Άρθρο του Παύλου Γερουλάνου
Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, η Κυβέρνηση δεν ανακοίνωσε μέτρα ενίσχυσης για ελεύθερους επαγγελματίες και μικρούς επιχειρηματίες. Η εγκατάλειψή τους όμως δεν προκαλεί έκπληξη.
Αν η πορεία των κόκκινων δανείων, ο πρόσφατος πτωχευτικός και ο προτεινόμενος εργασιακός νόμος δεν αρκούν για να πείσουν ότι δρομολογείται το τέλος της μικρής και ανεξάρτητης δημιουργίας, τότε μια αναδρομή στις πολιτικές προηγούμενων κυβερνήσεων είναι χρήσιμη. Η απόφαση έρχεται από μακριά, πάει μακριά και είναι λάθος.
Η προώθηση μεγάλων σχημάτων σε βάρος μικρών αποφασίστηκε μεταξύ τριών ισχυρών πιστωτών της χώρας και, με την παρότρυνση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματιών, επιβλήθηκε σε όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Η επιχειρηματολογία απλή: η ανταγωνιστικότητα αυξάνεται με το μέγεθος. Οι όποιες αντιστάσεις των κυβερνήσεων, κάμφθηκαν από το επιχείρημα ότι οι μικροί στερούν το κράτος από έσοδα όχι μόνο διότι δεν είναι ανταγωνιστικοί αλλά διότι αποτελούν τη βασική πηγή φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής στην Ελλάδα.
Τόσο πολύ ενοχλήθηκαν οι κυβερνήσεις όλων των κομμάτων από την ιδέα ότι οι μικροί τους στερούν από τη νιρβάνα της σπατάλης δημοσίου χρήματος που κανένας δεν ρώτησε την προφανή ερώτηση: «Μετά τι; Τι θα συμβεί στην παραγωγική δομή της οικονομίας όταν τα ανεξάρτητα οικονομικά εγχειρήματα αφανιστούν;»
Κανείς δεν ρώτησε, διότι κανείς δεν ήθελε να αντιμετωπίσει την απάντηση: οι άνεργοι θα αυξηθούν, οι μισθοί θα πέσουν, η ελληνική οικονομία θα γίνει ανταγωνιστική και αυτό θα φέρει ξένες επενδύσεις. Αυτές θα απορροφήσουν τους ανέργους. Επειδή κανείς δε ρώτησε «μετά τί;» κανείς δεν αναρωτήθηκε αν η απάντηση ισχύει σε κάθε περίπτωση.
Ισχύει, για παράδειγμα, σε οικονομίες που η μετακίνηση ανθρωπίνων πόρων είναι ανεμπόδιστη. Δεν ισχύει για μικρούς ποιοτικούς παραγωγούς και πάροχους υπηρεσιών που ανταποκρίνονται γρήγορα στις απαιτήσεις της αγοράς. Ισχύει σε οικονομίες με υγιές και ανταγωνιστικό τραπεζικό σύστημα. Δεν ισχύει σε οικονομίες όπου απαιτείται το τραπεζικό σύστημα, η κεφαλαιαγορά και οι θεσμοί ανταγωνισμού και εταιρικής διακυβέρνησης να ανταποκριθούν στην παραγωγή αγαθών ειδικής ποιότητας και δεξιοτήτων. Δεν ισχύει για οικογενειακές επιχειρήσεις όπου οι εργαζόμενοι μοιράζονται τα κέρδη.
Και, κυρίως, δεν ισχύει για οικονομίες όπου το εργατικό κόστος δεν είναι πρωταρχικό πρόβλημα των επιχειρήσεων. Με απλά λόγια, η θεωρία που οδήγησε στην εγκατάλειψη του μικρού επιχειρηματία και του ελεύθερου επαγγελματία τα τελευταία χρόνια δεν ισχύει στην Ελλάδα.
Η πραγματικότητα είναι ότι καμία από τις εταιρίες που παρακαλούμε να επενδύσουν στην χώρα δεν ξεκίνησε μεγάλη. Όλες άρχισαν ως όνειρο λίγων ανθρώπων, συχνότατα νέων, που είχαν την έμπνευση, τη στήριξη και κυρίως την ελευθερία να κάνουν πράξη το όνειρο τους. Όλες ήταν κάποτε μικρές, δυναμικές, καινοτόμες επιχειρήσεις που μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον που πίστευε και υποστήριζε την δυνατότητα κάθε ανθρώπου να φανταστεί και να δημιουργήσει.
Η Ελλάδα δεν έχει ακόμα τέτοιο περιβάλλον. Αντίθετα, το επιχειρηματικό περιβάλλον είναι τόσο νοσηρό που πολλοί Έλληνες προτιμούν την ασφάλεια του δημοσίου με όλα του τα αρνητικά του από το να δημιουργήσουν κάτι δικό τους. Το αντίθετο ακριβώς από τους Έλληνες του εξωτερικού. Οι λίγοι που επιμένουν να δημιουργούν μικρές επιχειρήσεις αποτελούν τους τελευταίους που αρνούνται να το βάλουν κάτω. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύτιμοι.
Σήμερα, η Κυβέρνηση έχει εργαλεία και τεχνολογικές πλατφόρμες που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ, όχι μόνο για να στηρίξει τον ελεύθερο επαγγελματία και τη μικρή επιχείρηση, όχι μόνο για να τους ενθαρρύνει να δημιουργήσουν ενώσεις που θα περιορίσουν τα προβλήματα του μεγέθους τους, αλλά και τα εργαλεία για να περιορίσει τη φοροδιαφυγή τους. Γιατί δεν το κάνει; Διότι είναι δύσκολο. Διότι θέλει γνώση και φαντασία. Θέλει πίστη στον Έλληνα και την Ελληνίδα. Η κινητοποίηση της κοινωνίας μετά από τόσα χρόνια κρίσης θέλει έμπνευση και εμπιστοσύνη που χτίζονται δύσκολα.
Στην Ελλάδα ο ελεύθερος επαγγελματίας και ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας αποτελούν την μόνη πηγή δημιουργίας που μπορεί να ανταπεξέλθει γρήγορα στις αλλαγές των καιρών όταν έχουν τα εργαλεία, τη σωστή στήριξη και το σωστό περιβάλλον. Το κλείσιμό τους δεν στερεί από τη χώρα τη μόνη ουσιαστική εκπαίδευση επιχειρηματικότητας που έχουμε αλλά και τη μόνη ελπίδα ότι θα συνεχίζουμε να παλεύουμε για να σταθούμε στις δικές μας δυνάμεις για να παράγουμε εμείς τον πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό πλούτο που αξίζουμε. Αν δεν είχαμε επιλογές θα μπορούσα να δεχτώ ότι ήρθε η ώρα εγκατάλειψής τους. Αλλά έχουμε. Και είναι η ώρα να τελειώνουμε με αυτή τη καραμέλα.
*Άρθρο στο www.newsbomb.gr
*Ο Παύλος Γερουλάνος είναι πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ