Της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Έβδομο μέρος
Ο Αλκιβιάδης Κλεινίου (450-404 π. Χ.), τελεύτησε τον περιπετειώδη, πολυτάραχο και άκρως ενδιαφέροντα βίο του στη Φρυγία. Όχι ακριβώς εξόριστος, όπως αναφέρεται, διότι η Φρυγία, αν δεν δολοφονούνταν εκεί, τόσο νέος, θα μπορούσε να είναι ένας από τους πολλούς σταθμούς της ζωής του. Προικισμένος με κάλλος, διάσημη καταγωγή, πλούτο και πνευματική υπεροχή, αγαπήθηκε πολύ και μισήθηκε από κάποιους, όσο λίγοι.
Η Jacqueline de Romilly (Αλκιβιάδης, εκδ. Το άστυ, 1996, σ. 229) γράφει σχετικά: «Ο θάνατός του Αλκιβιάδη, αντίθετα με τη ζωή του, ήταν σκοτεινός και άθλιος. Είναι όμως τόσο συγκλονιστικός ώστε κανένα μελόδραμα δεν τόλμησε να φτάσει ως εκεί. […] Η ιστορία όμως, που αφηγούνται όλοι (ενν. οι ιστορικοί) με τον ίδιο τρόπο, μας αφήνει κατάπληκτους μπροστά στην αντίθεση μιας ζωής τόσο εντυπωσιακής και ενός τέλους τόσο τραγικού.
Ο Φαρνάβαζος είχε στείλει δύο δικούς του ανθρώπους να εκτελέσουν τη δολοφονία: τον αδελφό του Βαγαίο και τον θείο του Σουσαμίθρη. Το διηγείται ο Πλούταρχος (39, 1-7) και το κείμενο αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο.
Η σκηνή εκτυλίσσεται πολύ μακριά, σε ένα χωριό της Ασίας. Έχει μόνο δύο πρόσωπα. Τον Αλκιβιάδη και μία γυναίκα – την εταίρα με τη μεγάλη καρδιά. Και όλα ξεκινούν, σαν σε τραγωδία, με ένα προφητικό όνειρο.
«Ο Αλκιβιάδης βρισκόταν σε μια κωμόπολη της Φρυγίας, με την εταίρα Τιμάνδρα. Είδε τότε ένα όνειρο: του φάνηκε πως ο ίδιος είχε φορέσει το φόρεμα της γυναίκας και κείνη, κρατώντας το κεφάλι του στην αγκαλιά της, του στόλιζε το πρόσωπο και το έβαφε, σαν να ήταν γυναίκα. Άλλοι λένε πως είδε στον ύπνο του να του κόβουν το κεφάλι οι άνθρωποι του Βαγαίου και να καίγεται το σώμα του. Πάντως όλοι λένε ότι το όνειρο δεν το είδε πολύ πριν τον θάνατό του».
Η πρώτη εκδοχή του ονείρου αναγγέλλει τη φροντίδα της εταίρας για το σώμα του Αλκιβιάδη. Οι δολοφόνοι όμως είχαν αρχίσει κιόλας τη δράση:
«Αυτοί που πήγαν να τον εκτελέσουν δεν τόλμησαν να μπουν μέσα, αλλά περικύκλωσαν το σπίτι κι έβαλαν φωτιά».
Παγιδεύεται στη φωλιά του, σαν άγριο θηρίο.
Αλλά αυτός αμύνεται.
«Όταν το πήρε είδηση ο Αλκιβιάδης, μάζεψε κι έριξε στη φωτιά τα χειρότερα ενδύματα και στρώματα, και αφού τύλιξε τη χλαμύδα του στο αριστερό του χέρι και κράτησε ένα μικρό ξίφος με το δεξί, βγήκε ορμητικά, χωρίς να πάθει τίποτα, από τις φλόγες, προτού να πάρουν φωτιά τα ρούχα του. Οι βάρβαροι, όταν τον είδαν, διασκορπίστηκαν. Κανένας δεν έμεινε να τον αντιμετωπίσει και δεν ήρθε στα χέρια, αλλά από μακριά τον χτυπούσαν με ακόντια και τόξα».
Τότε έπεσε, χτυπημένος θανάσιμα. Στη δειλία όμως των δολοφόνων προβάλλει η γενναία αφοσίωση της γυναίκας που ζούσε μαζί της:
«Μ’ αυτόν τον τρόπο έπεσε. Οι βάρβαροι έφυγαν, και η Τιμάνδρα σήκωσε τον νεκρό, τον τύλιξε και τον σκέπασε με τα δικά της φορέματα και τον έθαψε όσο μπορούσε πιο λαμπρά και τιμημένα».
Η Τιμάνδρα ήταν, προσθέτει ο Πλούταρχος, η μητέρα της Λαΐδας της Κορινθίας, αυτής για την οποία θα πει στο “Διάλογο περί έρωτος” (767 F) ότι τόσο υμνήθηκε από τους ποιητές και τόσο αγαπήθηκε: «Ξέρετε ότι πυρπόλησε από πόθο την Ελλάδα, και ακόμα ότι την διεκδικούσαν από τη μια θάλασσα ως την άλλη». Αν και θύμα δολοφονίας σε μια κωμόπολη της Φρυγίας, ο Αλκιβιάδης, με την έπαρση του γενναίου, ξέρει να διατηρεί την κομψότητα στις ερωτικές επιλογές του και την παρουσία δίπλα του ενός φλογερού πάθους μιας γυναίκας.»
Ο τρόπος, με τον οποίο θανατώθηκε ένας άνδρας σαν τον Αλκιβιάδη, κάνει τη συγγραφέα να δώσει κι άλλες προεκτάσεις στο θέμα (σ. 232): «Από μία άποψη, η αντίθεση μεταξύ των δολοφόνων που κρύβονται στη σκιά αυτού του ανθρώπου που βγαίνει μόνος, χωρίς προφυλάξεις, μέσα από τις φλόγες και τους αναγκάζει να τραπούν σε φυγή, είναι εντελώς συμβολική μιας διαφοράς πολιτισμών, στην οποία οι Έλληνες ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι. Η προδοσία του Φαρνάβαζου κα ιη νυχτερινή ενέδρα, όλα αυτά, έχουν τη σφραγίδα των βαρβάρων. […]
Τελικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Φαρνάβαζος, στην περίπτωση αυτή, εκτελούσε τις διαταγές ή τις επιθυμίες του Λύσανδρου. Και ο Λύσανδρος ήταν Έλληνας. Σε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε ότι και ο Πλούταρχος τον κατηγόρησε για τη σκληρότητα που έδειξε σε όλη του τη ζωή. […] Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι στη μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους προστίθεται η ηθική σκλήρυνση που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο αυτή την περίοδο. Η σκλήρυνση αυτή συνοδεύει, χωρίς καμία αμφιβολία, την ένταση των συγκρούσεων που συντάραζαν την Ελλάδα όπως και τις πόλεις. […]
Η σκληρότητα αυτή αφύπνισε, ωστόσο, στους Έλληνες μία αντίδραση. Αντίθετα από τους βαρβάρους, ή από όσα γνώριζαν γι’ αυτούς, οι Έλληνες είχαν ενοχληθεί από τις ίδιες τις πράξεις τους. Και τότε βλέπουμε να αναπτύσσονται στους συγγραφείς αξίες πραότητας, όπως η επιείκεια, η ανοχή, η ανθρωπιά, οι οποίες διαπερνούν εδώ κι’ εκεί τα κείμενα και ακτινοβολούν παντού μετά το τέλος του πολέμου. […]
Και συνεχίζει (σ. 233): «Η συμπεριφορά του μπροστά στο θάνατο δίνει στον Αλκιβιάδη το ανάστημα ενός ήρωα.
Και ο ίδιος ο θάνατός του είναι ο θάνατος ενός τραγικού ήρωα. Γιατί – όπως ο Οιδίποδας του Σοφοκλή – γκρεμίζεται από τη μεγαλύτερη δόξα στη χειρότερη καταστροφή. Ο πιο προικισμένος άνδρας της Αθήνας, αυτός στον οποίο συνυπήρχαν η ευφυΐα, το κάλλος και το θάρρος, αυτός που είχε διευθύνει την πολιτική της Αθήνας, ύστερα της Σπάρτης και μετά ενός Πέρση σατράπη, αυτός που έζησε την πιο θριαμβευτική επιστροφή που μπορούσε να προσφέρει η Αθήνα, τελικά δολοφονήθηκε, κατά διαταγή ενός βαρβάρου, στη μοναξιά, διωγμένος από όλους εκτός ίσως από μια γυναίκα. Είχε γνωρίσει τα πάντα και δεν ήταν ακόμα πενήντα ετών.
Στην κωμόπολη όπου πέθανε, ο Αθήναιος, τον 3ο αιώνα μ. Χ., λέει ότι υπήρχε ακόμα ο τάφος του. Ο αυτοκράτορας Αδριανός έστησε εκεί ένα άγαλμα του Αλκιβιάδη και κάθε χρόνο γινόταν θυσία.
Αγάλματα του Αλκιβιάδη; Υπήρξαν και άλλα – πέντε ή έξι αιώνες μετά το θάνατό του – ενώ ξεχάστηκαν από όλους το όνομα του Φαρνάβαζου και ήταν ελάχιστα γνωστό το όνομα του Λύσανδρου. Για έναν άνδρα σαν τον Αλκιβιάδη, ο θάνατος δεν είναι το τέλος.»