Αλήθειες και αναλήθειες

για τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

http://users.sch.gr/panlampri/

Για τον πατέρα της Ιστορίας, τον Ηρόδοτο Λύξου (484-425 π. Χ.), αναφέρεται πως πέθανε στην εξορία! Είναι αληθές, όμως, αυτό; Ο Ηρόδοτος γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας σε εύπορη και φιλομαθή οικογένεια. Ο ξάδερφός του Πανύασις, επικός ποιητής και τερατοσκόπος, δηλαδή ερμηνευτής θαυμάτων, πήρε μέρος σε εξέγερση εναντίον του τυράννου Λύγδαμη και σκοτώθηκε (Λεξικό Σουΐδα, λήμμα Πανύασις). Ο Ηρόδοτος, καθώς ασχολείτο με τα πολιτικά, μετά τον θάνατο του συγγενή του, μετοίκησε μαζί με την οικογένειά του στη Σάμο. Όταν καταργήθηκε η τυραννίδα στην πατρίδα του, επέστρεψε για λίγο, αλλά μετά άρχισε να ταξιδεύει.

Στο συγγραφικό του έργο μας πληροφορεί πως ταξίδεψε στον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα, την Ολβία, την Κριμαία, την Αζοφική θάλασσα – ίσως στα παράλια της Θράκης και της Μακεδονίας – στην Περσία, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο, την Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και την Κυρηναϊκή. Σταθμό στη ζωή του αποτέλεσε η εγκατάστασή του στην Αθήνα, όπου συναναστράφηκε με τον πνευματικό κόσμο της πόλης. Από κει έφυγε το 444/3 π. Χ., για να πάρει μέρος μαζί με τον σοφιστή Πρωταγόρα στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων στην Ιταλία, ίδρυση που εντασσόταν στην πανελλήνια πολιτική του Περικλή, απ’ όπου πήρε και το προσωνύμιο Θούριος. http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A113/349/2335,8911/ & https://el.wikipedia.org/wiki/Ηρόδοτος

Για το τέλος του το Λεξικό Σουΐδα γράφει πως «εἰς τό Θούριον ἀποικιζόμενον ὑπό Ἀθηναίων ἐθελοντής ἦλθε κἀκεῖ τελευτήσας ἐπί τῆς ἀγορᾶς τέθαπται· τινές δέ ἐν Πέλλαις αὐτόν τελευτῆσαί φασίν.» (Λεξικό Σουΐδα, λήμμα Ἡρόδοτος) Τούτων δοθέντων, δεν μπορούμε να λέμε γι’ αυτόν τον πολυταξιδεμένο, τον κοσμοπολίτη ιστορικό, πως πέθανε στην εξορία, αφού, όπου πήγε, πήγε αυτοβούλως.

Και για τον πρώτο επιστήμονα ιστορικό, τον Θουκυδίδη Ολόρου (460-395/4 π. Χ.), γράφεται πως πέθανε στην εξορία! Είναι, όμως, έτσι; Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή και τη δράση του είναι περιορισμένες και προέρχονται από το έργο του και από μεταγενέστερες πηγές.

Ο Θουκυδίδης, ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στη Θράκη και συγγενής του Μιλτιάδη, ασθένησε από τον λοιμό, αλλά επιβίωσε, και το 424 π. Χ., ενώ μαινόταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος, εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση επτά πλοίων, τα οποία αγκυροβολούσαν στη Θάσο. Τον χειμώνα, ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας εκστράτευσε εναντίον της Αμφίπολης, σημαντικής αποικίας των Αθηναίων, οπότε ο διοικητής της πόλης ζήτησε τη βοήθεια του Θουκυδίδη. Ο Βρασίδας, έχοντας υπόψη του πως ο Θουκυδίδης βρισκόταν στη Θάσο και φοβούμενος πως θα σπεύσει σε βοήθεια, διαπραγματεύτηκε με τους κατοίκους της πόλης ευνοϊκούς όρους για την υποταγή τους, τους οποίους και δέχθηκαν.

Ο Θουκυδίδης, όπως του είχε ζητηθεί, έφτασε για βοήθεια, αλλά ήταν αργά. (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 4.102.1-4.106.4) Γράφει, μάλιστα, μεταξύ άλλων για τις συνέπειες της ανωτέρω εμπλοκής του: «Επέζησα του πολέμου και καθ’ όλη τη διάρκειά του, λόγω της ηλικίας, ήμουν ώριμος να κρίνω και κατέβαλα κάθε προσπάθεια, για να εξακριβώνω την αλήθεια. Μου συνέβη να μείνω εξόριστος από την πατρίδα μου για είκοσι έτη μετά την υπό την αρχηγία μου εκστρατεία για σωτηρία της Αμφίπολης και γνωρίζοντας τα πράγματα κι από τις δύο πλευρές, ιδίως των Πελοποννησίων, εξ αιτίας της εξορίας μου, κατόρθωσα να τα παρακολουθήσω ήσυχα και να αντιληφθώ καλύτερα την πορεία των γεγονότων.» (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 5.26.5)

Ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις, Αττικά 23.9) αναφέρει πως με πρωτοβουλία κάποιου Οινόβιου εκδόθηκε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε ο Θουκυδίδης να επιστρέψει στην Αθήνα, αλλά δολοφονήθηκε με την επιστροφή του και ετάφη στις Μελιτίδες πύλες. Αυτό το ψήφισμα, προηγήθηκε εκείνου που εκδόθηκε με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το οποίο επέτρεπε σ’ όλους τους εξόριστους να επιστρέψουν. Ο Θουκυδίδης είναι βέβαιο πως επέστρεψε στην Αθήνα, αφού, γράφοντας για το τείχος που έχτισε ο Θεμιστοκλής, λέει πως «και σήμερον ακόμη φαίνεται» (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 93), μια κι ένας από τους όρους της συνθηκολόγησης των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες ήταν να κατεδαφίσουν τα Μακρά Τείχη. Τι έκανε μετά, δεν το γνωρίζουμε.

Πιθανόν να επέστρεψε στη Θράκη, όπου είχε καθόλου ευκαταφρόνητη περιουσία, είχε ζήσει για δυο δεκαετίες και αφιέρωσε τον χρόνο του στη συγγραφή, η οποία διακόπτεται απότομα στην εξιστόρηση των γεγονότων του 411 π. Χ. Άλλοι λόγοι που συνηγορούν σ’ αυτό είναι πως η πόλη του, η Αθήνα, στην οποία οι νικητές Σπαρτιάτες εγκαθίδρυσαν το καθεστώς των τριάκοντα Τυράννων, δεν θύμιζε σε τίποτα τη «δική» του πόλη! Ακόμα και με την αποκατάσταση της δημοκρατίας τα πράγματα, αν και βελτιώθηκαν, δεν είχαν τίποτε από την αίγλη της διακυβέρνησης του Περικλή.

Εκτός από την ανωτέρω αναφορά του Παυσανία για τον θάνατό του, σύμφωνα με τον «Θουκυδίδου Βίο» (10.14-23), ο ιστορικός, αφού πέθανε, ετάφη στην Αθήνα πλησίον των Μελιτίδων πυλών, σε σημείο της Αττικής που ονομάζεται Κοίλη, είτε έχοντας επιστρέψει, αφού πέρασε ο καθορισμένος για την εξορία του χρόνος, είτε μεταφέρθηκαν τα οστά του από τη Θράκη, όπου απεβίωσε. Λέγεται, μάλιστα, πως στην Κοίλη υπήρχε ταφική στήλη με το επίγραμμα: «Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος ἐνθάδε κεῖται».

Πάντως, αν απεβίωσε στη Θράκη, δεν ήταν εξόριστος εκεί, αλλά από δική του επιλογή βρισκόταν, αν βρισκόταν, εκείνη την εποχή μακριά την Αθήνα.