Συνέντευξη του Μιχάλη Μοδινού στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Να ονειρεύεστε την απόδραση
Ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, δούλεψε ως περιβαλλοντολόγος και μηχανικός σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς και δίδαξε σε ποικίλα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Στο μυθοπλαστικό, τα βιβλία Χρυσή Ακτή, Ο Μεγάλος Αμπάι, Επιστροφή (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Η Σχεδία (Ειδική Διάκριση Επιτροπής Κρατικών Βραβείων, ελληνική υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας), Άγρια Δύση, Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία, Εκουατόρια (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, Βραβείο του περιοδικού Literature) και Το Πλέγμα. Την τελευταία μιάμιση δεκαετία συνεργάζεται ως κριτικός βιβλίου με την εφημερίδα Τα Νέα και ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά.
EΡ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος σας «Παραγουάη» [εκδόσεις Καστανιώτη];
ΑΠ.: Με επισκέφθηκε η Μούσα. Πάντα έτσι γίνεται, από τον καιρό του Ομήρου. Βέβαια η Παραγουάη δεν μου ήταν άγνωστη ως χώρα, μάλιστα διέθετε έναν παλιομοδίτικο εξωτισμό που με γοήτευσε. Είχε προηγηθεί πολλή έρευνα και δύο επιτόπια ταξίδια μέσω του ΟΗΕ, στο πλαίσιο ενός προγράμματος για την παγκόσμια βιοποικιλότητα. Είχα κρατήσει ημερολόγιο και την είχα περιλάβει σε ένα σχετικό δοκιμιακό μου βιβλίο. Ομοίως είχα δουλέψει πολύ στην Καρδίτσα, και ευρύτερα στη Θεσσαλία, τον άλλο πόλο του μυθιστορήματος. Προϋπήρχε επομένως το υλικό, το «είχα μέσα μου» πολύ πριν ξεκινήσω τη συγγραφή. Πέραν τούτου, η εκλογή μου είχε και κάτι αιρετικό. Όπως η Καρδίτσα, τόπος καταγωγής του ήρωα και αφηγητή μου, έτσι και η Παραγουάη όπου τελικώς εγκαθίσταται, δεν θεωρούνται τόποι κατ’ εξοχήν ελκυστικοί ή κλασικά ειδυλλιακοί. Οπότε έβαλα ένα προσωπικό στοίχημα: πώς μυθοποιούνται δύο φαινομενικά μη ελκυστικοί/ τουριστικοί τόποι; Πώς τους κάνεις γοητευτικούς και αισθητικά ανώτερης τάξης;
EΡ.: Ο τίτλος «Παραγουάη», είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
ΑΠ.: Και τα δύο. Η Παραγουάη λειτουργεί κατ’ αρχήν ως όνειρο φυγής, ως το απόμακρο, το αλλότριο, το εξωγενές -κάτι που πρέπει να βιωθεί από τον ήρωα όταν παίρνει την κάτω βόλτα η προσωπική του ζωή και χρεοκοπεί η επιχείρησή του στην καρδιά της ελληνικής κρίσης. Υπάρχει αυτό το στοιχείο σε όλα ίσως τα βιβλία μου. Στην Παραγουάη υπάρχουν κατ’ αρχήν τα στοιχεία του ονείρου μιας νέας ζωής και εντέλει της κατασκευής μιας ουτοπίας. Από την άλλη, έχουμε μια απεικονιστική, υπαρξιακή τοπιογραφία, όπως και μια ανθρωπογεωγραφικού- εθνολογικού τύπου ανάλυση του πραγματικού τόπου με τους κατοίκους του, την οικονομία του, το περιβάλλον του. Επομένως στην αφήγηση η Παραγουάη αναλύεται και ως υπαρκτός προορισμός, με πολυποίκιλη, συχνά αιματοβαμμένη ιστορία, με την ιδιόμορφη φύση του, την αποικιοκρατία, τις πολιτισμικές συγκρούσεις, την γένεση ενός νέου υβριδικού έθνους μέσω της σύντηξης ευρωπαίων εποίκων και γηγενών ινδιάνων Γκουαρανί. Έχουμε μια ιστορική, γεωγραφική ανάλυση που αναμιγνύεται με τη μυθοπλασία. Έτσι προκύπτουν δυο χώρες, δυο εποχές, δυο ήρωες με απόσταση τριών αιώνων μεταξύ τους, που επινοούν ο ένας τον άλλο.
EΡ.: Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε τρεις αφηγηματικούς άξονες. Γιατί διαλέξατε αυτή την τεχνική;
ΑΠ.: Πράγματι, έχουμε τρεις μορφές γραφής που βαίνουν παράλληλα. Στην πρώτη υπάρχει η εξομολογητική αφήγηση του Καρδιτσιώτη γεωπόνου και επιχειρηματία Γαβριήλ ─ πρωτοπρόσωπη και με συχνές απευθύνσεις στον αναγνώστη. Σ’ αυτήν αφηγείται πώς μετά τη χρεωκοπία της επιχείρησής του και τη διάλυση του γάμου του αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Παραγουάη[είναι τα κεφάλαια που έχουν ως πρόταγμα το γράμμα Α (Α1 έως Α7)]. Στη δεύτερη μορφή [κεφάλαια όπου προτάσσεται το γράμμα Β (Β1-Β5)] καταγράφεται σε τρίτο πρόσωπο η πορεία ενός προγόνου του Γαβριήλ, ο οποίος, τρεις αιώνες πριν, ξεκινώντας ως ποιμένας από την Πίνδο, μέσω Ιάσιου, Δούναβη, Μαύρης Θάλασσας και μετά από πολλές περιπέτειες αλλάζει όνομα και επάγγελμα, γίνεται ο ναυτικός Γιωργής Σούρλας και καταφεύγει στις εσχατιές της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, στην Παραγουάη, ως Χόρχε Σούρλα Μπάστος. Εκεί θα υλοποιήσει την πραγματική ουτοπία, ως τον θάνατό του. Τέλος, υπάρχουν δοκιμιακά κεφάλαια με το γράμμα Γ (Γ1-Γ3), που διαφοροποιούνται από τα προηγούμενα, αναφερόμενα με δοκιμιακό λόγοστην εκεί πραγμάτωση ενός είδους πραγματικής ουτοπίας που διήρκεσε πάνω από ενάμιση αιώνα.
Στην αφήγηση του Γαβριήλ, η φωνή επιδίωξα να είναι σύγχρονη, απομυθοποιητική και κοφτή, το ύφος ασθματικό, ειρωνικό, σαρκαστικό ή και αυτοσαρκαστικό, άμεσο και θερμό. Στη δεύτερη και στην τρίτη αφηγηματική γραμμή επέλεξα έναν τόνο πιο ήρεμο, πιο κλασσικότροπο. Ανάμεσά τους υπάρχει βέβαια διαρκής αλληλεπίδραση καθώς ο σύγχρονός μας Γαβριήλ επινοεί την ιστορία του προγόνου του συμπληρώνοντας τα κενά, συσχετίζοντας το ιστορικό παρελθόν με το δικό του παρόν και επαναπροσδιορίζοντας τη θέση και τη ζωή του. Εν τέλει, οι δυο γραφές θέλω να πιστεύω ότι αλληλοσυμπληρώνονται αντιστικτικά, με τη δοκιμιακή να τις γεφυρώνει χρησιμοποιώντας πραγματολογικές αναφορές που ανάγονται στους αιώνες που τις χωρίζουν.
EΡ.: Ο γεωπόνος Γαβριήλ επιλέγει λοιπόν να μεταναστεύσει στην μακρινή Παραγουάη. Πώς πήρε αυτή την απόφαση;
ΑΠ.: Ως κινούν αίτιο των επιλογών του λειτουργεί η εικόνα ενός τζάγκουαρ, που συμβολοποιεί την φυγή προς το άγριο, το ζωντανό, το αισθητικά άρτιο. Με ένα ζωντανό τζάγκουαρ να κλείσει καθαρτήρια το βιβλίο άλλωστε. Πάντως είναι και ο έρωτας,η επιθυμία, που παίζουν το ρόλο τους, στο πρόσωπο μιας Παραγουανής, της Νίλντα. Μαζί της θα πραγματοποιήσει τη προσωπική του ουτοπία ανακαινίζοντας μια φυτεία και οργανώνοντας με τους γηγενείς μια ολόκληρη κοινότητα. Κατά τα άλλα, υπάρχει πάντα το ζήτημα του τυχαίου, του απρόβλεπτου στη ζωή αυτή. Αυτό ενεργοποιεί συχνά την φαντασία και δομεί τα όνειρά μας.
EΡ.: Έτσι λοιπόν κάνει μία εντελώς νέα αρχή στη ζωή του. Είναι εύκολο στην ηλικία του Γαβριήλ να ανοίξει κάποιος ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του;
ΑΠ.: Γιατί όχι; Είναι μόλις σαρανταπεντάρης. Ό, τι πρέπει. Ειδικά αν προέρχεσαι από την χρεωκοπία του τόπου, από το ναυάγιο του κάλπικου οράματος της διαρκούς γκλαμουράτης ανάπτυξης που ζήσαμε. Ή ακόμη αν έχεις ζήσει στο πετσί σου το τοξικό μίσος που βασίλευε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, το κάψιμο του κέντρου της Αθήνας, τις κραυγές των αγανακτισμένων«να καεί να καεί το μπ…έλοη Βουλή». Ωστόσο ο ήρωάς μου αποδρά συνειδητά και προγραμματισμένα. Αλλά το ξανατονίζω, το ερωτικό στοιχείο παίζει καθοριστικό ρόλο στην αφήγηση, όπως επικαθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την πορεία του προγόνου του τον 18ο αιώνα.
EΡ.: Αλήθεια τι γνωρίζει ο μέσος Έλληνας για την Παραγουάη;
ΑΠ.: Μάλλον τίποτε. Η πληροφόρησή μας είναι κολοβή, το ίδιο και η παιδεία μας. Κι αυτό ήταν μια πρόκληση για μένα. Μεταξύ μας, ο μέσος Αθηναίος δεν γνωρίζει καν τον θεσσαλικό κάμπο, πολλώ μάλλον μια δύσκολη, εξωτική χώρα.
EΡ.: Η αμεσότητα του Γκάμπριελ να προσφωνεί τον αναγνώστη και να απευθύνεται σε εκείνον προσωπικά, δίνει στο βιβλίο τη δυνατότητα να συνομιλεί ο ήρωας με τον αναγνώστη;
ΑΠ.: Ακριβώς, σωστά το επισημαίνετε. Εκφράζει τις αμφιβολίες του για την ρότα της αφήγησης, αμφισβητεί μάλιστα ενίοτε τα ίδια του τα λεγόμενα, ερευνώντας τα όρια της γνώσης, αλλά και της αξιοπιστίας της γραφής. Το είχαν κάνει και μεγάλοι προπάτορες, ανάμεσά τους ο Μπωντλαίρ.
EΡ.: Εκτός από συγγραφέας είστε και κριτικός. Πώς τα συνδυάζετε και τα δυο;
ΑΠ.: Το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Παρακολουθώ τις εξελίξεις στην παγκόσμια σκηνή, τροφοδοτούμαι με ιδέες. Ειδικά στη δική μου λογοτεχνία που οι κριτικοί ονόμασαν «κοσμοπολιτισμό», έχει μεγάλη σημασία ο έξω κόσμος και οι σύγχρονες τάσεις.
EΡ.: Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
ΑΠ.: Να ονειρευτούν την απόδραση. Αν όχι από τον τόπο τους, τουλάχιστον από το λαγούμι όπου είμαστε χωμένοι.