Τιμητικό αφιέρωμα στον Κώστα Κρυστάλλη.
Γράφουν οι Ευθύμιος Ρέντζιος και Κατερίνα Σχισμένου.
Από την πέτρα ένας ανθός, άχρονος, λες προβάλλει,
μέσα στο χρόνο κι’ είν’ανθός η εικόνα σου Κρυστάλλη!
Γυρεύει τη φλογέρα σου για να μας ξαναμπάση
στην Ήπειρο, στης λεβεντιάς τη βρυσομάνα πλάση
…………………………………………………………………………………………………..
Κρυστάλλη, το τραγούδι σου στέκουν το ηχολογάνε
και των καιρών το πέρασμα και των ωρών οι γύροι
και το κρατάν αχάλαστο και το κυττάν ως νάναι,
στο κύμα απάνου του ρυθμού, της Άρτας το γιοφύρι
Κωστής Παλαμάς 30 Αυγούστου 1928
Το ποίημα αυτό ολόκληρο διαβάστηκε στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Κρυστάλλη στην Άρτα την Τρίτη του Πάσχα στις 22Απριλίου 1930.
Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο Ιωαννίνων το 1868. Καταγόταν από βλαχόφωνη οικογένεια με πλούσια εθνική δράση και ανήκε στην τάξη των ραφτάδων. Ο προπάππος του Δήμος Κρουστάλλης προσφέρθηκε εθελοντικά μαζί με άλλους ως όμηρος στον Χουρσίτ Πασά, ότι τα χωριά τους δεν θα επαναστατήσουν. Ο παππούς του Κώστας Κρουστάλλης πήρε μέρος ως οπλαρχηγός στο κίνημα του Θοδωράκη Γρίβα. Ο πατέρας του συντηρούσε με έξοδά του επαναστατικό απόσπασμα και στο σπίτι του συνεδρίαζαν οι οπλαρχηγοί της περιοχής. Ο ποιητής ήταν γιος του μεγαλέμπορου τυροκομικών στα Γιάννενα Δημητρίου Κρουστάλλη και της Γιαννούλας Ψαλίδα κόρης του τσέλιγκα του Συρράκου Γάκη Ψαλίδα. Στο Συρράκο ο Κρυστάλλης έζησε μέχρι 12 χρονών που έχασε τη μάνα του. ΄Υστερα κατέβηκε στα Γιάννενα όπου φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή.
Το 1886 δημοσίευσε το πατριωτικό ποίημα Σκιαί του ΄Αδου για το οποίο κυνηγήθηκε από τους Τούρκους. Κυνηγημένος, και έπειτα από πολλές περιπέτειες που περιγράφονται στο διήγημά του ΄΄Το Φυλαχτό’’«….Είδα απ’ εκεί την αγαπημένη μου χώρα γεμάτη ήλιο και κάπου κάπου ανταριασμένη από την πρωινή καταχνιά της λίμνης. Έρριξα κατ’ αυτή στερνή ματιά πνιγμένη στα δάκρυα και είπα και σε λίγο δεν εφαίνετο πλια…Πατρίδα μου φτωχή, γλυκιά πατρίδα! Ποιος ξαίρει αν πάλι θα σε ξαναδω!…», κατέφυγε στην Αθήνα όπου δούλεψε σε τυπογραφεία και στους σιδηροδρόμους, ενώ οι Τούρκοι τον είχαν καταδικάσει σε 25 χρόνια εξορία στη Βαγδάτη της Λιβύης. Όμως στα υπόγεια τυπογραφεία η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί σοβαρά .Ήταν ήδη φυματικός Πήγε στην Κέρκυρα για να γίνει καλά, αλλά πολύ γρήγορα ήρθε στην Άρτα κοντά στην αδερφή του. Εκεί άφησε την τελευταία πνοή του στις 23 Απριλίου 1894 στις 9:30 μόλις 26 χρονών στέλνοντας νοερά έναν συγκινητικό χαιρετισμό στους συγχωριανούς του.
Το άγιο χώμα που πατάς, τα δάση που διαβαίνεις,
τα μαύρα μάτια που κυττάς, τ’ αγέρι π ’ανασαίνεις,
τους ποταμούς τα κρύα νερά ,τα πλάγια τ’ ανθισμένα
και τα βουνά μας τα ισκιερά, Χαιρέτα κι από μένα.
Κακώς ο Κρυστάλλης έχει ταυτιστεί με την απόλυτη φυσιολατρία της ηπειρώτικης μοναδικής φύσης που αποτύπωσε απλόχερα και περιγραφικότατα στη ποίησή του. Πιστεύω πως ήταν περισσότερο ο ποιητής της ελευθερίας, μιας ελευθερίας που ο ίδιος στερήθηκε και αναζητούσε απεγνωσμένα- Πόθοι:
….Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;…
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει,
κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη,
νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου,
τ᾿ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
μία μέρα, ν᾿ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα!…
Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα,
ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει,
πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!…
Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!…
Ήταν πάνω απ΄όλα ένας ποιητής της ελευθερίας και του ελεύθερου πνεύματος που δεν μπορεί ποτέ να φυλακιστεί και με τίποτε. Ένας αδικημένος ποιητής. Πέθανε σα σήμερα εδώ στην πόλη μας όπου υπάρχει και ο τάφος του στις 23 Απριλίου 1894.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!