Κρίστοφερ Κινγκ, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ»

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Όσο μελετούσα το βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ – Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» (εκδ. Δώμα, 2018), πέραν άλλων, ένιωθα απέραντη ευγνωμοσύνη για τον επιστήμονα συγγραφέα του, ο οποίος κίνησε από την εκείθεν του Ατλαντικού ακτή, προκειμένου ν’ ακούσει ως άμεσος ακροατής και κατ’ επέκταση να κατανοήσει τη μουσική πανδαισία της αρχέγονης πατρογονικής γης, της πολυφίλητης Ηπείρου!

Έφερα, μάλιστα, πολλές φορές στο μυαλό μου τον Οδυσσέα, ο οποίος, σαν τέλεψε το πολυπλάνητο ταξίδι του, στην Ήπειρο έφτασε, κρατώντας ένα κουπί στο χέρι και ως πεζοπόρος για τα βουνά της πλώρη έβαλε, ώσπου να συναντήσει άνθρωπο που το κουπί για λιχνιστήρι θα λογάριαζε κι όπου τρανή θυσία στον Ποσειδώνα πρώτα και στους άλλους θεούς κατόπιν θα προσέφερε. (Όμηρος ψ 273-281) Κι αυτό, γιατί θεωρώ πως και ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο οποίος περιγράφει γλαφυρότατα την άφιξη και τις διαδρομές του στην Ήπειρο, με το «Ηπειρώτικο μοιρολόι» του ενός είδους διαρκή σπονδή σ’ αυτή και στη μουσική της τελεί!

Πόσο μάλλον, που ο ίδιος στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης σημειώνει μεταξύ άλλων: «Η μουσική της Ηπείρου πρώτα μ’ αιχμαλώτισε και κατόπι μ’ έκανε να την αγαπήσω, όχι μόνο γι’ αυτό που είναι, αλλά και για τα μυστήρια που εμπερικλείει. Ποτέ δε θα μπορέσω να εξηγήσω πώς λειτουργεί. Μπορώ μονάχα να περιγράψω τα αποτελέσματά της – η μουσική της βορειοδυτικής Ελλάδας είναι σαν ένα φαινόμενο της φύσης, σαν ένας φυσικός νόμος. Λειτουργεί επειδή λειτουργεί. Αλλά ο μηχανισμός που την κάνει να λειτουργεί είναι ανεξήγητος. Και γι’ αυτό την ερωτεύτηκα.» […]
Το βιβλίο είναι πολύ απλά ένα ερωτικό γράμμα στη μουσική και τους ανθρώπους της Ηπείρου.

Είναι μια μαρτυρία: η αγάπη αντέχει, η αγάπη επιβιώνει, η αγάπη είναι αρχαία.» (σ. 13-14)
Και πράγματι, το βιβλίο «Ηπειρώτικο μοιρολόι» από τις πρώτες του σελίδες μαρτυράει πως είναι αποτέλεσμα έρωτος, που ως γενεσιουργός αιτία μοναδικών πραγμάτων, μετεξελίχθηκε, θαρρώ με τον καιρό, σε αγάπη χάριν της οποίας ο συγγραφέας έφτασε στην Ήπειρο, για να κοινωνήσει μέσω της περιδιάβασης, αλλά και με τα μάτια του νου και την ψυχής του με τον τόπο και, φυσικά, με τους ανθρώπους, που δημιούργησαν διαμέσου των αιώνων την ξεχωριστή μουσική τους, η οποία λειτουργεί ως ψυχαγωγός, ως θεραπεύτρια της ψυχής! Και σύμφωνα μ’ αυτόν: «Στην Ήπειρο η μουσική έχει σκοπό: αποτελεί εργαλείο επιβίωσης και επούλωσης των πληγών της κοινότητας. Οι καλλιτέχνες και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας συνυπάρχουν συμβιωτικά κι η μουσική είναι η κοινή τροφή τους.» (σ. 35) Κι ακόμα: «Οι Ηπειρώτες λένε πως έχουν ανάγκη τη μουσική τους, γιατί «η ζωή στα βουνά ήτανε πάντοτε σκληρή κι όλα ήταν αβέβαια». Η μουσική εδώ είναι βάλσαμο -ένα γιατρικό- για το άγνωστο και το μοιραίο. Σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλες τις εποχές υπάρχουν απειλές. Όμως στη βορειοδυτική Ελλάδα η έσχατη απειλή έχει όνομα: λέγεται Χάρος. Είναι ο βαρκάρης του Κάτω Κόσμου, ο Θάνατος, αυτός που σου κόβει το τελευταίο εισιτήριο.» (σ. 36)

Ο συγγραφέας, με πλούσια γνωστική και συναισθηματική αρματωσιά, ταξίδεψε, ερεύνησε μέσω ποικίλων οδών το αντικείμενό του, γνώρισε ανθρώπους, βίωσε πρωτόγνωρες εμπειρίες, που, όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά, είχαν ως αποτέλεσμα το «Ηπειρώτικο μοιρολόι» του, το οποίο συνιστά ένα «ταξίδι» αυτογνωσίας, τόσο του ιδίου, όσο και του καθενός από μας, αν αποπειραθεί να εντρυφήσει στις σελίδες του.
Η γραφή του έχει ευχάριστη λογοτεχνική χροιά, είναι τεκμηριωμένη επιστημονικά και με τη χρήση του πρώτου προσώπου, των διαλόγων, όπου είναι αναγκαίοι, έχει έναν οικείο τόνο, ο οποίος σε κάνει να λες πως ο άνθρωπος που γράφει, δεν σου μιλά απλά για κάτι που αγαπά, για κάτι που τον συγκινεί και τον ελευθερώνει, αλλά πραγματεύεται ένα θέμα, το οποίο, θαρρείς, και το γνώριζε πριν γεννηθεί, το κουβαλά στο DNA του και εν τέλει, αν δεν το είχε ανακαλύψει ή αν για χάρη του δεν είχε κάνει τόσα και τόσα, λειψά θα ζούσε τον βίο του.

Χωρισμένο σε ενότητες, το βιβλίο δεν κουράζει και οδηγεί τον αναγνώστη από τη μία θεματική ενότητα στην άλλη, δημιουργώντας του την απορία, την αγωνία ενίοτε, να μάθει τι αυτός ο «ξένος» άνθρωπος είδε στην Ήπειρο και πώς προσέλαβε τα τοπία, τους ήχους και τους ανθρώπους της. Πηγαίνοντας, μάλιστα, από τη μια σελίδα στην άλλη, μπορεί να σκεφτεί πως δεν είχε προσέξει το πόσο σημαντικές, το πόσο ξεχωριστές, είναι κάποιες εκφάνσεις του λαϊκού του πολιτισμού, αφού βιωματικά τις φέρνει μαζί του, μπορεί, ακόμα, συγκίνηση βαθιά να νιώσει, που αυτός ο άνθρωπος έφτασε σ’ απόμερα χωριά του τόπου του κι έγραψε τόσο ξεχωριστά πράγματα για όσα εκεί βίωσε. Μπορεί, πολλά μπορεί να νογήσει, αλλά, κυρίως, τιμή θα αισθανθεί για το αντίδωρο αυτό ενός ανθρώπου, που ήρθε από μακριά και με κίνητρο την αγάπη του για τη δημώδη μουσική, έγραψε ένα βιβλίο ύμνο για τη μουσική της Ηπείρου.

Όχι, πως δεν της έπρεπε τέτοια τιμή της Ηπειρώτικης μουσικής, αλλά έχει τη σημασία της, όταν αυτή απονέμεται από έναν «ξένο», ο οποίος εξελίχθηκε σε αληθινό φίλο από φιλοξενία, και όχι μόνο!
Εκείνο, επίσης, που θα διακρίνει ο αναγνώστης του βιβλίου είναι πως όσο ο συγγραφέας εντρυφά στην Ηπειρώτικη μουσική, τόσο περισσότερο αυτή τον μαγεύει. Και μολονότι ακόμα και αρκετοί Έλληνες δυσκολεύονται να κατανοήσουν τους Ηπειρώτες, επειδή μπορούν και ψυχαγωγούνται ακούγοντας και χορεύοντας, συχνά, σε πολύ αργόσυρτους ρυθμούς, αυτός σημειώνει με υπέροχο τρόπο πως «Τα τραγούδια και τα ορχηστρικά κομμάτια που παίζονται στην Ήπειρο κατοικούν σ’ έναν ηχητικό χώρο που είναι δύσκολο να τον αναλύσεις με θεωρητικούς όρους. Ωστόσο ο χώρος αυτός αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα για όσους γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτά τα ακούσματα. Εδώ η μουσική ακούγεται σαν το κλάμα της μάνας πάνω απ’ τον τάφο, σαν τον ήχο των πουλιών την ώρα που πέφτουν απ’ τον ουρανό στη Γη που φτάνει στο τέλος της. Και για κάποιους ξένους, σαν μια γίδα στο τσουκάλι που βράζει.

Υπάρχουν εδώ ήχοι που δεν τους καταλαβαίνεις, αλλά που νιώθεις πως πρέπει να τους καταλάβεις, σαν να νοσταλγείς έναν άλλο εαυτό.» (σ. 139)
Ο Κρίστοφερ Κινγκ ταξίδεψε στην Ήπειρο, οπλισμένος με την αγάπη του για τη δημώδη μουσική της Αμερικής και δονούμενος από τη βαθιά επιθυμία να γνωρίσει τη γενέτειρα του Αλέξη Ζούμπα, που το άκουσμα ενός μοιρολογιού παιγμένου από το βιολί του τον συγκλόνισε. Έφτασε, λοιπόν, στην πατρίδα του, είδε, άκουσε, γεύτηκε, οσφράνθηκε, συνομίλησε, ψυχαγωγήθηκε, έμαθε,… και χάρισε στο διεθνές και στο ελληνικό κοινό ένα εξαιρετικό βιβλίο, που ως Ηπειρώτισσα πολύ θα ήθελα να είχα γράψει. Αλλά, αφού αυτό δεν συνέβη, το συστήνω ανεπιφύλακτα σε κείνους, των οποίων η ψυχή πάλλεται ή τα μάτια δακρύζουν, όταν ακούνε ένα Ηπειρώτικο μοιρολόι, αυτό το μοναδικό μουσικό άκουσμα, το οποίο τραγουδιέται με πάθος, τόσο πάνω από έναν τάφο, όσο και στην αρχή ενός γάμου, αφού κι αυτός στην Ήπειρο με μοιρολόι αρχίζει!

Πόσο μάλλον, όταν βρίσκονται μακριά, έστω και κάμποσα χιλιόμετρα από τον τόπο που τους γέννησε, αφού η ξενιτιά δίνει, όχι σπάνια, άλλο νόημα στα πράγματα. Άλλωστε, κι ο Αλέξης Ζούμπας στην ξενιτιά βρισκόταν, όταν ηχογραφήθηκε το Ηπειρώτικο μοιρολόι, το οποίο συγκλόνισε τον συγγραφέα του βιβλίου και για το οποίο σημειώνει μεταξύ άλλων: «Ένας οξυδερκής ακροατής από την Ήπειρο που θ’ άκουγε τούτο το δίσκο, θα παρατηρούσε ίσως ότι η αβυσσαλέα θλίψη αυτού του κομματιού δεν έχει λύση, ότι δεν κλείνει πουθενά, σε αντίθεση με τα κομμάτια που ακούγονται σ’ ένα πανηγύρι. Ακούγεται απεγνωσμένο, πληγωμένο, τσακισμένο, επειδή ακριβώς παίχτηκε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ήπειρο, έναν τόπο που -το 1926- ο Ζούμπας δεν ήξερε αν θα ξανάβλεπε ποτέ. Η ξενιτιά, η νοσταλγία για το πατρώο χώμα και η αμοιβαία λαχτάρα των κατοίκων του χωριού να ξαναδούν τον ξενιτεμένο να γυρνά στο σπίτι τους ποτίζουν τούτο το κομμάτι όσο κανένα άλλο.» (σ. 230)

Θα μπορούσα να γράψω πολλά για τούτο το βιβλίο, αλλά και να παραθέσω πλήθος αποσπασμάτων, χάριν των αναγνωστών. Πράγμα, εν πολλοίς, μάταιο, αφού τίποτα από τα δύο δεν θα μετέδιδε αυτό, το οποίο συνιστά το βιβλίο στο σύνολό του, μια κι ο συγγραφέας επιστρέφει με γαλαντομία στην Ήπειρο και στους Ηπειρώτες τα δώρα, που του χάρισαν, και σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο συνοψίζονται ως εξής: «Οι άνθρωποι της Ηπείρου μού χάρισαν μια κατανόηση της μουσικής. Αυτό που μου πρόσφεραν πηγαίνει πέρα απ’ τη φιλοξενία και την ευγένεια. Είναι κάτι που, σαν τη σπάνια μουσική αυτού του τόπου, μας μεταμορφώνει και μας κάνει ολόκληρους.» (σ. 393)
Ο Christopher C. King (1971) γεννήθηκε στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, όπου και ζει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Ranford University και στο Virginia Tech. Έχει επιμεληθεί, επεξεργαστεί και εκδώσει πολλές μουσικές ανθολογίες, κατά βάση προπολεμικής μουσικής. Το 2002 βραβεύτηκε με Grammy για τη δουλειά του ως μουσικού παραγωγού, ενώ στη συνέχεια έλαβε άλλες πέντε υποψηφιότητες για το ίδιο βραβείο. Γράφει τακτικά στο Paris Review και στο Oxford American.

http://users.sch.gr/panlampri/