Μαζί με την είσοδο του νέου έτους μας ήρθαν και οι απροσδόκητες και έντονες καιρικές ανατροπές και αναστατώσεις που προκάλεσαν μεγάλες ζημιές που σάρωσαν τη χώρα μας και οι μετεωρολόγοι λόγω της σφοδρότητάς τους ονόμασαν «Τυφώνα Υπατία». Συνειρμικά και συμβολικά έρχεται στο νου μας ο πνευματικός τυφώνας και οι αναταράξεις που προκάλεσε η πραγματική Υπατία, η λόγια και φιλόσοφος Αλεξανδρινή γυναίκα με την πνευματικότητά της και την ερευνητική της δράση, η ανασύνθεση της οποίας επιχειρείται με το παρόν άρθρο.
Η Υπατία γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου περί το 355 μ.Χ, στην πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των φιλόκαλων Πτολεμαίων και δεν ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια. Απεβίωσε περί το 415 μ.χ. Πατέρας της ήταν ο Θέων, ένας από τους επιφανέστερους μαθηματικούς και φιλοσόφους της Αλεξάνδρειας και αδελφοί της ήταν ο Αθανάσιος και ο Επιφάνιος, μαθηματικοί και φιλόσοφοι και αυτοί. Κοντά στον πατέρα της σπούδασε μαθηματικές επιστήμες και φιλοσοφία και ταχύτατα αναδείχθηκε ανώτερη από αυτόν. «Την δε φύσιν γενναιοτέραν του πατρός ούσα ουκ ηρκέσθη τοις διά των μαθημάτων παιδεύμασιν υπό τω πατρί», όπως λέγει ο Σουίδας, αλλά για να τελειοποιήσει τις γνώσεις της μετέβη στην Αθήνα, την πόλη της Παλλάδος, «προς αναζήτησιν των ζωοποιών ναμάτων», όπου λειτουργούσε ακόμη η «Ακαδημία», το «Λύκειον» και η «Ποικίλη Στοά», ενώ στην Αλεξάνδρεια η Αλεξανδρινή Σχολή είχε περιέλθει σε μαρασμό μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ιουλιανού.
Στην Αθήνα δίδασκε τότε ο Αθηναίος φιλόσοφος Πλούταρχος ο γιος του Νεστωρίου, ο οποίος συγκρότησε περιορισμένο, εκλεκτό, μυημένο και ευάριθμο ακροατήριο και δίδασκε θρησκευτικά και φιλοσοφικά μαθήματα. Εκεί η Υπατία απέκτησε γνώσεις εγκυκλοπαιδικές και φιλοσοφικές και τελειοποίησε την ευγλωττία της, ενώ ταυτόχρονα είχε διδάξει δημόσια μαθήματα με πλήθος ακροατών από όλες τις κοινωνικές τάξεις, η δε φήμη της εξαπλώθηκε παντού και υπερακόντισε και αυτή του διδασκάλου της Πλούταρχου.
Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια βρήκε μια πόλη σε κατάπτωση, αφού τα τρία πνευματικά κέντρα των Πτολεμαίων, «Η Βιβλιοθήκη» και το περίφημο «Μουσείον», ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της ελληνικής σκέψης, είχαν καταστραφεί, βοηθούντος σ’ αυτό και του επσκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, στον οποίο απέδωσαν το προσωνύμιο «ο Αμφαλλάξ» το δε «Σεραπείον» είχε κλειστεί το 391 με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ενώ το 529 ο Ιουστινιανός έκλεισε με διάταγμά τη Σχολή των Αθηνών, έτσι ώστε «μηδείς διδασκέτω εν Αθήναις φιλοσοφίαν».
Κατά το τέλος του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα η Αλεξάνδρεια συνιστούσε έναν «ελεύθερο στίβο όπου συγκρούονταν τα διάφορα δόγματα, μαίνονταν οι αιρέσεις, οι θρησκευτικές διαμάχες, οι φιλοσοφικές έριδες και οι συζητήσεις».
Στη διδασκαλία της η Υπατία είχε αξιοποιήσει τη φιλοσοφική παρακαταθήκη από τον Σωκράτη έως τον Πλωτίνο, εμβαπτισμένη με την «ποικιλόχρουν μορφήν της πυθαγορικής επιστήμης, των πλατωνικών ιδεών και του αριστοτελικού συστήματος, ηνωμένων μετά του ανατολικού συμβολισμού του Πλωτίνου». Το έργο και η διδασκαλία της ήταν πολυποίκιλη και περιελάμβανε μεγάλη έκταση θεμάτων, αξιοποιώντας τη διαλεκτική μέθοδο τόσο για τον ορατό, όσο και για τον αόρατο κόσμο. Στη μεταφυσική επεξέτεινε τις ιδέες του Σωκράτη και του Πλάτωνα περί Θεού, περί δημιουργίας και περί μεθέξεως. Στην ψυχολογία εμφύτευσε στη φύση το στοιχείο των αναβαθμών και της έκτασης, ως μέσο προσέγγισης του πλάσματος με τον «ποιητήν». Στην ηθική δογμάτιζε τον σεβασμό και την εκπλήρωση του καθήκοντος μέχρι θανάτου και τις αρετές τις διάκρινε σε δύο είδη: α) τις πολιτικές που είναι η γενναιότητα, η σωφροσύνη και η φρόνηση και β) σε ψυχικές που είναι η δικαιοσύνη και η μάθηση.
Στις δημόσιες διδασκαλίες της προσέτρεχε πλήθος μαθητών, που θαύμαζαν το ολοκληρωμένο πρότυπο ζωής, την ευγλωττία της, την τέλεια σωματική αρμονία και την σπάνια ομορφιά της, με αποτέλεσμα η Αλεξάνδρεια να μετατραπεί σε πρωτεύουσα του κόσμου. ο σεβασμός, τον οποίο ενέπνεε στους μαθητές και στο λαό της Αιγύπτου και η πνευματική της ακτινοβολία ήταν οι κύριοι λόγοι για να την αποκαλούν «ουχί Υπατίαν, ουχί δε και φιλόσοφον Υπατίαν, αλλά «την Φιλόσοφον». Στη Σχολή της η Υπατία δίδασκε μαθηματικά, φυσική, αστρονομία και γεωμετρία και γι’ αυτό είχε αποκληθεί «Υπατία η γεωμετρική», μεταφυσική και οντολογία.
Η διδασκαλία της Υπατίας είχε προσελκύσει έναν σημαντικό αριθμό νέων, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, οι οποίοι δημιούργησαν μια κοινότητα, όπου αισθάνονταν σαν μία οικογένεια, στάση που συμφωνεί με τις γεωμετρικές αρχές του Ευκλείδη τις οποίες δίδασκε και μία εκ των οποίων αναφέρει ότι «τα τρίτω τινί ίσα και αλλήλοις ίσα», υπενθυμίζοντας τη γνώμη του Πυθαγόρα ότι οι φίλοι μοιράζονται τα πάντα, αφού φιλία σημαίνει ισότητα. Τους αποκάλυπτε την «ιερή» αίσθηση της φιλοσοφικής έρευνας, ως γνήσια καθηγήτρια των μυστηρίων της φιλοσοφίας. (γνήσια καθηγήμων των φιλοσοφίας οργίων) και οι μαθητές της αισθάνονταν σαν οι εκλεκτοί της μοίρας, σαν τυχερή ομάδα που απολάμβανε τις θαυμαστές ομιλίες της, ή ακριβέστερα τη θεϊκιά γλυκιά φωνή της εισήγαγε αυτούς στη μελέτη των κρυφών μαθηματικών –αστρονομικών μυστηρίων, γεγονός που μετέτρεψε το σπίτι της σε χώρο συγκέντρωσης της Αλεξανδρινή διανόησης.
Με τη μεθοδολογία αυτή απελευθέρωνε εικόνες και συναισθήματα που οδηγούσαν τους μαθητές της σ’ αυτό που ονόμαζαν «ένωση με το θείο», κάτι που απαιτούσε τεράστια γνωστική προσπάθεια και ηθική τελειότητα. Τα μαθήματα γινόταν είτε στο σπίτι της, είτε στις αίθουσες διαλέξεων της Αλεξάνδρειας, η ίδια δε ήταν «εντρεχής και διαλεκτική εν τοις λόγοις, περιβαλλομένη τον φιλοσοφικόν τρίβωνα η γυνή, διά μέσου του άστεως ποιουμένη τας προόδους, εξηγείτο δημοσία τοις ακροάσθαι βουλομένοις ή τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλην ή τα άλλου ότου δη των φιλοσόφων». Μεταξύ των μαθητών της συγκαταλέγονται ο έπαρχος της Αλεξάνδρειας Ορέστης, ο διάσημος σοφιστής Τρωίλος και ο μέγας φιλόσοφος Συνέσιος. Στην καθημερινότητα της μέχρι το τέλος της ζούσε ασκητικά, φερόταν πάντα κόσμια, έδειχνε αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια και δίδασκε την αρετή της φιλανθρωπίας. Διακρινόταν επίσης για το ανεξάρτητο πνεύμα της και τον ετοιμόλογο χαρακτήρα, εκφραζόταν με ελευθεροστομία και χωρίς ενδοιασμούς και ο πνευματικός ηγέτης του ελληνόφωνου στοιχείου της Βόρειας Αφρικής την ονομάζει «μητέρα, αδελφήν, διδασκάλισσα…και άπαν ό,τι τίμιον και πράγμα και όνομα».
Η Υπατία διακρινόταν και για την σπουδαία συγγραφική της δράση. Έγραψε ένα εκτενές υπόμνημα στα μαθηματικά του Διόφαντου του Αλεξανδρέα, (περίφημος Έλληνας μαθηματικός του 3ου μ.χ αι.), ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο δύσκολους μαθηματικούς, έγραψε «Υπόμνημα στα Κωνικά Απολλώνιου του Περγαίου» (τριγωνομετρία), σπουδαίος Μικρασιάτης γεωμέτρης του 3ου-2ου αι. π.χ, «Υπόμηνμα εις τον αστρονομικόν κανόνα (κανόνα βασιλειών) του Πτολεμαίου (κορυφαίος Αιγύπτιος επιστήμονας του 2ου αι. μ.Χ. Θεωρείται ότι οι εκδόσεις της Αλμαγέστης και του Προχείρου Κανόνος που κυκλοφορούν σήμερα είναι πιθανόν να τακτοποιήθηκαν και να προετοιμάστηκαν από την Υπατία, Από τα φιλοσοφικά της έργα δεν σώζεται κανένα.
Οι καταληκτικές της γνώσεις και η προσωπικότητά της δημιούργησαν φανατικούς θαυμαστές και φανατικούς, αλλά και μοχθηρούς αντιπάλους και μεταξύ αυτών ήταν και πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος Α’ που κατηγορούσε την Υπατία λέγοντας ότι οι ελεύθερες πνευματικές της εκδηλώσεις δεν συμβιβάζονται με τα ευαγγέλια και τη διδασκαλία των εκκλησιαστικών πατέρων και επίσης ότι ήταν η αιτία της μη συμφιλίωσής του με τον έπαρχο Ορέστη. Η αφορμή για την κατακρεούργηση της Φιλοσόφου επήλθε όταν ο επίσκοπος Κύριλλος προέβη σε απηνή διωγμό του εβραϊκού στοιχείου της Αλεξάνδρειας, προκαλώντας γενικότερη εξέγερση, παρά τις αντίθετες θέσεις του έπαρχου Ορέστη, υποδαυλίζοντας έτσι τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία στην πόλη.
Ένας ακόμη λόγος που υποδαύλιζε το μίσος του Κύριλλου εναντίον της Υπατίας ήταν η διδασκαλία των μαθηματικών της, καθόσον εκείνη την εποχή τα μαθηματικά ταυτίζονταν με την αστρολογία και τη μαγεία και το ενδιαφέρον της Υπατίας για τα μαθηματικά υπήρξε η αφορμή για να κατηγορηθεί για μαγεία και να θανατωθεί. Στην προσπάθειά του ο Κύριλλος βρήκε συμμάχους τους φανατισμένους μοναχούς της Νιτρίας (δυτικά του Νείλου) για να απαλλαγεί και από τον Ορέστη και από την Υπατία. Το αποτρόπαιο έγκλημα το ολοκλήρωσε μια φανατισμένη ομάδα των λεγομένων «παραβολάνων», δηλαδή Αλεξανδρινοί νοσοκόμοι που αποτελούσαν σωματείο και στρατιωτικό σώμα υπό την άμεση επίβλεψη του Κύριλλου. Όπως μαρτυρείται από τον Σωκράτη τον Σχολαστικό και την Ιωάννη Μαλάλα «παρρησίαν λαβόντες υπό του Επισκόπου (Κύριλλου) οι Αλεξανδρείς έκαυσαν φρυγάνοις αυθεντήσαντες Υπατίαν την περιβόητον φιλόσοφον, περί τα μεγάλα εφέρετο».
Το φανατισμένο πλήθος την μετέφερε στην εκκλησία που ήταν στο όνομα του Καισαρίου, έσκισαν τα ρούχα της και τη σκότωσαν με θραύσματα αγγείων (οστράκοις ανείλον), ύστερα έσυραν το πτώμα της έξω από την πόλη, όπου το παρέδωσαν στην πυρά. Η μορφή και το έργο της Υπατίας περιγράφονται εύγλωττα μέσα από το κινηματογραφικό έργο με τίτλο «Αγορά».
Μελετητές του θρύλου της Αγίας Αικατερίνης έχουν παρατηρήσει ότι η ιστορία της (8ος αιώνας περίπου) περιέχει χαρακτηριστικά που προέρχονται από τη βιογραφία της Υπατίας, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν διαδεδομένη μια τέτοιου είδους σύγκριση, όσον αφορά τη θρυλική Αγία Αικατερίνη και την ιστορική Υπατία.
Στη διάρκεια της Νεοπλατωνικής περιόδου συναντάμε ένα μεγάλο αριθμό γυναικών φιλοσόφων, όπως η Χιόνη και η Τζέμινα, Ρωμαίες δεσποινίδες προστατευόμενες του Πλωτίνου στη Ρώμη, η Αμφίλεια που παντρεύτηκε το γιο του φιλοσόφου Ιάμβλιχου, η Μαρκέλλα, σύζυγος του Πορφυρίου, η επιβλητική Σωσιπάτρα, που δίδαξε φιλοσοφία στην Πέργαμο, η Ασκληπιγένεια, κόρη του φιλοσόφου Πλούταρχου, σύγχρονη της Υπατίας και διδασκάλισσά της στην Ακαδημία της Αθήνας και πολλές άλλες.
Ας μη θεωρήσει κανείς ότι η θέση και η εικόνα της γυναίκας στην κοινωνία και την εκπαίδευση της εποχής εκείνης ήταν καλή και τούτο αποδεικνύεται από τα λόγια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (398-404): «Η γυναίκα είναι ένα αναγκαίο κακό, ένας πειρασμός της φύσης, μια επιθυμητή καταστροφή, ένας κίνδυνος στο σπίτι μας, μια θνητή και φθαρτή γοητεία, ια καλυμμένη μάστιγα (του διαβόλου)».