Γράφει ο Χρήστος Α.Τούμπουρος
Η 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους ορίστηκε ως «Διεθνής Ημέρα για την εξάλειψη της Φτώχειας». Και για να μην ξεχνάμε, φτώχεια σημαίνει παντελής έλλειψη ή μεγάλη στενότητα οικονομικών, υλικών μέσων και πόρων• ανέχεια. Και βέβαια λέμε φτώχεια και εννοούμε πολλά. «Μικρά παιδιά περάσαμε μεγάλη φτώχεια. Είπαμε το ψωμί, ψωμάκι». Το είπαμε, παλέψαμε, αγωνιστήκαμε. Αν τα καταφέραμε είναι μια μεγάλη κουβέντα, γιατί η φτώχεια δεν είναι παίξε –γέλασε. Είναι η «χειρότερη μορφή βίας», που μπορεί να αναστείλει κάθε δημιουργική προσπάθεια. Γι’ αυτό συνεχώς την καταριόμαστε. «Καταραμένη φτώχεια!»
Με αφορισμούς και με κατάρες δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα. Ιδιαίτερα η φτώχεια. Ορίζουμε ήμερα κατάτης φτώχειας, αλλά συνεχίζουμε να ρίχνουμε τις βόμβες και να σκοτώνουμε ανθρώπους, να ισοπεδώνουμε πολιτείες και να αφανίζουμε πολιτισμούς. Κι όλα αυτά για τη νομή φυσικών πόρων, για να πλουτίσουμε εμείς και «να επιβάλουμε τη δημοκρατία μας» στους άλλους. Εμείς, οι δυνατοί, οι ισχυροί, καθορίζουμε τη ζωή λαών όχι απλώς για το κέρδος μας, αλλά για το υπερκέρδος, που «δεν αρκεί» να είναι ογκώδες, «πρέπει» να είναι υπέρογκο.
“Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι”, λέμε την παροιμία σε κάποιον που μας παρηγορεί ή προσπαθεί να μας περιθάλψει ενώ ο ίδιος έχει προκαλέσει το κακό που πάθαμε. Η ανθρώπινη ιστορία κάπως έτσι είναι δομημένη. Δια σωφρονισμόν, δια εκδημοκρατισμόν, να τους σώσουμε, να τους προστατέψουμε από διάφορους επιβολείς. Και γεμίζουμε τις χώρες με «βάσεις» που αν χρειαστεί -και «χρειάστηκε» πολλές φορές- θα σκορπίσουν το θάνατο, την καταστροφή και τη φτώχεια. Μετά ταύτα φτάνει και η βοήθεια. Αγοράζουμε τα νέα οπλικά τους συστήματα. Και ακολούθως πέμπομεν μηνύματα κατά της φτώχειας και «δεόμεθα υπέρ της σωτηρίας των ψυχών» που εμακαρίσθησαν, αφού οι προστάτες εδοκίμασαν επάνω τους τα νέα οπλικά συστήματα. Φρέσκια παραγωγή.
Κι από κοντά οι διάφοροι επενδυτές που θα σώσουν τους λαούς από την πείνα, αφού με τις επενδύσεις τους θα παράγουν και θα παράγουν «κάθε λογής καλούδια», για να στομώσει την πείνα του κάθε φτωχός και πεινασμένος. Αμούρες κατσαρές και γκόρτσα αγίνωτα. Είναι να μην θυμάται κανείς τον Βάρναλη που στην «μπαλάντα του κυρ Μέντιου» δίνει επαρκώς τη λύση της πείνας;
«—Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!/—Ντράπου!/ Τις προγόνοιντράπου! /—Αντραλίζομαι!… Πεινώ!… /—Σουτ! Θα φας στον ουρανό!»
Κι ακόμη περισσότερο είναι να μην αντραλίζεσαι και να ανακατώνεσαι και να μην θυμάσαι την παροιμία; «Βρακί φορεί κι ο φτωχός μα ο κώλος του παγώνει».
Κι αυτή η παγωνιά, αυτό το παταγούδιασμα να μην αναθεματίζει και τον Θουκυδίδη ακόμη που αλήθεια «είπε» διά στόματος Περικλέους πως «Δεν θεωρούμε ντροπή την φτώχεια. Ντροπή είναι να μην την αποφεύγει κανείς δουλεύοντας». Δουλειά, λοιπόν, ή «δούλεμα» δεν έχει σημασία. Γιατί ανοίξανε και πάλι οι φάμπρικες της ξενιτιάς και πολλαπλασιάστηκαν τα προγράμματα για τριμηνίτες άντε και μερικούς/ές εξαμηνίτες. Χλίδα η κατάσταση. Τώρα, αν το στομάχι λειτουργεί όλο το χρόνο και όχι τριμηνιαίως είναι άλλη υπόθεση. Εμείς πάντως γιορτάζουμε, προσπαθούμε να δώσουμε λύση στο πρόβλημα της φτώχειας κι άλλο αν με «πορδές δεν βάφονται αυγά».
Προς το παρόν μια απάντηση έχουμε. «Μάθετέ το είναι καιρός/
ίδια τα ‘δωκε ο Θεός/Τι λιγάκι τι πολύ/έχει κι ο φτωχός πουλί». Οδυσ. Ελύτης.
Και μία φυσικά η συμβουλή. «Αντισταθείτε (…) Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία». Μιχάλης Κατσαρός