Του Ν. Μπιλανάκη*
Η απομόνωση, η καραντίνα και το lockdown ως μέθοδοι αντιμετώπισης των επιδημιών
Γιατί η ιστορία διδάσκει. Και μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε με περισσότερη γνώση, σοφία και αποτελεσματικότητα, την τωρινή απειλή της πανδημίας του covid-19. Και συνεισφέρει στο πάψιμο των μυθευμάτων, του αρνητισμού και της συνωμοσιολογίας κλπ, που απειλούν την δημόσια υγεία. Γιατί, όταν δοθούν στους ανθρώπους επαρκείς πληροφορίες, αυτοί μπορούν να τις μετατρέψουν σε γνώσεις και τις γνώσεις σε σοφία.
Για την αντιμετώπιση των επιδημιών υπάρχουν δύο επιλογές: ή τα φάρμακα και τα εμβόλια, ή, αν δεν έχεις τα πρώτα, η απομόνωση και η καραντίνα. Όταν τα εμβόλια και τα φάρμακα δεν υπάρχουν, τότε ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να επιβάλλει την απομόνωση και την καραντίνα.
Η απομόνωση των πασχόντων από μια μεταδοτική ασθένεια, αποτέλεσε παμπάλαια πρακτική αντιμετώπισης των μολυσματικών ασθενειών. Στην Βίβλο ακόμα βρίσκουμε αναφορές απομόνωσης ασθενών (από την λέπρα), για να σταματήσουν την μετάδοση αυτής της ασθένειας. Αργότερα, ανάμεσα στο 1300-1350, για την ίδια ασθένεια, υπήρξαν τα ειδικά νοσοκομεία, τα lazarettos (λαζαρέτα ή λεπροκομεία), που πήραν το όνομα τους από τον Λάζαρο, τον Καθολικό Άγιο-Προστάτη των λεπρών, νοσοκομεία δηλαδή που χτίζονταν σκόπιμα έξω από την πόλη για να κρατούν εκεί απομονωμένους τους ασθενείς από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Τον Μεσαίωνα, με την επιδημία της Μαύρης Πανώλης εμφανίστηκε ο όρος “καραντίνα”, παίρνοντας το όνομά αυτό από τις σαράντα ημέρες (quaranta giorni) της υποχρεωτικής περιόδου απομόνωσης για τα πλοία, τα πληρώματα και τα φορτία τους που έρχονταν από την Ανατολή και ελλιμενίζονταν σε λιμάνια της Δύσης.
Την περίοδο της καραντίνας, οι ταξιδιώτες την περνούσαν είτε πάνω στο πλοίο, είτε σε άλλες περιπτώσεις οι ταξιδιώτες όφειλαν να παραμείνουν σε επίσημα διαμορφωμένους προς τούτο χώρους, τα λεγόμενα λοιμοκαθαρτήρια, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν τα παλαιά λαζαρέτα. Τα περισσότερα λοιμοκαθαρτήρια δημιουργήθηκαν τον 14ο-15ο αιώνα στην Ιταλία και κατόπιν σε όλους τους εμπορικούς λιμένες κατά μήκος της ευρωπαϊκής μεσογειακής ακτογραμμής καθώς και γύρω από τις ακτές της Μεγάλης Βρετανίας.
Η Ελλάδα από το 1828 θεσμοθέτησε νόμους καραντίνας για επιβολή απομόνωσης σε λοιμοκαθαρτήριο στον καθένα που έφθανε από ανατολικά οθωμανικά εδάφη. Τα πρώτα ελληνικά λοιμοκαθαρτήρια χτίστηκαν σε Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα και Σύρα, και όταν η Αθήνα έγινε η έδρα της κυβέρνησης στο 1834, μια νέα εγκατάσταση χτίστηκε και στο λιμάνι του Πειραιά. Από τότε, η καραντίνα χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις τόσο στην Ελλάδα (π.χ. με την επιδημία πανώλης στην Ύδρα το 1828), όσο και σε διάφορα μέρη του υπόλοιπου κόσμου. Σε καραντίνα μπήκαν ακόμα και οι αστροναύτες των αποστολών Aπόλλων 11, 12 και 14 μετά την επιστροφή τους στη Γη, προκειμένου να εξασφαλιστεί πως δεν μετέφεραν εξωγήινους μικροοργανισμούς που μπορεί να αποδεικνύονταν μοιραίοι για την ανθρωπότητα.
Το 1917, η Ισπανική γρίπη χτυπά τις ΗΠΑ, από την οποία νόσησε σχεδόν το 35% των Αμερικανών και η χώρα θρήνησε μεγάλο αριθμό νεκρών. Μετά το πρώτο κύμα το 1917, ένα δεύτερο κύμα χτύπησε τον Φεβρουάριο του 1918, ενώ επανήλθε και την επόμενη άνοιξη με τρίτο κύμα. Όλα αυτά ανάγκασαν τις αρχές των Πολιτειών να αποφασίσουν την επιβολή περιοριστικών μέτρων μετακίνησης (lockdown ή καραντίνας) για τους πολίτες τους, που έπρεπε να παραμείνουν στα σπίτια τους. Όταν οι αρχές των Πολιτειών ανακοίνωναν την καραντίνα στις πόλεις τους, οι μαθητές υποδέχθηκαν τα νέα χαρούμενοι γιατί δεν θα έπρεπε πλέον να πηγαίνουν σχολείο. «Καλή ιδέα» έγραφε μια μαθήτρια, ενθουσιασμένη, στο ημερολόγιό της, που δημοσίευσε η εφημερίδα USA Today. «Η μόνη έγνοια μου πλέον είναι, αν το [σχολικό] συμβούλιο θα προσθέσει τις χαμένες ημέρες στο τέλος της χρονιάς». Στην αρχή, η σύσταση των αρχών προς τους κατοίκους για καραντίνα, ακουγόταν διασκεδαστική, Αλλά καθώς άρχισαν να ζουν την καρντίνα, αντελήφθησαν τι σημαίνει η καραντίνα. Μια καραντίνα, βέβαια, που είχε μια μεγάλη διαφορά με το τώρα: τότε δεν υπήρχαν οι τεχνολογίες επικοινωνίας, που επιτρέπουν στη παρούσα φάση να παραμείνουμε σε επαφή με τους φίλους και τους συγγενείς μας.
Έτσι, εκτός από την γρίπη, οι άνθρωποι τότε πάλευαν και με την ξαφνική απώλεια των κοινοτικών τους δεσμών. Μια εμπειρία που, για πολλούς, ήταν πιο επίπονη από τον ίδιο τον φόβο του θανάσιμου και μεταδοτικού ιού. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να στραφούν σε φίλους και γείτονες για στήριξη. Ο κόσμος βίωνε την κρίση μέσα στα σπίτια του με κλειστά παραθυρόφυλλα. Τα συναισθήματα μοναξιάς συνθλίψαν σε μερικές περιπτώσεις ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς και ανθρώπους. «Οι άνθρωποι φοβόντουσαν ακόμα και να μιλάνε μεταξύ τους», είπε αργότερα ένας επιζών της γρίπης, σε συνέντευξή του. “Οι γείτονες μπορεί να ερχόντουσαν να δουν από το παράθυρο αν είναι κανείς ακόμα ζωντανός. Δεν έμπαιναν όμως μέσα», συνεχίζει.
“Υπήρξαν οικογένειες που πέθαιναν από την πείνα γιατί όλοι φοβόντουσαν τόσο πολύ, που δεν τους πήγαιναν καν φαγητό. Αυτό δεν συνέβη μόνο στις πόλεις, αλλά και στις αγροτικές περιοχές, που θα φανταζόταν κανείς ότι το αίσθημα της αλληλεγγύης και της κοινότητας θα ήταν πιο ισχυρό”. Τον Δεκέμβριο του 1918, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων μειώνεται και η αμερικανική κοινωνία αρχίζει να επιστρέφει, σταδιακά, στο φυσιολογικό. Λίγο αργότερα, η προσοχή του κοινού μετατοπίστηκε στο τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, υπονομεύοντας τις καθαρτικές τελετουργίες που χρειάζονται οι κοινωνίες για να ξεπεράσουν τα συλλογικά τραύματα.
Για δεκαετίες μετά, η γρίπη παρέμεινε στο πίσω μέρος του μυαλού των ανθρώπων και δεν συζητήθηκε ανοικτά και αρκούντως συχνά. Σε πολλά μέρη, η μοναξιά και η καχυποψία, που προκάλεσε η γρίπη, συνέχισαν να διεισδύουν στην ζωή της αμερικανικής κοινωνίας με διάφορους τρόπους. «Ο κόσμος έπαψε να ήταν τόσο φιλικός όσο πριν», «δεν έκαναν επισκέψεις ο ένας στον άλλον, δεν έφεραν φαγητό, δεν είχαν πάρτι όλη την ώρα. Η γειτονιά άλλαξε. Οι άνθρωποι άλλαξαν. Όλα άλλαξαν» ανέφερε κάτοικος του Κονέκτικατ σε εφημερίδα, μερικές δεκαετίες αργότερα.
Τώρα πλέον, από σύγχρονες επιδημιολογικές έρευνες, γνωρίζουμε ότι η σύγχρονη καραντίνα (lockdown) έχει επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανθρώπων, και συγκεκριμένα αυξάνει το αίσθημα ψυχικής πίεσης, τα αγχώδη και τα καταθλιπτικά συμπτώματα, δημιουργεί αυτό που ονομάζεται προνοητικό πένθος, ενώ αυξάνονται οι σκέψεις αυτοκτονίας και οι διαταραχές χρήσης ουσιών, ιδιαίτερα σε ευάλωτα άτομα όπως οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, οι μόνοι ανθρώποι και οι έχοντες χρόνια ψυχιατρική νόσο.
Ο Νίκος Μπιλανάκης είναι γιατρός