Γράφει ο Νίκος Μπιλανάκης *
Γιατί η ιστορία διδάσκει.
Και μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε με περισσότερη γνώση, σοφία και αποτελεσματικότητα, την τωρινή απειλή της πανδημίας του covid-19.
Και συνεισφέρει στο πάψιμο των μυθευμάτων, του αρνητισμού και της συνωμοσιολογίας κλπ, που απειλούν την δημόσια υγεία. Γιατί, όταν δοθούν στους ανθρώπους επαρκείς πληροφορίες, αυτοί μπορούν να τις μετατρέψουν σε γνώσεις και τις γνώσεις σε σοφία.
Ο θάνατος στην εποχή του κορωνοιού
Σήμερα θα μιλήσουμε για ένα βαρύ και μη δημοφιλές θέμα, τον θάνατο και τις κοινωνικές και πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες την εποχή του κορωνοιού. Το οφείλουμε σε αυτούς που πέθαναν, στους δικούς τους ανθρώπους, στην μνήμη μας και στον πολιτισμό μας. Σαν οφειλόμενος αποχαιρετισμός!
Ο θάνατος στις μέρες της πανδημίας μοιάζει διαφορετικός απ’ ότι μέχρι τώρα γνωρίζαμε. Κατ’ αρχήν γιατί οι θάνατοι στις μέρες αυτές είναι μαζικοί. Οι πολλαπλοί και ταυτόχρονοι θάνατοι που οφείλονται στον κορονοιό τείνουν να απομειώσουν με κάποιο τρόπο τον μοναδικό χαρακτήρα που έχει πάντα ο θάνατος ενός εκάστου από εμάς. Αυτό βέβαια δεν ισχύει για τους οικείους του θανόντα, αφού για αυτούς δεν αλλάζει τίποτα σε ό,τι αφορά τη σημασία του ανέκλητου γεγονότος. Όταν όμως π.χ. στο Μπέργκαμο οι αναγγελίες θανάτου που συνήθως καταλάμβαναν μία σελίδα στην εφημερίδα, έφτασαν να χρειάζονται πλέον τριάντα σελίδες ή όταν στην Ελλάδα του σήμερα έχουν ήδη χαθεί πάνω από 6.000 άνθρωποι μόνο από τον κορωνοιό, τότε για το κοινωνικό σύνολο αλλάζει η αξιολόγηση του καθενός από αυτούς τους θανάτους. Προφανές είναι ότι, μέσα στον ζόφο των χιλιάδων θανάτων που έχουν συμβεί, κάθε θάνατος ξεχωριστά δεν προκαλεί πιά ιδιαίτερη αίσθηση. Αλλά αν σκεφτούμε ότι υπό κανονικές συνθήκες και ένα θανατηφόρο τροχαίο θα μπορούσε να ήταν είδηση και στην εποχή του κορονοιού έχουμε επιδοθεί στην καταμέτρηση χιλιάδων πλέον θανάτων!
Ένα άλλο στοιχείο που κάνει μεγάλη την διαφορά του τώρα από παλαιότερα, είναι ότι ο θάνατος από τον κορωνοϊό βιώνεται μοναχικά, τόσο για τον άνθρωπο που “φευγει”, όσο και για όσους αφήνει πίσω του. Ο θάνατος -όπως και ο έρωτας- ήταν βέβαια από πάντα μια μοναχική υπόθεση. Αλλά, τουλάχιστον παλαιότερα ο άρρωστος άνθρωπος μέχρι να “φύγει” έπαιρνε τα χάδια της φροντίδας των οικείων του, την παρηγοριά των αγγιγμάτων τους και των βλεμμάτων τους, τον αποχαιρετισμό των ακροδακτύλων τους την κρίσιμη στιγμή. Τώρα, κάθε ένας εκεί στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας είναι μονάχος, χωρίς συγγενείς και δικούς του να τον επισκέπτονται, σιωπηλά συνδεδεμένος καθένας με τον αναπνευστήρα του σε μια τεράστια μηχανική καρδιά που μοιράζει μονάδες ζωής στον καθένα ανάλογα με τα γραμμένα της μοίρας του, περιμένοντας στην σιωπηλή μοναξιά του το άνοιγμα των χαρτιών της μοίρα του καθενός. Και αν τα χαρτιά δείξουν θάνατο, αυτός θα ‘ρθει σιωπηλός, μοναχικός, ερημικός.
Αλλά και για τους οικείους του θανόντα, η μοναξιά του θανάτου του είναι επίσης βαρειά. Η απώλεια βιώνεται κατά μόνας, χωρίς συμπαράσταση από τον ευρίτερο περίγυρο, με την εξαίρεση των συλληπητηρίων ιντερνετικών μηνυμάτων. Στην εποχή του κορωνοιού, λόγω του κινδύνου της μόλυνσης, δεν γίνονται επισκέψεις στο σπίτι και ελάχιστα άτομα επιτρέπεται να πάνε στην κηδεία. Στην Ελλάδα (και όχι μόνο), που όλα τα ταφικά έθιμα είναι συλλογικά, μαζευόμαστε στο σπίτι του θανόντος, τον ξενυχτάμε, τον συνοδεύουμε όλοι μαζί στο νεκροταφείο, μετά πάμε για την ψαρόσουπα και αυτό το «όλοι μαζί», που εμπεριέχει όχι μόνο τους συγγενείς αλλά και τούς φίλους,τους συναδέλφους, τους γείτονες, τους συχωριανούς., μας καταπραύνει ως ένα βαθμό τον πόνο και διευκολύνει την αντιμετώπιση του πένθους. Βιώνοντας τον θάνατο, που αποτελεί καταλυτικής σημασίας γεγονός για την ίδια την ζωή, με τρόπο συλλογικό, βοηθιόμαστε να ενσωματώνουμε τον θάνατο στη ζωή, ενδυναμώνουμε την αξία της ίδιας της ζωής. Και όλο αυτό είναι πολιτισμός. Πολιτισμός είναι το «εμείς» στη ζωή και στο θάνατο, πολιτισμός είναι τα ταφικά μας έθιμα.
Πώς άραγε επέδρασαν οι προηγούμενες επιδημίες στα ταφικά έθιμα; Ας ξεκινήσουμε την ιστορική περιήγηση μας από το μεσαιωνικό Λονδίνο λίγο πρίν πληγεί από την Πανώλη. Τότε, οι άνθρωποι εκεί, αλλά και παντού στη Δύση, ήταν συνηθισμένοι να ζούν περιτριγυριζμένοι από νεκρούς. Η εκκλησία βρίσκοταν στο κέντρο της ζωής και τα κοιμητήρια δίπλα στις εκκλησίες αποτελούσαν κοινόχρηστους χώρους, που χρησίμευαν περισσότερο σαν λαϊκές αγορές και σαν πάρκα. Η εμφάνιση της Μαύρης Πανώλης το φθινόπωρο του 1348, τα άλλαξε όλα αυτά. Τα δεκάδες χιλιάδες νέα πτώματα δεν μπορούσαν πλέον να ενταφιαστούν στους υπάρχοντες ταφικούς χώρους και υπήρξε μεγαλη ανάγκη επέκτασης τους. Ο τότε Επίσκοπος του Λονδίνου αγόρασε μια περιοχή και αργότερα αγοράστηκε και άλλη γή, πιό έξω και απομακρυσμένα από τον χώρο που ζούσε μεχρι τότε η κοινότητα, για να ενταφιαστούν εκεί οι εκατοντάδες νεκροί. Ο θάνατος των ανθρώπων, έτσι, που άλλοτε ήταν το αναπόφευκτο τέλος μιας καλής χριστιανικής ζωής και που παρά το τέλος, συνέχισε να συντροφεύει τις ζωές των οικείων τους, τώρα είχε μετατραπεί σ’ ένα επίφοβο γεγονός που χτυπούσε χωρίς προειδοποίηση και έδιωχνε μακριά από την κοινότητα τον νεκρό.
Η επιδημία Ισπανικής Γρίπης την περίοδο 1918-1919 σε παγκόσμιο επίπεδο οδήγησε στο θάνατο 30-50 εκατομμύρια ανθρώπους. Στο αποκορύφωμα της πανδημίας Ισπανικής Γρίπης, οι πολλοί και με ταχείς ρυθμούς αυξανόμενοι θάνατοι κατέβαλαν τους εργάτες των κοιμητηρίων (πολλοί εκ των οποίων είχαν επιμολυνθεί), εξάντλησαν τις προμήθειες σε φέρετρα αλλά και τους χώρους ταφής. Τα νεκρά σώματα παρέμεναν άταφα στα σπίτια των συγγενών καθώς εκείνοι έψαχναν εναγωνίως το σχεδόν μη επιτεύξιμο, δηλαδή έναν πρόθυμο εργάτη κοιμητηρίου, ένα προσιτό αλλά «αξιοπρεπές» φέρετρο και έναν έτοιμο τάφο. Οι μαζικοί τάφοι αλλά και οι οικογένειες που έσκαβαν, ανοίγοντας τάφους μόνες τους υπονόμευσαν την επικρατούσα τότε αίσθηση της ευπρέπειας του θανάτου και της ίδιας της ζωής.
Στην περίπτωση του ιού Εμπολα στη Δυτική Αφρική, δεν ήταν τόσο ο αριθμός των νεκρών, όσο ήταν η φύση του ίδιου του ιού που κατέστησε αναγκαία την αλλαγή των ταφικών τελετουργικών. Αντίθετα με άλλες ασθένειες, όπως είναι η πανώλη και η ισπανική γρίπη, ο Έμπολα είναι εξαιρετικά μεταδοτικός μέσω της ανθρώπινης επαφής μετά τον θάνατο ενός ατόμου. Τα μέχρι τότε παραδοσιακά ταφικά έθιμα στη Δυτική Αφρική, που προέβλεπαν την ενασχόληση των συγγενών με το πλύσιμο, το άγγιγμα και τον ασπασμό των σωμάτων των νεκρών αγαπημένων προσώπων τους, αύξανε σημαντικά τις πιθανότητες μετάδοσης. Έτσι αρχικά, αποφασίσθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), οι εργαζόμενοι στα συνεργεία διάσωσης, με ειδικές στολές, να μεταβαίνουν στις πληγείσες περιοχές και να μεταφέρουν σε άλλους χώρους τα νεκρά σώματα για ταφή ή αποτέφρωση, επιδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ελάχιστο σεβασμό στις συνήθεις ταφικές πρακτικές. Αυτό δεν έγινε όμως αποδεκτό από τις ντόπιες κοινότητες και οδήγησε σε έλλειψη συνεργασίας και αντεγκλήσεις. Έτσι, ο ΠΟΥ σε συνεργασία με άλλους οργανισμούς κατέληξαν σε ένα βελτιωμένο πρωτόκολλο για την ταφή των θυμάτων του Έμπολα, που αποσκοπούσε και σε «ασφαλείς ταφές» (υποχρεωτική στολή προστασίας, ψεκασμός της περιοχής με διάλυμα χλωρίου συγκέντρωσης 0,5%, τοποθέτηση του σώματος σε σάκο διακομιδής πτωμάτων, ψεκασμός με χλώριο ξανά και έπειτα τοποθέτηση σε ένα ακόμα σάκο διακομιδής) αλλά και σε αξιοπρεπείς πρακτικές που θα σέβονταν τις ευαισθησίες των κατοίκων.
Στην Ελλάδα, σήμερα, όλα τα νεκρά σώματα δυνητικά αντιμετωπίζονται ως δυνάμει μολυσματικά. Αν και τα περισσότερα παθογόνα δεν μεταδίδονται από νεκρά σώματα σε υγιή άτομα, κάποια από αυτά μπορεί να μεταδοθούν μέσω επαφής με βιολογικά υγρά ή ιστούς του νεκρού σώματος. Με στόχο την ελαχιστοποίηση της μετάδοσης επιβεβαιωμένου ή όχι μεταδοτικού νοσήματος, η διαχείριση των νεκρών σωμάτων πρέπει να γίνεται πάντα με αυστηρή τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας, που είναι πάνω-κάτω παρόμοια με αυτά που είχαν υιοθετηθεί στην περίπτωση του Εμπολα, επιπροστιθεμένων του περιορισμού του αριθμού των παρισταμένων στην ταφή, της απαγόρευσης των ασπασμών, της απαγόρευσης των μνημοσύνων κλπ. Και της ταφής τους σε ιδιαίτερους χώρους, μακριά από αυτούς που αποδίδονται σε όλους τους άλλους.
Στην εποχή μας δεν δίνουμε μόνο μάχη για να παραμείνουμε ζωντανοί αλλά δίνουμε επίσης μάχη για τίς αξίες του πολιτισμού μας. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε σταθερές τις βασικές αξίες που διέπουν τα ταφικά μας έθιμα. Να κρατήσουμε ζωντανό το «εμείς», ακόμα και όταν συμβεί το αναπόφευκτο, ο θάνατος. Και αν τελικά η προσαρμοστική ικανότητα του ανθρώπου στις μεταβαλλόμενες δυστοπικές καταστάσεις κρίνει εν πολλλοίς και την ικανότητα επιβίωσης αυτών των αρχών, εν τούτοις οφείλουμε να έχουμε συνείδηση των αλλαγών που επισυμβαίνουν ούτως ώστε να μη μετατραπούμε από φορείς αξιών και πολιτισμού σε φοβισμένα αγρίμια που κοιτάζουν μόνο την προσωπική επιβίωση τους σε βάρος των άλλων ή των κοινών παραδοχών και της κοινής πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
* Ο Νίκος Μπιλανάκης είναι γιατρός