1830-2020 Ιστορία της Ψυχιατρικής στη νεότερη Ελλάδα

Νίκολάου Δ. Μπιλανάκη

Από τις Εκδόσεις ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2020

Ο Ν. Μπιλανάκης είναι γιατρός, ψυχίατρος, διδάκτωρ Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Msc Κοινωνικών Επιστημών του ΕΑΠ. Εργάσθηκε στο ΕΣΥ και στο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις κοινωνικές διαστάσεις της ψυχιατρικής. Το νέο του βιβλίο διερευνά την εξέλιξη της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα, απο το 1830 ως σήμερα, όπως αυτή συμβαίνει παραλληλία με την συνολική εξέλιξη του νεότερου ελληνικού κράτους. Κατά τον συγγραφέα οι ανωτέρω ιστορικές εξελίξεις διατεμνονται, αλληλοκαθοριζονται και αλληλοδιαμορφωνονται και η μελέτη τους μπορεί να μας αποκαλύψει όχι μόνο το “τι εγινε” αλλά και την κατανόηση του “γιατί εγινε”.
Από την αρχή της εξιστόρησης, ο συγγραφέας μας συστήνει κάποιες φωτοκολλημένες σκιές, ξεχωρίζοντας τις ανάμεσα στο σμάρι των εξαθλιωμένων νικητών της Επανάστασης του 1821. Είναι οι παράφρονες που, παρακινημένοι από μια ιδιοσυστατική τους ανεστιότητα, έχουν εγκαταλείψει την οικογένεια τους και τους κρίκους των εκκλησιών τους- που τους συγκρατούσαν τις τελευταίες εκατονταετίες- και έχουν μόλις εξέλθει στο βαθύτερο σκοτάδι των δρόμων της Αθήνας.

Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ο αριθμός αυτού του ενδεούς πληθυσμού θα γιγαντωθεί τόσο, που η ελληνική πολιτεία θα αναγκασθεί να αντιμετωπίσει την τρέλα ως κοινωνικό πρόβλημα και να φυλακίσει τους τρελούς. Αργότερα, όταν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν την τρέλα όχι πλέον ως ένα ιδιαίτερο τύπο κοινωνικής ανομίας αλλά ως ασθένεια, η μεταχείριση της θα αποδοθεί στους επιστήμονες ιατρούς και οι ψυχασθενείς θα μεταφερθούν από το υπόγειο των Κεντρικών Ενωματιών στο Άσυλο Φρενοπαθών Μοσχάτου, το πρώτο ιδρυθέν από το ελληνικό κράτος. Η εξέλιξη αυτή θα αποδείξει ότι ούτε ο βολονταρισμός των Βαυαρών, που είχε εισαγάγει στο μεταξύ τον ν. ΨΜΒ, ούτε η ανέξοδη πρόσκτηση του Φρενοκομείου Κερκύρας, ούτε οι παρεμβάσεις των ομογενών ευεργετών και των κοινοτικών αρχόντων, που είχαν ιδρύσει διάφορα φιλανθρωπικά φρενοκομεία (Δρομοκαΐτειο, Αιγινήτειο, Ερμούπολης), είχαν καταφέρει έως τότε να εισαγάγουν και την γνώση των Δυτικών που τα συνόδευε, με αποτέλεσμα η γνώση αυτή να μην είχε καταφέρει ποτέ να ενσωματωθεί και να αποτελέσει τμήμα της αντίληψης και πρακτικής των ντόπιων πληθυσμών της ελληνικής κοινωνίας.

Το Άσυλο Φρενοπαθών Μοσχάτου μετασχηματίζεται σταδιακά στο γνωστό σε όλους μας Δαφνί, το Φρενοκομείο των φτωχών, στο οποίο πολύ γρήγορα σωρεύονται χιλιάδες ψυχές. Ολοι οι άνθρωποι αυτοί, που συνωθούνται στο Δαφνί, μοιραζόμενοι ανα δύο ή ακόμα και ανα τρείς ένα κρεβάτι, δεν αποτελούν τίποτα άλλο από το “έρμα” που έπρεπε εκεί να “αποθηκευτεί”, για να μπορέσουν οι οικογένειες τους -χωρίς το υπερβάλλον φορτίο των ψυχοπαθών- να ανελιχθούν και να ενσωματωθούν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Μια πορεία ανέλιξης που σημειώνουν οι πληβείοι στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα, που δεν οφειλόταν μόνο στην επιτυχημένη ατομική συμπεριφορά τους αλλά και στην ύπαρξη κοινωνικών ανακατατάξεων και πολιτικών διεκδικήσεων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που έκανε δυνατή έστω και αργοπορημένα για τη χώρα μας, την εμφάνιση πτυχών του κοινωνικού κράτους.

Λίγο αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, το πολιτικό προσωπικό επιχειρεί να δώσει λύση “στο από μακρού, εις εμφανή οξύτητα, ψυχιατρικόν πρόβλημα εν Ελλάδι” και να αντιμετωπίσει την υπερπληρότητα των υπαρχόντων δημοσίων ψυχιατρείων με τη δημιουργία της Αποικίας Ψυχοπαθών Λέρου, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιεί και τις οικονομικές ανάγκες του νησιού. Οι ίδιοι ιθύνοντες δημιουργούν αργότερα και άλλα, πολλά “Δαφνί”, που τα είπανε Νταού Πεντέλης, Τρίπολη, Πέτρα Ολύμπου κ.α. Σε αυτά τα ιδρύματα εξασκείται η ασυλική ψυχιατρική, μια ψυχιατρική δηλαδή που στοχεύει κυρίως στον έλεγχο της διαταραγμένης συμπεριφοράς με την χρήση πολλές φορές περιοριστικών μέτρων που προσβάλλουν βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μια ψυχιατρική που δεν αντιμετωπίζει ούτε τη πρόληψη αυτών των ασθενειών, ούτε την αποκατάσταση της αναπηρίας που επιφέρουν οι ασθένειες αυτές. Ασκείται μια ψυχιατρική που θεωρεί ότι η σχέση γιατρού-αρρώστου εξαντλείται στην λήψη ιστορικού και την εφάπαξ συνταγογράφηση φαρμάκων, που εκείνο τον καιρό, των πρώτων δεκαετιών ύπαρξης τους, δημιουργούσαν στο μέσο νευροψυχίατρο μια “ιδεολογία” ισχύος έναντι της ασθένειας.

Μια ψυχιατρική που εφαρμόζεται από υπο-εκπαιδευμένους νευροψυχιάτρους, που μπορούν να ασκούν νευρολογία και ψυχιατρική ταυτόχρονα, χωρίς τη συνεργασία των ελάχιστων και ανεπαρκώς εκπαιδευμένων άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας (ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, ψυχιατρικών νοσηλευτών, εργασιοθεραπευτών κλπ).
Το 1973, η Χούντα καταθέτει το νομοθετικό κατασκεύασμα της για να αντικαταστήσει μετά από 111 χρόνια τον ν. ΨΜΒ και να θέσει τον ακούσια νοσηλευόμενο ψυχασθενή κυριολεκτικά εκτός δικαίου, αφήνοντας τον στο έλεος των επιστημονικά υπευθύνων των ψυχιατρείων και των οικείων του. Τον ίδιο καιρό όμως, δίπλα στις παραδοσιακές αυλικές βεβαιότητες, εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνία νέα αξιακά δόγματα, που πίεζαν και διεκδικούσαν μια διαφορετική κατεύθυνση των πραγμάτων. Ήταν η εποχή της γενικότερης ευαισθητοποίησης γύρω από τα πολιτικά και τα ψυχικά, όπου νέες πολιτικές ιδεολογίες αμφισβητούν το παλαιό σύστημα, τό κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διεκδικεί καινοφανή άυλα δικαιώματα, νέα ρεύματα προβληματισμού στον τομέα των ψυχολογικών θεραπειών αντιπροτείνουν δικά τους θεραπευτικά προτάγματα.

Όλα αυτά ανθούν, προσφέροντας διαφορετικές, εναλλακτικές προσεγγίσεις στην παραδοσιακή ασυλική ψυχιατρική, εναντιωμένα πολλές φορές ακόμα και στην ίδια την ψυχιατρική. Πολλές φορές εκείνη την περίοδο, η πρόοδος εμφανίστηκε σαν απελευθέρωση από ένα ανεπιθύμητο πλέον παρελθόν, το ψυχολογικό επιχείρησε την εγκατάσταση του σαν προοδευτικότερο του ιατρικού, το γραφείο και το ιατρείο διεκδίκησε μεγαλύτερο χώρο έναντι του ιδρύματος, το αίτημα για εγκατάσταση σχέσης μπέρδεψε ψυχές και σώματα, η ιατρικοποίηση και το ιατρικό μοντέλο πετάχτηκαν πολύ εύκολα στο κάλαθο των αχρήστων. Στην περιρρέουσα αυτή πραγματικότητα των χιλιάδων ανθισμένων λουλουδιών προστίθεται το 1981 και ο διαχωρισμός της ιατρικής ειδικότητας του νευροψυχίατρου και η γένεση δύο άλλων ξεχωριστών ειδικοτήτων: της ιατρικής ειδικότητας του νευρολόγου και της ιατρικής ειδικότητας του ψυχιάτρου.
Το 1982, η τότε ελληνική κυβέρνηση υποβάλλει υπόμνημα στην τότε ΕΟΚ, στην οποία η Ελλάδα είχε ενταχθεί από τον Μάη του 1979, ζητώντας οικονομική βοήθεια για την στήριξη του κοινωνικού τομέα της και ειδικά των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφού πρώτα διερευνά το σύστημα ψυχιατρικής περίθαλψης της χώρας καταλήγει το 1984 ότι «Με λίγες εξαιρέσεις, το επίπεδο της περίθαλψης στα Δημόσια Ψυχιατρεία στην Ελλάδα είναι απαράδεκτο. Αυτό το ακατάλληλο σύστημα περίθαλψης, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της παραμέλησης δεκαετιών».

Λίγο αργότερα, η ΕΟΚ επιβάλλει την αναμόρφωση του νομικού πλαισίου της ψυχικής ασθένειας, με αποτέλεσμα να ψηφισθεί ο ν. 2071/92, που αποτελεί τον νόμο που ισχύει έως σήμερα (αφού ένα σ/ν που κατατέθηκε το 2019 από Επιτροπή εμπειρογνωμόνων στη Βουλή και εισήχθη σε διαδικασίες διαβούλευσης δεν ευτύχησε της τελικής ψήφισης του λόγω πολιτικών εξελίξεων). Από τα μέσα πάντως της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να τίθενται σε εφαρμογή τα έξωθεν επιβαλλόμενα και χρηματοδοτούμενα προγράμματα μεταρρύθμισης της ελληνικής ψυχιατρικής (η λεγόμενη “ψυχιατρική μεταρρύθμιση”), προγράμματα που έκτοτε συνεχίζουν να εξυπηρετούνται, 35 χρόνια τώρα, επιμόνως, με σκοπό να συγκλείσουν επιτέλους την απόσταση που χώριζε την ελληνική από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή πρακτική.

Σήμερα, το ποσοστό του πληθυσμού που εκτιμάται ότι θα νοσήσει από ψυχιατρικές ασθένειες κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του αγγίζει το 25%, δηλαδή περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Οι πιο συχνές ψυχιατρικές νόσοι περιλαμβάνουν τις διαταραχές άγχους, τις σωματόμορφες διαταραχές, τις διαταραχές λόγω χρήσης ουσιών, τη κατάθλιψη, τη άνοια, τη σχιζοφρένεια, κ.α. Οι άνθρωποι που θα εμφανίσουν ψυχιατρικά συμπτώματα μπορούν να απευθυνθούν πλέον για εξέταση στην ΠΦΥ (στα ιατρεία των ελευθεροεπαγγελματιών ψυχιάτρων ή στα δημόσια Κέντρα Ψυχικής Υγείας και τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία των Νοσοκομείων) όπου οι ιατρικές τους καταστάσεις θα προσπελαστούν διαγνωστικά και αν κριθεί ότι χρειάζονται, θα λάβουν τη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Αν πάλι κριθεί σκόπιμο, μπορεί να τους συσταθεί η περαιτέρω εκούσια νοσηλεία τους σε ειδική ψυχιατρική κλινική δημόσιου ή ιδιωτικού Νοσοκομείου, απ’ όπου και αφού λάβουν την θεραπεία τους και υφεθεί η συμπτωματολογία τους, θα γυρίσουν πίσω στη ζωή τους στην κοινότητα τους. Οι ψυχιατρικοί ασθενείς μπορούν επίσης σε επείγουσες καταστάσεις να αντιμετωπισθούν στο ψυχιατρικό τμήμα του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών των Νοσοκομείων, όπως και να χρειασθούν άμεση ακούσια βραχύχρονη νοσηλεία σε Ψυχιατρική Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας των νοσοκομείων, υπό καθεστώς πλήρους δικονομικού ελέγχου που εγγυάται την αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα του ασθενούς όσο χρόνο αυτή διαρκέσει.

Οι ψυχιατρικοί ασθενείς επίσης θα μπορούσαν να εξεταστούν σε ειδικές Μονάδες που υπάρχουν για να αντιμετωπίσουν ειδικά ζητήματα και καταστάσεις, όπως είναι οι Μονάδες Πρώιμης Παρέμβασης στη Ψύχωση, οι Μονάδες Εξέτασης Νοητικών Λειτουργιών και Άνοιας, το Ειδικό ιατρείο για Διαταραχή ελαττωματικής προσοχής / υπερκινητικότητας και για Νευροαναπτυξιακές διαταραχές ενηλίκων /Αυτισμό, το Ειδικό ιατρείο για την ψυχική υγεία της Γυναίκας, το Ειδικό Ιατρείο Συναισθηματικών και Αγχωδών Διαταραχών, το Ιατρείο Μελέτης Ύπνου, τα Ειδικά ιατρεία Διατροφικών Διαταραχών κλπ Ειδικές εξετάσεις που μπορεί να αναζητηθούν είναι εργαστηριακές, ψυχομετρικές, απεικονιστικές, γενετικές ή εξετάσεις ύπνου, για να υποστηρίξουν την κλινική εξέταση και την διάγνωση ή την θεραπεία. Θεραπεία που μπορεί πλέον να είναι φαρμακευτική (χρησιμοποιούνται φάρμακα που επεμβαίνουν στις συνάψεις του εγκεφάλου τροποποιώντας κατά περίπτωση τη λειτουργία τους), ψυχοθεραπευτική από εκπαιδευμένο επαγγελματία ψυχικής υγείας ή άλλη (όπως συμβαίνει με την Φωτοθεραπεία, την Ηλεκτροσπασμοθεραπεία κ.α).

Η χρονιότητα κάποιων ψυχιατρικών νόσων μπορεί να επιβάλλει την συνέχιση της παρακολούθησης του ασθενούς από Μονάδες όπως η Κλινική Λιθίου, η Κλινική Χορήγησης Μακράς Δράσης Αντιψυχωσικών Φαρμάκων, η Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας κλπ. Πάντως, μετά την αντιμετώπιση της οξείας φάσης της νόσου του, ο ψυχιατρικός ασθενής, σαν ένας οποιοσδήποτε άλλος ασθενής (που μπορεί να εργάζεται ως καθηγητής, εφοριακός, στρατιωτικός ή ιερέας κ.α.) θα επιστρέψει στην εργασία του, στην οικογένεια του και στην κοινότητα του, συνεχίζοντας την ζωή του.
Διακόσια χρόνια μετά την έναρξη των προσπαθειών για μετατροπή μιας μικρής οθωμανικής επαρχίας σε Ελληνικό κράτος, οι ασθενείς που πάσχουν από ψυχιατρικές διαταραχές σε αυτή την νεότερη ευρωπαϊκή Ελλάδα, προστατευμένοι πλέον από ένα πολύ ισχυρότερο θεσμικό και κοινωνικό πλέγμα προστασίας και διαθέτοντας μια ασύγκριτα μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα, θα αντιμετωπίσουν το ιατρικό τους πρόβλημα με πολύ μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας, ικανότητας και επιτυχίας από τους προγόνους τους. Οι Έλληνες ψυχίατροι πάλι βρίσκουν πλέον τους εαυτούς τους να εξασκούν την ειδικότητα τους σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον, αλλά συνεχίζουν να επιδιώκουν την επιθυμητή συγχρονία και ισοτιμία με τους υπόλοιπους Έλληνες ιατρούς συναδέλφους τους.

Ακριβώς τα ίδια που απαιτούν και οι Έλληνες ψυχιατρικοί ασθενείς: να αντιμετωπίζονται όπως οι άλλοι ασθενείς!

Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα βιβλίο που απευθύνεται σε όλους, όντας προορισμένο να ενισχύσει την εθνική και προσωπική αυτογνωσία μας. Γραμμένο με γλώσσα απλή, με σαφήνεια και καλαισθησία εμπλουτίζει την γνώση του αναγνώστη, απομειώνοντας κατ’ αναλογία το στίγμα της ψυχικής αρρώστιας. Γιατί είναι γνωστό ότι βλέπουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε και δεν αναγνωρίζουμε ό,τι βλέπουμε.