Γράφει η Παναγιώτα Π. Λάμπρη
Όγδοο Μέρος
Για τον Ελευσίνιο τραγικό ποιητή Αισχύλο Ευφορίωνος (525/4-456/5 π. Χ.), σημειώνεται αναληθώς πως πέθανε στην εξορία, ενώ αυτοβούλως και για δικούς του λόγους ταξίδεψε στη Σικελία δύο ή τρεις φορές. Όπως μας πληροφορεί ο «Βίος Αἰσχύλου» (ΠΟΙΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΛΛΟΓΗ, τ. ΙΒ’, (Bibliotheca Regia Monasensis), σ. 3-6), αυτός πήγε στις Συρακούσες, όταν ο Ιέρων ίδρυσε την πόλη Αίτνα (476/5) και ότι τότε σύνθεσε το πανηγυρικό έργο «Αἰτναῖαι», προοιωνίζοντας καλή ζωή για τους οικιστές της πόλης. Εκεί, μετά από παράκληση του Ιέρωνα, από τον οποίο τιμήθηκε ιδιαίτερα, δίδαξε και τους «Πέρσες». Ο «Βίος Αἰσχύλου» αναφέρει ακόμα πως πέθανε, όταν ένας αετός που είχε πιάσει μια χελώνα, δεν μπόρεσε να την κρατήσει κι αυτή έπεσε στο κεφάλι του ποιητή και τον σκότωσε, επιβεβαιώνοντας τον χρησμό «Οὐράνιόν σε βέλος κατακτανεῖ», δηλαδή
«Εσένα θα σε σκοτώσει ουράνιο βέλος». Η ιστορία αυτή είναι πιθανόν προϊόν ανεκδοτολογίας, αλλά ο ποιητής, ούτως ή άλλως, πέθανε στη Γέλα, όπου ετάφη από τους κατοίκους της με μεγάλες τιμές και στον τάφο του έγραψαν το επίγραμμα: «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεῦθει/ μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας•/ ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι/ καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.» (Ἀθήναιος 14.6), δηλαδή, «Τον Αισχύλο, τον γιο του Ευφορίωνα, τον Αθηναίο/ που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα, σκεπάζει τούτο το μνήμα•/ για την πολυθρύλητη ανδρεία του ας μιλήσει το δάσος του Μαραθώνα/ και βαθυχαιτήσεις Μήδος που τη γνώρισε.» Επίσης, στον τάφο του προσέρχονταν νεαροί επίδοξοι τραγικοί ποιητές και τον προσκυνούσαν σαν ιερό τόπο. Και οι Αθηναίοι τόσο πολύ τον αγάπησαν που, μετά τον θάνατό του, εξέδωσαν ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο, όσοι θα δίδασκαν τραγωδίες του, η πολιτεία θα τους έδινε τον χορό.
Σχετικά με τον άλλο σπουδαίο τραγικό ποιητή, τον Αθηναίο Σοφοκλή Σοφίλλου, (497/6-406/5 π. Χ.), αναφέρεται πως πέθανε εξόριστος και, μάλιστα, από ασιτία!
Ο «Σοφοκλέους Βίος» (Σοφοκλέους τραγωδίαι, εκδ. Λειψίας, σ. 386-387) προσφέρει μια πλούσια σταχυολόγηση από αλλόκοτες αιτίες θανάτου του, αλλά όχι από ασιτία στην εξορία. Λέγεται, λοιπόν, πως ο ηθοποιός Καλλιπίδης, όταν έφτασε από τον Οπούντα για τους Χόους, έστειλε στον Σοφοκλή σταφύλια. Εκείνος, όντας γέρων, έβαλε στο στόμα του μια ρώγα, άγουρη ακόμα, και πνίγηκε και πέθανε. Ο Σάτυρος ισχυρίζεται πως, ενώ διάβαζε φωναχτά ένα εκτενές κομμάτι της «Αντιγόνης», δίχως παύσεις, μαζί με τη φωνή του άφησε και την ψυχή. Άλλοι, λένε πως, επειδή κατάφερε και διάβασε ολόκληρο το δράμα, απεβίωσε από υπερβολική συγκίνηση για τη νίκη.
Ο Σοφοκλής, γεννημένος στο δήμο του Κολωνού, ήταν βαθύτατα δεμένος με την πατρίδα του στην προσωπική, στην ποιητική, στην πολιτική και στη θρησκευτική του ζωή και δεν έφυγε από την Αθήνα, παρά μόνο για να την υπηρετήσει! Ως ιερέας, μάλιστα, του ήρωα θεραπευτή Άλωνα, δέχθηκε στο σπίτι του τον Ασκληπιό, όταν ο θεός ήρθε από την Επίδαυρο και δεν είχε ακόμα ιδιαίτερο λατρευτικό χώρο. Γι’ αυτή του τη θεοσεβή πράξη, μετά τον θάνατό του, ηρωοποιήθηκε παίρνοντας την επωνυμία «Δεξίων». (Albin Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. ΜΙΕΤ, σ. 284-292)
Όσο για την ταφή του, αναφέρεται «Σοφοκλέους Βίος» (σελ. 387) πως, επειδή οι τάφοι της οικογένειάς του βρίσκονταν στη Δεκέλεια, την οποία, όταν απεβίωσε κατείχαν οι Σπαρτιάτες, δεν επέτρεπαν αυτοί να γίνει. Τότε, λένε πως παρουσιάστηκε ο Διόνυσος σε όνειρο του Λυσάνδρου, διατάζοντάς τον να επιτρέψει την ταφή. Αυτός ολιγώρησε, αλλά ο Διόνυσος εμφανίστηκε πάλι στον ύπνο του. Όταν πληροφορήθηκε από φυγάδες ποιος ήταν ο νεκρός, έστειλε κήρυκα με την εντολή πως επιτρέπεται να ταφεί. Κάποιοι λένε πως πάνω στον τάφο του τοποθετήθηκε Σειρήνα, ενώ άλλοι χάλκινη χελιδόνα και εγράφη το ακόλουθο επίγραμμα: «Κρύπτω τῷδε τάφῳ Σοφοκλῆν πρωτεῖα λαβόντα/ τῇ τραγικῇ τέχνῃ, σχῆμα τό σεμνότατον.», δηλαδή «Σ’ αυτόν τον τάφο είναι θαμμένος ο Σοφοκλής, που πήρε πολλά πρώτα βραβεία στην τραγική τέχνη, και στη μορφή ήταν σεμνότατος.» Και λέγεται πως οι Αθηναίοι εκτιμώντας ιδιαίτερα την αρετή του, εξέδωσαν ψήφισμα σύμφωνα, με το οποίο θα έκαναν κάθε χρόνο θυσίες προς τιμή του.