Αλήθειες και αναλήθειες

για τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

http://users.sch.gr/panlampri/

Δωδέκατο μέρος και τελευταίο

Και για τον Αθηναίο Ισοκράτη Θεοδώρου (436-338 π. Χ.), σημαντικότατο ρήτορα, αναγράφεται, επίσης αναληθώς πως πέθανε στην εξορία, ενώ άφησε την τελευταία του πνοή στην πόλη που γεννήθηκε, την Αθήνα. Ο Πλούταρχος (Βίοι τῶν δέκα ρητόρων, Ἰσοκράτης 9-10) αναφέρει ότι άλλοι λένε πως ο Ισοκράτης απεβίωσε μετά από ασιτία εννέα ημερών κι άλλοι τέσσερις μέρες μετά την ταφή των νεκρών της μάχης της Χαιρώνειας, πιθανόν απογοητευμένος από τη ματαίωση του ονείρου του να δει ενωμένους τους Έλληνες εναντίον του κοινού εχθρού, των Περσών.

Πως ετάφη κοντά σε συγγενείς του, πλησίον του Κυνοσάγρους, πάνω σε λόφο. Εκεί ήταν θαμμένοι οι γονείς του και άλλοι συγγενείς, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται από τον συγγραφέα. Πάνω στον τάφο του Ισοκράτη υπήρχε κίονας τριάντα πηχών, ο οποίος κατέληγε σε σειρήνα, επίσης, επτά πηχών, ο οποίος στην εποχή του δεν σωζόταν. Υπήρχε εκεί κοντά κι ένα τραπέζι, όπου εικονίζονταν ποιητές και οι δάσκαλοί του, μεταξύ των οποίων ο Γοργίας, που παρατηρούσε μια αστρολογική σφαίρα και στεκόταν δίπλα του ο Ισοκράτης. Στην Ελευσίνα, μάλιστα, υπάρχει κι ένας χάλκινος ανδριάντας του, τον οποίο αφιέρωσε στη μνήμη του ο μαθητής του Τιμόθεος Κόνωνος, με την επιγραφή «Τιμόθεος φιλίας τε χάριν ξύνεσίν τε προτιμῶν Ἰσοκράτους εἰκὼ τήνδ’ ἀνέθηκε θεαῖς. Λεωχάρους ἔργον.», δηλαδή, «Ο Τιμόθεος, χάριν της φιλίας και εκτιμώντας τη σύνεση του Ισοκράτη, αφιέρωσε αυτό το άγαλμα στις θεές. Έργο του Λεωχάρη.»

Τέλος, για τον δεινότατο ρήτορα, τον Δημοσθένη Δημοσθένους (384-322 π. Χ.), σημειώνεται πως ήπιε δηλητήριο, κάτι που πρέπει να συνέβη κιόλας, αφού οι περισσότερες πηγές σ’ αυτό τον τρόπο θανάτου κατατείνουν. Αλλά, γιατί αναγκάστηκε ο διάσημος για τη δράση και το έργο του Δημοσθένης να πιεί δηλητήριο; Ο Πλούταρχος (Βίοι τῶν δέκα ρητόρων, Δημοσθένης 12), σημειώνει πως, όταν ο Αντίπατρος κυρίευσε τα Φάρσαλα και απειλούσε πως θα πολιορκήσει τους Αθηναίους, αν δεν εκδώσουν τους ρήτορες, ο Δημοσθένης, εγκαταλείποντας την πόλη, πρώτα κατέφυγε στην Αίγινα, όπου, για προστασία, προσέφυγε ως ικέτης στο Αιάκειο, φοβούμενος όμως, απεχώρησε για την Καλαβρία, τον σημερινό Πόρο. Οι Αθηναίοι, προκειμένου ν’ αποφύγουν την πολιορκία, εξέδωσαν ψήφισμα έκδοσης των ρητόρων και φυσικά του Δημοσθένη. Αυτός και στην Καλαβρία κάθισε ως ικέτης στον ναό του Ποσειδώνα.

Όταν έφτασε εκεί, ως απεσταλμένος του Αντιπάτρου, ο Αρχίας ο Φυγαδοθήρου, παρομοίασε τον ρήτορα με τον Αναξιμένη και προσπάθησε να τον πείσει να τον ακολουθήσει με την πρόφαση πως ο Αντίπατρος έχει σκοπό να τον κάνει φίλος του. Τότε, εκείνος του απάντησε: «Ούτε, όταν παρουσίαζες τραγωδίες στη σκηνή με έπειθες, ούτε τώρα που με συμβουλεύεις να πεισθώ»· όταν εκείνος επεχείρησε να τον αναγκάσει με τη βία, τον εμπόδισαν κάτοικοι της πόλης· και ο Δημοσθένης είπε: «δεν έφτασα στην Καλαβρία παρακαλώντας για τη σωτηρία μου, αλλά για ν’ αποδείξω πως οι Μακεδόνες ασκούν βία και σε ό,τι σχετίζεται με τους θεούς». Και αφού ζήτησε πίνακα, όπως λέει ο Δημήτριος ο Μάγνης, έγραψε το ακόλουθο επίγραμμα, το οποίο αργότερα οι Αθηναίοι έγραψαν στον ανδριάντα του: «εἴπερ ἴσην ῥώμην γνώμῃ, Δημόσθενες, ἔσχες, οὔποτ’ ἂν Ἑλλήνων ἦρξεν Ἄρης Μακεδών.», δηλαδή «αν είχες σωματική ρώμη ίση με τη γνώμη σου, Δημοσθένη, ποτέ δεν θα κυβερνούσε τους Έλληνες ο Μακεδόνας Άρης.» (Παλατινή Ανθολογία, APPENDIX Επιδεικτικά επιγράμματα 58, στο Λεξικό Σουΐδα,…). Το άγαλμα αυτό, που το κατασκεύασε ο Πολύευκτος, βρίσκεται, σημειώνει ο Πλούταρχος, κοντά στον βωμό των δώδεκα θεών και μερικοί λένε πως πάνω ήταν γραμμένο «Δημοσθένης Ἀντιπάτρῳ χαίρειν.»

Ο Πλούταρχος (Βίοι τῶν δέκα ρητόρων, Δημοσθένης 13), αναφέρει και τι γράφουν άλλοι συγγραφείς για τον θάνατο του Δημοσθένη. Συγκεκριμένα, ο Φιλόχορος λέει πως ήπιε δηλητήριο· ο Σάτυρος ότι είχε δηλητηριάσει τη γραφίδα από καλάμι, με την οποία είχε αρχίσει να γράφει την επιστολή κι ότι, αφού τη γεύτηκε, πέθανε. Ο Ερατοσθένης αναφέρει πως επειδή φοβούνταν πολύ τους Μακεδόνες – είναι γνωστή η αντιμακεδονική ρητορική του – είχε γύρω από τον βραχίονά του έναν φαρμακωμένο κρίκο, εννοείται, για να τον χρησιμοποιήσει, όταν χρειαστεί. Υπάρχουν άλλοι που λένε πως, αφού κράτησε την αναπνοή του για αρκετή ώρα, πέθανε· κι άλλοι πως δηλητηριάστηκε.

Κλείνοντας σ’ αυτό το σημείο τη μελέτη γύρω από τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας, σημειώνω πως, όσο κι αν μας πονούν κάποιες από τις αναφερθείσες συμπεριφορές, αξία δεν έχει μόνο η κατάκριση, η μεμψιμοιρία ή ο αναθεματισμός, αλλά η σκέψη, η οποία θα δώσει, ίσως, απαντήσεις για τους λόγους που οι μεταγενέστερες γενιές δεν έχουν λάβει το δίδαγμα, το οποίο θα οδηγούσε στη δημιουργία πιο ώριμων ατόμων και κατ’ επέκταση πιο ώριμων κοινωνιών, που, αν μη τι άλλο, δεν θα επαναλάμβαναν λάθη του παρελθόντος, των οποίων οι συνέπειες είναι λίγο πολύ προδιαγεγραμμένες. Βέβαια, αυτό, όπως αποδεικνύει η ιστορία του ανθρωπίνου γένους, όχι μόνο των Ελλήνων, είναι δύσκολο να συμβεί, αφού οι άνθρωποι, γνωρίζοντας ή μη Ιστορία, ζουν το παρόν τους, συχνά αδιάφοροι ή αδυνατώντας να κατανοήσουν την ουσία των πεπραγμένων περασμένων εποχών, οι οποίες όχι σπάνια απέχουν πάρα πολύ από το δικό τους σήμερα.

Και μολονότι ο Τζορτζ Σανταγιάνα προειδοποιεί πως «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» και ο Φιλόστρατος (Τά εἰς τόν Τυανέα Ἀπολλώνιον 8.7) έχει ήδη δώσει την απάντηση, αιώνες πριν, με την απόφανσή του που λέει «Θεοί μέν γάρ μελλόντων, ἄνθρωποι δέ γιγνομένων, σοφοί δέ προσιόντων αἰσθάνονται», οι άνθρωποι, άλλοτε γίνονται μέρος της Ιστορίας ως «άβουλοι και μοιραίοι» κι άλλοτε ως ιδανικοί, ηρωικοί δημιουργοί της. Άλλωστε, όσοι έρχονται στον κόσμο, σχεδόν νομοτελειακά, δεν είναι γεννημένοι ούτε για να χαράξουν όλοι καινούργιους δρόμους, ούτε για να γίνουν όλοι ήρωες, ούτε για να γίνουν όλοι προδότες, ούτε…

Οπότε είναι δύσκολο και το δίδαγμα, το οποίο συνήθως λαμβάνεται απ’ όσους βαθιά μέσα τους το νιώθουν και βεβαιώνεται διαχρονικά από διάφορους αγωνιστές της ζωής και των ιδανικών της. Κι όλα αυτά καθιστούν, χωρίς άλλο, επίκαιρα τα λόγια του Θουκυδίδη (Ἱστορίαι 1.22.4), ο οποίος γνώριζε επαρκώς την ανθρώπινη φύση, όταν έγραφε: «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς αἰεῖ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται.», δηλαδή, «Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορία μου, ίσως, την καταστήσει λιγότερο ευχάριστη ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετό, αν κρίνουν το έργο μου ωφέλιμο, όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψη των γεγονότων, όσα έχουν ήδη συμβεί, και εκείνων, τα οποία, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, πρόκειται να συμβούν περίπου όμοια. Διότι έγραψα την ιστορία μου ως απόκτημα παντοτινό των ανθρώπων και όχι ως έργο προορισμένο να υποβληθεί σε διαγωνισμό για να τ’ ακούσει κανείς μόνο μια φορά.»