Μεταναστευτικό – προσφυγικό:Οι τρεις πτυχές του προβλήματος
Του Δημήτρη Μάρδα
Οι μειώσεις των μισθών ως μέσο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας είναι μια ιδιαίτερα προσφιλής μέθοδος στα χέρια των κυβερνώντων και της οικονομικής εξουσίας. Από τον 18ο αιώνα ως σήμερα η μέθοδος αυτή αποτελεί μια… σταθερή αξία! Στη χώρας μας εφαρμόζεται με ιδιαίτερη ένταση κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης καθ’ υπόδειξη της Τρόικας – Θεσμών.
Αν θέλουμε να διώξουμε ακόμη ένα μέρος των νέων Ελλήνων στο εξωτερικό –και δεν αναφερόμαστε μόνο στους επιστήμονες– ας συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε την πανάρχαια αυτή συνταγή, αγνοώντας πεισματικά τις πολύ πιο σύγχρονες αντιλήψεις περί βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Η παραπάνω θέση ισχυροποιείται από τα όσα προβλέπονται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, (Βλ. διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο “Γύρο της Ντόχα”) και αφορούν ειδικότερα στις διαδικασίες αν όχι στις επιταγές της αναφορικά με την ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, δηλαδή μεταναστών.
Οι εν λόγω επιταγές επιδιώκουν χρόνια τώρα, τη δημιουργία περιβάλλοντος υπέρ της φθηνής εισαγόμενης εργασίας. Αυτή με τη σειρά της πιέζει λοιπόν τους μισθούς προς τα κάτω ή τους συγκρατεί μέσω της εγκατάστασης των μεταναστών στις χώρες υποδοχής. Παρόμοιο ρόλο θα παίξουν και οι πρόσφυγες από τη στιγμή που ενταχθούν στην αγορά εργασίας.
Με τη συνέχιση της εφαρμογής των δυο ανωτέρω τάσεων, η εκτροπή της χώρας ως προς την έξοδο των Ελλήνων προς άλλες γεωγραφικές κατευθύνσεις, θα γνωρίσει άλλη έκταση!Τέλος, ας προβληματίσουν οι όποιες ριζοσπαστικές απόψεις, που ταυτίζονται με τις προαναφερθείσες επιλογές της παγκοσμιοποίησης και των επιχειρηματικών συμφερόντων στο μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα. Σαφής κοινός, όλως τυχαίως, στόχος των τελευταίων είναι, όπως τονίσθηκε, η ελεύθερη είσοδος και η συμμετοχή μεταναστών και προσφύγων στην αγορά της μισθωτής εργασίας, εξελίξεις που οδηγούν εύλογα στη συμπίεση των μισθών.
Οι πρόσφυγες με εκατομμύρια κεφάλαια και καταθέσεις σε ξένες τράπεζες δεν αποτελούν εύλογα, μέρος των όσων τονίσθηκαν προηγουμένως. Αυτήν την κατηγορία των προσφύγων, την αξιοποίησαν στο έπακρο οργανωμένα κράτη της Ευρώπης προς όφελος όλων μέσω διαδικασιών επιλογής στις χώρες φιλοξενίας τους, συμπεριλαμβανομένης και στη δική μας.
Μην μπερδεύουμε λοιπόν τις αρχές του ΟΗΕ περί σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών-προσφύγων, με την ένταξή τους στην αγορά της εργασίας, που κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει και στην απόδοση ιθαγένειας.
Οι συνιστώσες του μεταναστευτικού-προσφυγικού προβλήματος είναι λοιπόν τρείς:
1 – Η αξιοπρεπής αλλά προσωρινή διαμονή των μεταναστών-προσφύγων και η παροχή παιδείας, υποχρέωση κάθε πολιτισμένης χώρας. Η προστασία και ο σεβασμός της ζωής είναι οι κύριοι παράγοντες του προβλήματος. Και όλα αυτά σύμφωνα με το Άρθρο 80 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, το οποίο προβλέπει την «δίκαιη κατανομή των ευθυνών» στο εξεταζόμενο θέμα ανάμεσα στα κράτη-μέλη, κάτι που δεν εφαρμόζεται.
2 – Το εργασιακό πρόβλημα, με τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης και των επιχειρηματικών συμφερόντων, ως προς τη συγκράτηση-συμπίεση των μισθών, όπως προαναφέρθηκε.
3 – Οι γεωπολιτικές σκοπιμότητες που συνδέονται με τις μετακινήσεις πληθυσμών προσφύγων-μεταναστών προς την Ευρώπη και αλλού, οδηγώντας στον επηρεασμό των πολιτικών συστημάτων των χωρών υποδοχής τους, μέσω της απόδοσης της ιθαγένειας. Βλέπε ενδεικτικά, τα 2 εκ. Τούρκων ψηφοφόρων με γερμανική ιθαγένεια και τη θέση της Γερμανικής κυβέρνησης στο ελληνοτουρκικά υπέρ της Τουρκίας και όχι μόνο. Η απόδοση της ιθαγένειας, με τις όποιες προεκτάσεις της δε ρυθμίζεται από κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Ανήκει στις αρμοδιότητες κάθε εθνικής νομοθεσίας.
Η δεύτερη και τρίτη συνιστώσα επιβάλλουν λοιπόν μια όλο και πιο αυστηρή νομοθεσία με θέμα την απόδοση ιθαγένειας. Μια τέτοια πολιτική είναι φυσικά αντίθετη στην όποια επιθυμία των υποστηρικτών της διεθνοποίησης της εργασίας –ως υποσυνόλου της παγκοσμιοποίησης– με την χωρίς εμπόδια μετακίνηση και εγκατάσταση μεταναστών-προσφύγων.
*Ο Δημήτρης Μάρδας είναι
καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.