλες ηρωίδες, μαζί με τους άνδρες του Σουλίου, με την αγάπη τους στην Ελευθερία και τη θυσία τους, κατέστησαν πρότυπα για τους υπόλοιπους Έλληνες και απτά παραδείγματα ότι είναι εφικτή η απελευθέρωση της Πατρίδας.
Τη δράση της Δέσπως, της Μόσχως και των άλλων Σουλιωτισσών ηρωίδων απαθανάτισαν όχι μόνο σύγχρονοι ιστορικοί, αλλά ο ίδιος ο λαός με το δημοτικό τραγούδι, που και αυτό ήταν σύγχρονο των αγώνων των Σουλιωτών και των Σουλιωτισσών. Εκ των πρώτων ιστορικών που τους κατέγραψαν είναι ο Χριστόφορος Περραιβός (1773-1863), με το έργο του «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας», που πλήρες το εξέδωσε στη Βενετία το 1815, για να ακολουθήσει, το 1857, Τρίτη έκδοση, διορθωμένη.
Η πρώτη συλλογή δημοτικών τραγουδιών εκδόθηκε σε δύο τόμους, ο πρώτος το 1824 και ο δεύτερος το 1825 από τον φιλέλληνα Γάλλο φιλόλογο και ιστορικό Κλοντ Φοριέλ. Μέσα σε αυτήν είναι και το τραγούδι της Δέσπως, «ένα από τα δυνατότερα δημοτικά μας τραγούδια της εποχής της τουρκοκρατίας», κατά τον λογοτέχνη Γιώργο Ιωάννου. (Άρθρο με τίτλο «Η Δέσπω κάνει πόλεμο…», εις τόμο «Το Εικοσιένα», Εκδ. «Ευθύνης», Αθήνα, 1987, σελ. 69 κ.ε.).
Η Δέσπω, σύζυγος του οπλαρχηγού Γεωργάκη Μπότση, αρχηγός της οικογένειας μετά τον θάνατο του συζύγου της, για να σώσει τα δέκα μέλη της, θυγατέρες, νύφες, εγγόνια, από τους Τουρκαλβανούς, κλείστηκε στον Πύργο του Δημουλά, ανάμεσα στην Άρτα και στην Πρέβεζα. Ο αγώνας άνισος εναντίον εκατοντάδων που τις πολιορκούσαν. Όταν κατάλαβαν ότι θα πιαστούν, με τη συγκατάθεση όλων, έβαλε φωτιά στη μπαρούτη και κάηκαν όλοι οι Έλληνες και πολλοί τουρκαλβανοί. Ήταν η ημέρα των Χριστουγέννων του 1803.
Να το δημοτικό τραγούδι:
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι,
Η Δέσπω κάμνει πόλεμο με νύφες καιμ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
– Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
– Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει!
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
– Σκλάβες Τούρκων μη ζήσομε! Παιδιά μαζί μ’ ελάτε!
Και τα φυσέκια άναψε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Η Μόσχω Τζαβέλα (1750-1804) ήταν γυναίκα του αρχηγού των Σουλιωτών Λάμπρου Τζαβέλα και μητέρα τεσσάρων παιδιών: Του πρωτότοκου Φώτου, που δηλητηριάστηκε από τον Αλή Πασά και πέθανε στην Κέρκυρα το 1809, του Γεωργάκη Τζαβέλα, που φονεύθηκε στο Σούλι, του Ζυγούρη Τζαβέλα, που φονεύθηκε το 1823 σε μάχη με τους Οθωμανούς και της Σόφως Τζαβέλα, η οποία πληγώθηκε σοβαρά στο δεξί της μάτι, κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και γιαγιά του Κίτσου Τζαβέλα (διετέλεσε πρωθυπουργός τα έτη 1847-1848). Όταν σκοτώθηκε ο άντρας της η Μόσχω πήρε τη θέση του στη Δημογεροντία των Σουλιωτών και έλαβε μέρος με επιτυχία σε πολλές μάχες κατά των τουρκαλβανών. Ο Χριστόφορος Περραιβός στην προαναφερθείσα ιστορία του, έγραψε ότι όταν ο Αλή Πασάς κρατούσε όμηρο τον γιό της Φώτο και απειλούσε ότι θα τον ψήσει ζωντανό, εκείνη του εμήνυσε να της στείλει κι εκείνης ένα μέρος από το σώμα του να το φάει, παρά να προδώσει την Πατρίδα της.
Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη γράφει έναν πολύ διδακτικό διάλογο για εμάς, με τις απειλές που εξαπολύει ο Ερντογάν, μεταξύ της Μόσχας και του γιού της Φώτου. Πριν από μια μάχη με τους τουρκαλβανούς ο Φώτος της εξομολογήθηκε ότι φοβόταν τον θάνατο και ότι ντρεπόταν γι’ αυτό. Η Μόσχω του απάντησε: « Μην ντρέπεσαι γιατί είσαι άνθρωπος παιδί μου και οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο. Θέλουν να ζήσουν, να χαίρονται τον ήλιο, να κάνουν παιδιά, να γλεντάνε. Γι’ αυτό έχει αξία ο δικός μας πόλεμος. Ενώ φοβόμαστε τον θάνατο κι αγαπάμε τη ζωή, αγώνα κάνουμε… Όταν πολεμάς για κάτι τόσο μεγάλο, όπως είναι λευτεριά, μη φοβάσαι το θάνατο». ( Από το βιβλίο της «Στις ρίζες της λευτεριάς», Εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2004, σελ. 157-158).
Για την Μόσχω Τζαβέλλα ένα δημοτικό τραγούδι γράφει:
«Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τα τουφέκια
…κι όλοι έπιασαν και σπάσανε τις θήκαις τω σπαθιών τους,
Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σα κριάρια.
Άλλοι έφευγαν και άλλοι έλεγαν “Πασά μου ανάθεμά σε
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
Εχάλασες τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι αρβανίτες.
Δεν είν΄ εδώ το Χόρμοβο, δεν είναι η Λαμποβίτσα,
Εδώ είν΄ το Σούλι το κακό, εδώ είν’ το Κακοσούλι,
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,
Που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι.”».
Ένα άλλο Δημοτικό τραγούδι περιγράφει την αντίσταση στους Τούρκους και τον ηρωικό θάνατο της Λένως Μπότσαρη, κόρης του Κίτσου Μπότσαρη:
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
Όλες. ..σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες,
Αλλά τη Λένω… δεν την επήραν σκλάβα.
Μον’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
Εχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
– Τούρκοι μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
Σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.
– Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
– Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Π’ έκαμε την Αρβανιτιά και ντύθηκε στα μαύρα
Και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
(Από Ν.Γ. Πολίτου «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», ΕΣΤΙΑ, Β΄ Έκδ., 1925, σελ. 11-12).
Όταν η Λένω είδε ότι θα την έπιαναν οι τούρκοι, ρίχτηκε στο ποτάμι και πνίγηκε.
Μια άλλη μορφή, μεταξύ θρύλου και ιστορίας ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Μια αιθέρια ύπαρξη που συνδύαζε τη γενναιότητα και τον ηρωισμό, με την αγνότητα της ψυχής και του σώματος. Γράφει ένα τραγούδι:
«Ας έρχονται οι παλιότουρκοι, τίποτε δεν μας κάνουν
Να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
Τ’ άρματα των Σουλιωτών, της ξακουσμένης Χάιδως».
Το δράμα των Σουλιωτισσών κορυφώνεται όταν, μετά από την προδοσία του Πήλιου Γούση πέφτει το Σούλι και αυτές προτιμάνε τον θάνατο από την ατίμωση στο Ζάλογγο και στη Μονή του Σέλτσου. Τα συνταρακτικά γεγονότα περιγράφει με αντικειμενικότητα και ακρίβεια ο Γιώργος Καραμπελιάς στο βιβλίο του «Συνωστισμένες στο Ζάλογγο» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, Β΄ Έκδ. Συμπληρωμένη, 2014), με το οποίο δίνει και απαντήσεις στο εθνοαποδομητικό ρεύμα, που έχει αφετηρία την «εκσυγχρονιστική» Αριστερά και που στην απαξίωση της εθνικής ταυτότητας και του πατριωτισμού ταυτίζεται με νεοφιλεύθερους προπαγανδιστές.-