Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι ποιητής και δοκιμιογράφος. Έργα του έχουν παρουσιαστεί στη σκηνή και μελοποιηθεί από γνωστούς συνθέτες. Ως μεταφραστής έχει αποδώσει έργα ποιητών όπως οι Μιχαήλ Άγγελος, Νοβάλις, Ρίλκε, Οκτάβιο Πας, Γκόττφρηντ Μπεν κ.ά. Διευθύνει το περιοδικό Νέο Πλανόδιον.

Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με την ποίηση;
Στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού είχε πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο με κείμενα λογοτεχνικά για μαθητές μεγαλύτερων τάξεων. Θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει ο Ύμνος εις την Ελευθερία, εννοώ οι στροφές του ποιήματος πέρα από τις δύο πρώτες που οι πάντες γνωρίζουν. Υποθέτω όμως ότι η πρώτη επαφή γίνεται για όλα τα παιδιά στη βρεφική και νηπιακή ηλικία, μέσω των παιδικών τραγουδιών.

Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Στην εφηβεία, όπως εικάζω και για τους περισσότερους. Είχα το Άξιον Εστί του Ελύτη, αμφιβάλλω αν καταλάβαινα κουβέντα, αλλά για κάποιον απροσδιόριστο λόγο με είχε μαγέψει. Τότε άρχισα να πρωτοδιαβάζω και άλλους ποιητές, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, Καβάφη, τον Έλιοτ. Έγραφα και τα μάζευα όλα αυτά χωρίς να έχω ακόμη ιδέα τι θα τα κάνω και συνέχισα έτσι για χρόνια. Σοβαρά, εννοώ αποφασισμένος να καταλήξω κάπου, άρχισα να ασχολούμαι ωστόσο πολύ αργότερα, στα 21-22 μου και όταν έφυγα για μεταπτυχιακά στη Γερμανία.

Και οι πρώτες δημοσιεύσεις;
Η πρώτη πρώτη δημοσίευσή μου ήταν στο Αντί, το ιστορικό περιοδικό του Χρήστου Παπουτσάκη το 1993 αν θυμάμαι σωστά. Ήταν μια μετάφραση ενός πολιτικού άρθρου του Χάμπερμας. Γενικά, ενώ έγραφα πολύ άργησα πολύ να δημοσιεύσω σε περιοδικά ἠ βιβλία. Η πρώτη μου συλλογή βγήκε το 2000, όταν ήμουν σχεδόν 33 ετών.

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η συλλογή σας Η κόρη μου, εκδόσεις Κίχλη;
Όπως λέει και ο τίτλος ,η κόρη μου Μαρία-Βασιλική. Το πρώτο ποίημα γράφτηκε νοερά στο μαιευτήριο όταν την πήρα πρώτη φορά αγκαλιά και το τελευταίο της συλλογής όταν ήταν δώδεκα μηνών, λίγο προτού ξεκινήσει να βαδίζει. Το βιβλίο με άλλα λόγια είναι ένα ημερολόγιο του πρώτου χρόνου της ζωής της.

Πώς προέκυψε η συνύπαρξη μαζί με τον ποιητή William B.Yeats;
To 1919, oΓέητς έγραψε κι εκείνος ένα περίφημο ποίημα για τη γέννηση της κόρης του Άννας. Το ονόμασε «Προσευχή για την κόρη μου» και είναι ένας υπέροχος διαλογισμός πάνω στη σχέση της ομορφιάς με την καλοσύνη και των μαχητικών ιδεών με την ψυχική γαλήνη. Η μετάφρασή του συνέπεσε με τη γραφή των δικών μου ποιημάτων και η συστέγαση των δυο έκρινα ότι θα συμπλήρωνε το βιβλίο.

Γράφετε: « Η κόρη μου είναι πουλί. / Από αγκαλιά πετώντας σ’ αγκαλιά, / λες πως ποτέ της δεν πατάει στη γη». Μήπως η ποίηση είναι μια μορφή έκφρασης του εσωτερικού συναισθηματικού κόσμου;
Η λέξη έκφραση είναι παρεξηγημένη. Στα παλιότερά μας κείμενα σημαίνει περιγραφή, αναπαράσταση – όχι του εσωτερικού και υποκειμενικού, αλλά του εξωτερικού και αντικειμενικού κόσμου. Έτσι βλέπω την ποίηση πρωτίστως και εγώ. Τα βιώματα και τα συναισθήματα ενός ποιητή είναι απλώς μια από τις πρώτες ύλες της δουλειάς του. Αλλά και αυτά ακόμα πρέπει να τα δει απ’ έξω, ως παρατηρητής, για να μπορέσει να τα «εκφράσει», δηλαδή να τα περιγράψει με ακρίβεια. Μόνο τότε θα μπορέσει να συγκινήσει και τον αναγνώστη του.

Λέτε: «Της τραγουδάω συχνά. / Τραγούδια αυτοσχέδια κι άλλα / που τα θυμήθηκα ποιος ξέρει πώς». Πόσο σημαντικό είναι το νανούρισμα και το τραγούδι στη ζωή ενός μωρού;
Μερικοί ανθρωπολόγοι έχουν πει ότι στο νανούρισμα έχουν τη ρίζα τους όχι μόνο γενικά το τραγούδι, άρα και η μουσική και η ποίηση, αλλά η ίδια η γλώσσα του ανθρώπου. Και η συναρπαστική αυτή εικασία μού φαίνεται εύλογη σε μεγάλο βαθμό. Ο ρυθμός είναι μεγάλος παιδαγωγός, βάζει σε τάξη γύρω μας τον κόσμο, μας συντροφεύει και μας παρηγορεί.

Το προηγούμενο βιβλίο σας, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος είχε τον τίτλο: Η τέχνη που αυτοκτονεί: Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας Ποια είναι η κατάσταση στην ποίηση σήμερα;
Από τον ίδιο εκδότη θα βγει αυτές τις μέρες ένα δεύτερο βιβλίο μου πάνω στο θέμα, με τίτλο «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση». Τώρα, σ’ αυτό που ρωτάτε: Μίζερη, φοβάμαι. Μια απίστευτη πληθώρα κειμένων που πέφτει σε μια παγερή θάλασσα αδιαφορίας. Οι ποιητές μας έχουν ξεχάσει ότι προϋπόθεση υπαρξιακή κάθε τέχνης είναι να ψυχαγωγήσει το κοινό της, με την ευρεία σημασία της λέξης. Οι περισσότεροι γράφουν για να γράφουν. Και η εντύπωσή μου είναι ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει. Τα προηγούμενα δυο-τρία χρόνια, η ποίησή μας έχασε εμβληματικές φυσιογνωμίες, δημιουργούς γνωστούς και έξω από τα κλειστά τείχη της συντεχνίας. Και αντικαταστάτη τους δεν διακρίνω.

Διαβάζουν σήμερα οι Έλληνες ποίηση;
Έχουμε ποιητές που θα μπορούσαν να διαβάζονται ευρέως. Όμως δεν έχουμε κριτική ικανή να τους αναδείξει. Έτσι, ο πολύς κόσμος ακούει ποίηση και αλλάζει πεζοδρόμιο… Ευτυχώς έχουμε ακόμα σπουδαίους στιχουργούς. Το τραγούδι παρά τη δική του κρίση παραμένει η κύρια πηγή της ποιητικής παιδείας των Ελλήνων.