Μαθήματα από την Ιστορία των Επιδημιών

Γιατί η ιστορία διδάσκει. Και μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε με περισσότερη γνώση, σοφία και αποτελεσματικότητα, την τωρινή απειλή της πανδημίας του covid-19.Και συνεισφέρει στο πάψιμο των μυθευμάτων, του αρνητισμού και της συνωμοσιολογίας κλπ, που απειλούν την δημόσια υγεία. Γιατί, όταν δοθούν στους ανθρώπους επαρκείς πληροφορίες, αυτοί μπορούν να τις μετατρέψουν σε γνώσεις και τις γνώσεις σε σοφία

 

Κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις στις κρατικές πολιτικές
για την αντιμετώπιση των επιδημιών: ιστορική αναδρομή

Γράφει ο Νίκος Μπιλανάκης

Η επιδημία αποτελεί αποδιοργανωτικό παράγοντα που μπορεί να καταστήσει περισσότερο ευδιάκριτους τους ουσιαστικούς αρμούς της κοινωνίας, τις δυναμικές γραμμές πού τη διαπερνούν, τους διοικητικούς μηχανισμούς και τις σχέσεις μεταξύ τών επί μέρους εξουσιών που την συνέχουν, την εικόνα πού έχει μια κοινωνία για τον εαυτό της. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα, πως αντέδρασε η νεότερη ελληνική κοινωνία και τα πολιτικά κόμματα, στις υγειονομικές πολιτικές που άσκησε η εκάστοτε διοίκηση του κράτους σε κάποιες από τις μεγάλες επιδημίες που έζησε η χώρα μας.

Το 1837, όταν η πανώλη χτύπησε την Ελλάδα, η Καποδιστριακή διοίκηση αρχικά στον Πόρο επιχείρησε να επιβάλλει αποκλεισμό (lockdown) του πληθυσμού, στο οποίο ο πολύς κόσμος αντέδρασε, με αποτέλεσμα να το παραβιάζει συστηματικά. Το ίδιο έγινε και στη Μάνη και στη Ρούμελη, που εξαπλώθηκε η επιδημία αργότερα, και μάλιστα εκεί οι κάτοικοι αντέδρασαν ακόμα πιο σθεναρά. Οι αντιθέσεις των τοπικών πληθυσμών στην επιχειρούμενη κρατική υγειονομική πολιτική απέκτησαν πολύ γρήγορα οξύτατες πολιτικές διαστάσεις ενώ γρήγορα άρχισε να εκφράζεται μέσα από αυτή την αντίθεση, η αρνητική στάση των Ελλήνων απέναντι στους Βαυαρούς και τους συνεργάτες τους, που κατείχαν τις διοικητικές θέσεις του κράτους.

Όσον αφορά την ευλογιά, η βαυαρική κυβέρνηση υποχρέωσε με νόμο, από το 1835, κάθε άτομο του ελληνικού βασιλείου να εμβολιαστεί, διαφορετικά αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό στο σχολείο ή να ασκήσει νόμιμα οποιοδήποτε επιτήδευμα. Αυτοί οι νόμοι όμως αποδείχθηκαν ατελέσφοροι αφού οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου αρνήθηκαν να εμβολιασθούν. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Γαλλοκρατούμενη Κέρκυρα, γύρω στα 1850, στην προσπάθεια των αρχών να εμβολιάσουν υποχρεωτικά και διά της βίας τον πληθυσμό, ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων και η άρνηση των Ελλήνων να συμμορφωθούν στις διαταγές έλαβε μορφή αντίστασης προς τον ξένο κατακτητή. Και αυτό, παρά την υπέρ του εμβολιασμού σύμφωνη γνώμη των ελλήνων ιατρών εκείνης της εποχής. Αργότερα, το 1864, όταν η ευλογιά είχε απλωθεί σε όλο το κράτος και κανένα προληπτικό ή κατασταλτικό μέτρο δεν είχε επιτύχει, η κυβέρνηση προσέτρεξε ακόμη και στην Ιερά Σύνοδο για να πείσει τους Έλληνες να εμβολιαστούν, αλλά μήτε οι απειλές της Ιεράς Συνόδου φάνηκαν να τους μεταπείθουν. Έτσι, ενώ στη Δυτική Ευρώπη, η ευλογιά δια του εμβολιασμού εξαφανίσθηκε στη δεκαετία του 1850-1860, στην Ελλάδα θα περιμένουμε 60 χρόνια ακόμα, μέχρι το 1924, να επιτευχθεί η εξάλειψη της ευλογιάς.

Το 1854 ήρθε η επιδημία της χολέρας στην Ελλάδα. Η εμφάνιση της έγινε αρχικά μεταξύ των γαλλικών στρατευμάτων που είχαν καταλάβει τον Πειραιά. Επειδή δεν ήταν δυνατό να τεθεί σε καραντίνα ο κατοχικός αυτός στρατός, η νόσος γρήγορα διαδόθηκε στα νησι, στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η επιδημία αυτή ανέδειξε με έντονο τρόπο τη σχέση φτώχειας και ασθένειας, αφού στα θύματα της επιδημίας συγκαταλέγονταν αποκλειστικά σχεδόν οι φτωχοί. Ενώ όμως στη Δυτική Ευρώπη, όπου ξέσπασε επιδημία χολέρας, οι φτωχοί αντέδρασαν δυναμικά και μερικές φορές βίαια εναντίον εκείνων πού θεώρησαν υπεύθυνους για τή δοκιμασία τους (π.χ. στο Παρίσι νωρίτερα, το 1832), στην Ελλάδα δεν παρατηρήθηκαν ανάλογα φαινόμενα. Στη Σύρο μάλιστα, αντίθετα απ’ ότι συνέβη στην Αθήνα που σημειώθηκε κάποια κοινωνική αγανάκτηση, όταν συνέβησαν θύματα, έστω και λίγα, και μεταξύ των ηγετικών ομάδων, αυξήθηκε ο φόβος των πολιτών γιατί «απώλεσαν και την τρεφομένην ελπίδα, ότι [ή επιδημία] δεν διαβαίνει τάς βαθμίδας τών μεγάλων οικιών».
Η ισπανική γρίπη που χτύπησε το 1918, απείλησε όλη την χώρα, και ιδιαίτερα τους κατοίκους των λαϊκών, πολυπληθών περιοχών της.

Πολλές δεκάδες θύματα της γρίπης καταγράφηκαν όμως και σε λιγότερο φτωχές και πυκνοκατοικημένες περιοχές, αφού ο ιός δεν εξαίρεσε κανένα. Η αδυναμία θεραπείας της ισπανικής γρίπης που σημειώθηκε εκείνη την εποχή δεν οδήγησε σε πολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά κλόνισε την πίστη των ανθρώπων στην ιατρική, δημιουργώντας έντονη δυσαρέσκεια για το ότι η ιατρική επιστήμη δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον πληθυσμό. Όπως σχολίαζε ο αρθρογράφος της «Ακροπόλεως» εκείνων των ημερών: «Τίποτα άλλο δεν είναι εις θέσιν να κάμη η Ελληνική Επιστήμη. Α, λησμονήσαμε μίαν δόξαν της. Ο ιατρός Χρ. Κορύδαλος ανακάλυψεν ότι η γρίππη γράφετται με ένα πη διότι η λέξις παράγεται από τον γρύπον, το ψαράδικο δίκτυο».

Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, οι λοιμώδεις ασθένειες (η φυματίωση, ο τυφοειδής πυρετός, η ευλογιά, η χολέρα, η ελονοσία) προξενούσαν πολύ περισσότερους θανάτους από ότι νοσήματα όπως οι καρδιοπάθειες τα εγκεφαλικά, οι καρκίνοι ή τα τροχαία, όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Για τον λόγο αυτό, εκείνο που ενδιέφερε το ελληνικό κράτος από το 1830 έως τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, στον υγειονομικό τομέα, ήταν κυρίως η αποτροπή της εκδήλωσης μεγάλων επιδημιών από λοιμώδεις παράγοντες. Την αδυναμία ή την αδιαφορία του κράτους να παρέμβει αποφασιστικά στο χώρο της υγειονομικής πολιτικής επέτρεπε η γενικευμένη πεποίθηση του κοινωνικού σώματος εκείνης της εποχής ότι η υγεία και η ασθένεια αποτελούσαν ένα ατομικό πρόβλημα, που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά από το άτομο και την οικογένεια του ή το πολύ-πολύ, και από ένα σημείο και πέρα, με τη συνδρομή της εκκλησίας και των φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, όμως, η στάση του ελληνικού κράτους αλλάζει. Σταδιακά, όλο και περισσότερο, αυξάνονται οι παρεμβάσεις του στον υγειονομικό τομέα, η υγεία αρχίζει να θεωρείται δημόσιο αγαθό και επιβάλλεται η κοινωνική προστασία της. Ως εκ τούτου αρχίζει η υγειονομική πολιτική να εισάγεται ως κεφάλαιο στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων και να σημειώνεται μια όλο και μεγαλύτερη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ τους όσον αφορά τις υγειονομικές πολιτικές.
Ένα πρώτο παράδειγμα εμπλοκής πολιτικών κομμάτων στην αντιμετώπιση μιας επιδημίας, συνιστά η ελονοσία. Αν και η ελονοσία στην Ελλάδα ήταν από την αρχαιότητα μια ενδημική νόσος, οι σοβαρές προσπάθειες αντιμετώπισης της άρχισαν τα μέσα του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερα μετά το 1945, θα αρχίσει μιά προσπάθεια των ελληνικών αρχών και της U.N.R.R.A., ενός διεθνή οργανισμού υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών, που θα διαρκέσει έως το 1949.

Η προσπάθεια αυτή παρουσιάσε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού επρόκειτο για μία παρέμβαση ιατρικού χαρακτήρα που πραγματοποιήθηκε εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Για το Δημοκρατικό Στρατό, η UNRRA αντιπροσώπευε το δυτικό «κρυφό» σύμμαχο της κυβέρνησης και ως εκ τούτου πολύ εύκολα έφταναν να υποθέσουν, ότι μια πτήση αεροπλάνου με σκοπό τον ψεκασμό κάποιων εκτάσεων, ενδεχομένως, να μην έχει μόνο επιστημονικό χαρακτήρα. Από την άλλη, η κυβέρνηση πολύ εύκολα προέβαινε σε εκκαθαρίσεις υπαλλήλων από τις κρατικές υπηρεσίες που κατηγορούνταν ότι είχαν αριστερή ιδεολογία. Έτσι, ενώ οι κεντροδεξιές και φιλομοναρχικές εφημερίδες έβαλλαν κατά της UNRRA, χαρακτηρίζοντάς την άντρο κομμουνιστών και κατασκόπων, στον αντίποδα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, μέσω της εφημερίδας του, έγγραφε ότι η Κυβέρνηση μάλλον θα προτιμούσε η UNRRA να στελεχώνεται από φιλομοναρχικούς ή, ακόμα χειρότερα, από πρώην συνεργάτες των Γερμανών. Η απομάκρυνση της UNRRA και η σταδιακή υιοθέτηση του όλου προγράμματος από τις ελληνικές υγειονομικές αρχές, οδήγησε σταδιακά τον επιπολασμό της νόσου σε αμελητέα ποσοστά και το 1974 η Ελλάδα έλαβε πιστοποίηση «χώρας ελεύθερης από την ελονοσία» από τον ΠΟΥ, κάτι που είχε ήδη σημειωθεί σε άλλες χώρες, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα εκείνος ο ιός της ευλογιάς φυλάσσεται μόνο σε εργαστήρια των ΗΠΑ και της Ρωσίας.

Με το πέρασμα των χρόνων, τα πολιτικά κόμματα προσπαθούν όλο και πιο ευδιάκριτα να εκμεταλλευτούν ή να υποδαυλίσουν τις αντιδράσεις που δημιουργούνται στις κοινωνίες -που έχουν καταστεί πλέον ωριμότερες- από τις υγειονομικές κρίσεις των επιδημιών, προς όφελος τους. Έτσι, μόλις το 2009, στην επιδημία της νέας γρίπης (πανδημία της γρίπης Η1Ν1) διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής ότι ο αρχηγός της τότε μείζονος αντιπολίτευσης κ. Γιώργος Παπανδρέου “κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι έχει δώσει όλο το βάρος στην επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, αντί να προετοιμαστεί ουσιαστικά για την αντιμετώπισή του” ενώ ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Ευάγγελος Αντώναρος ανταπαντώντας του καταλόγισε ανευθυνότητα «στην προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί το κάθε τι, ακόμη και μια πανδημία, η οποία πλήττει όλες χώρες του πλανήτη, για δικά του μικροκομματικά οφέλη, διαβεβαιώνοντας παράλληλα πως η πολιτεία έχει επεξεργαστεί κι έχει πλήρες σχέδιο αντιμετώπισης όλων των ενδεχόμενων συνεπειών της επιδημίας”.
Συμπερασματικά, η γεωγραφικά και κοινωνικά κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία των πρώτων δεκαετιών μετά την επανάσταση του 1821 δεν αντιδρά στις επιδημιολογικές κρίσεις ενοποιημένα αφού δεν έχει ακόμα αποκτήσει συνείδηση κοινωνικού σώματος.

Οι αντιδράσεις της, όσες υπάρχουν, απευθύνονται στην εκάστοτε κυρίαρχη εξουσία (πότε των Βαυαρών, άλλοτε των αποικιοκρατών Εγγλέζων και άλλοτε των πλουσίων κλπ). Στα τέλη του 19ου αιώνα, η αργοπορημένη δημιουργία του ιατρικού σώματος στην Ελλάδα θα επιτρέψει να κατευθυνθούν στους γιατρούς, οι αντιδράσεις της κοινωνίας. Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι συνθήκες εμφυλίου που τότε επικρατούσαν στην ελληνική ιστορία, παραμορφώνουν και δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση των ιατρικών κρίσεων (π.χ. αντιμετώπιση της ευλογιάς). Στο μεταξύ, η υιοθέτηση της άποψης από την κοινωνία ότι η υγεία δεν αποτελεί ατομικό αλλά δημόσιο αγαθό, θα επιτρέψει έκτοτε την μεγαλύτερη εμπλοκή των πολιτικών κομμάτων στις υγειονομικές πολιτικές κρίσεις και την προσπάθεια εκμετάλλευσης της όποιας αναδυόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας προς όφελος τους.

  • Ο Νίκος Μπιλανάκης είναι γιατρός