Ο ναυτικός ανταγωνισμός Ελλάδας Τουρκίας και ο ρόλος των ξένων δυνάμεων

Γράφει ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ

«Κρατάει αιώνια αυτή η κολώνια», όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας. Προς τα τέλη του 1912 η Ελλάδα μαζί με τις άλλες βαλκανικές χώρες προετοιμαζόταν για πόλεμο με την Τουρκία και το αποτέλεσμα αυτού θα έκρινε και την τύχη του Αιγαίου. Γι’ αυτό ο σχεδιασμός του ελληνικού Ναυτικού Επιτελείου ήταν η δημιουργία αξιόμαχου ναυτικού, ικανού, όχι μόνον να ανταγωνιστεί το τουρκικό ναυτικό, αλλά και να το καταναυμαχήσει, μεταβάλλοντας έτσι το status quo στο Αιγαίο.
Ήδη από τη δεκαετία του 1910 η Πύλη είχε αναλάβει ένα φιλόδοξο ναυτικό σχέδιο, με πρόσχημα την προστασία της, αλλά το βαθύτερο αίτιο ήταν να αναχατίσει κάθε εξάπλωση της Ελλάδας στο ανατολικό Αιγαίο. Η υλοποίηση του όμως συνάντησε τις σοβαρές αντιρρήσεις της Βρεττανικής Ναυτικής Αποστολής στην Κωνσταντινούπολη και του Βρεττανικού Ναυαρχείου, που τα αντιμετώπιζε ως πιθανή μελλοντική απειλή για τα βρεττανικά συμφέροντα στη Μεσόγειο, παρά το γεγονός ότι οι Βρεττανοί είχαν αναλάβει τότε την εκπαίδευση του τουρκικού ναυτικού.

Η έναρξη όμως του Βαλκανικού πολέμου ματαίωσε τα σχέδια των Τούρκων και αυτό έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες, με ναύαρχο τον Παύλο Κουντουριώτη, ν’ αναπτυχθεί στο Αιγαίο και να καταλάβει, χωρίς αντίσταση, όλα τα νησιά, μέχρι τα παράλια της Ανατολίας, προωθώντας έτσι την άμυνα της χώρας στο προσκήνιο και προβάλοντας την ικανότητα του Στόλου να αποτρέψει κάθε τουρκικό ρεβανσισμό.
Μετά τη Συνθήκη Ειρήνης της 14 Νοεμβρίου 1913, που ρύθμιζε το ανατολικό Αιγαίο και τα νησιά κοντά στις μικρασιατικές ακτές και με την άκαμπτη και αμετάπειστη επιμονή της Τουρκίας ν’ αποδεχθεί «τετελεσμένα γεγονότα», ο Βενιζέλος αποδέχθηκε (άρθρο 5 Συνθήκης του Λονδίνου της 30 Μαϊου 1913) τη μεσολάβηση των ευρωπαϊκων Δυνάμεων για τη μοίρα όλων των νησιών του Αιγαίου, με εξαίρεση την Κρήτη και την Χερσόνησο του Άθω. Η Τουρκία συναίνεσε, παρά το γεγονός ότι υποστήριζε πως η Ίμβρος και η Τένεδος ήταν απαραίτητα για την άμυνα των Στενών, ενώ τα άλλα νησιά όπως η Χίος και η Μυτιλήνη θεωρούσε ότι αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα της Ανατολίας, απαραίτητο για την άμυνα της τουρκικής ενδοχώρας και γι αυτό έπρεπε να επιστραφούν στους πρώην κατόχους τους.
Μη συναινώντας ο Βενιζέλος στις τούρκικες αξιώσεις, οι δύο χώρες, από το φθινόπωρο του 1913, ετοιμάζονταν για μια νέα αναμέτρηση και προετοιμαζόταν για την αύξηση της ναυτικής τους ισχύος, καθόσον οι Τούρκοι εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την αγορά δύο εξαιτρετικά ισχυρών θωρηκτών, που είχαν ναυπηγηθεί στι ΗΠΑ για λογαριασμό της Αργεντινής. Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων η Τουρκία έψαχνε απεγνωσμένα να βρει ετοιμοπαράδοτα πολεμικά πλοία και προέβη σε σχετικές προτάσεις προς τη Γερμανία για την αγορά ενός βαρέως καταδρομικού, με πανίσχυρα πολυβόλα, που ήταν ενταγμένο στη γερμανική μοίρα της Μεσογείου. Στράφηκαν για τον ίδιο σκοπό και προς τους Ιταλούς για την αγορά ενός θωρακισμένου καταδρομικού, του «Ρisa,» παρόμοιου με τον ελληνικό «Αβέρωφ», αλλά όλες αυτές οι ενέργειες απέβησαν άκαρπες.

Το πλοίο «Rio De Janeiro», από τα πιο σύγχρονα σκάφη, έγινε το «μήλο της έριδος» μεταξύ των δύο κρατών. Η Ελλάδα προσπάθησε να λάβει μέρος στον ανταγωνισμό, αλλά με τα πενιχρά οικονομικά μέσα και με την χαρακτηριστική πολιτική αναποφασιστικότητα, έβλεπε το πλοίο να κατευθύνεται προς την Τουρκία, με την ονομασία «Σουλτάνος Οσμάν», που συνέβαλε στην υπέρβαση, κατά πολύ, της κυριαρχίας έναντι του ελληνικού Στόλου. Για την παγίωση αυτής της υπεροχής της, η Τουρκία παρήγγειλε και ακόμη ένα θωρηκτό, στα βρεττανικά ναυπηγεία, με το όνμα «Μεχμέτ Φατίχ» και έτσι η Τουρκία οδηγούνταν μεθοδικά στην δημιουργία μιας αξιόλογης ναυτικής δύναμης από σύγχρονα σκάφη.
Οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Έπεισαν τη Βρεττανική Ναυτική Αποστολή της Κωνσταντινούπολης να συμφωνήσουν σε ένα πρόγραμμα ραγδαίας ναυπήγησης πολεμικών πλοίων, παρά το γεγονός ότι τώρα το τουρκικό ναυτικό προκαλούσε τον φθόνο των μεσογειακών ναυτικών δυνάμεων.
Η βρεττανική Ναυτική Αποστολή είχε μετακληθεί και στην Ελλάδα για να αναδιοργανώσει το ελληνικό ναυτικό από το 1911 και είχε προτείνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ναυπήγησης βαριών πλοίων και ο Ναύαρχος Tuffnell είχε τη γνώμη ότι η Ελλάδα έπρεπε να αγοράσει αμέσως δύο θωρηκτά τύπου «Αβέρωφ», καθώς και ένα στολίσκο 12 αντιτορπιλλικών, για να δράσει ως ανερχόμενη ναυτική δύναμη στα περιορισμένα όρια του Αιγαίου και το κόστος του προγράμματος ανερχόταν στα 40.000.000 δολλάρια, ποσό που ήταν αδύνατο να εξευρεθεί.

Ενώ είχαν καταφθάσει στην Ελλάδα οι αντιπρόσωποι των αμερικανικών ναυπηγείων για να κλείσουν επικερδή συμβόλια, ο Βενιζέλος συνέστησε επιτροπή για να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα ως αντίρροπο στην τουρκική ναυτική ανάπτυξη, τα αποτελέσματα της οποίας ήταν άκρως απογοητευτικά. Μετά από επανεκτίμηση η επιτροπή αναθεώρησε τα αρχικά σχέδια και αποφάσισε την παραγγελία του θωρηκτού «Σαλαμίς» στα γερμανικά ναυπηγεία και το οποίο ήταν το πρώτο βαρύ σκάφος που ναυπηγούταν για λογαριασμό της Ελλάδας στις 12 Αυγούστου 1912.
Το Βρεττανικό Ναυπηγείο πρότεινε ένα ελληνικό Στόλο με ελαφριά πλοία, καθόσον αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάπτυξη του ελληνικού Ναυτικού γι’ αυτό το θεωρούσε πιθανή απειλή για τις βρεττανικές επικοινωνίες και τα συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο. Για να υλοποιήσει το ναυτικό πρόγραμμά της η Ελλάδα έπρεπε να πουλήσει το «Σαλαμίς» που ήταν ακόμη υπό κατασκευή. Μέσα από αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και αυτοσχεδιασμούς, η Ελλάδα τελικά υπέγραψε συμβόλαιο με τα γαλλικά ναυπηγεία για την κατασκευή ενός θωρηκτού τύπου «Λωραίνη», με υψηλότερο κόστος, λόγω των γαλλικών πιέσεων και με γαλλικό δανεισμό. Αλλά και αυτό το πλοίο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή. Η συνεχής αναβλητικότητα οδήγησε τελικά την Ελλάδα να αγοράσει ένα ελαφρύ καταδρομικό που είχε ναυηγηθεί στη Νέα Υόρκη για λογαριασμό της Κίνας, αλλά δεν παρελήφθη από τους Κινέζους, λόγω πλημμελούς κατασκευής.

Ενώ πλησίαζε ο καιρός της αναμέτρησης και η Τουρκία διατηρούσε τη ναυτική υπεροχή, εμφανίστηκε ο «από μηχανής θεός», η κυβέρνηση Ουίλσον, που πούλησε στην Ελλάδα το 1914 δύο παλαιά θωρηκτά, το Idaho και το Mississippi, βεβαιώνοντας την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι με αυτή την αγορά η Ελλάδα «δεν είχε πολεμοχαρείς σκοπούς», καθόσον σκόπευε μόνον να ενισχύσει την άμυνά της και όχι να απειλήσει το status quo στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Williams υπογράμιζε ότι με την ενίσχυση αυτή η Ελλάδα δεν θα υποδαύλιζε τον πόλεμο στα Βαλκάνια, απεναντίας δε για την Τουρκία τόνιζε ότι η ισχύς της έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίξει μια ρεβανσιστική πολιτική στο Αιγαίο και η ειρήνη στο Αιγαιο θα διατηρύνταν «εάν η μεγάλη υπεροχή του τουρκικού ναυτικού ελαττώνονταν με κάποιο τρόπο».
Για τη διατήρηση της υπεροχής της η Τουρκία ενεργούσε με τα’ετοιο τρόπο ώστε να εμποδίσει την αγορά από την Ελλάδα των δύο πλοίων ή να την παγώσει και στην καλύτερη περίπτωση να αγοράσει αυτή τα δύο πλοία, διατυπώνοντας σαφείς υπαινιγμούς προς την εκεί αμερικανική πρεσβεία ότι η Τουρκία «επιθυμούσε» να συναγωνιστεί την Ελλάδα στην αγορά των δύο πλοίων. Η αμερικανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη πληροφορούσε το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ότι η αγορά των πλοίων από την Ελλάδα θα απειλούσε τα αμερικανικά συμφέροντα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, κάτι που έκανε η κυβέρνηση Taft το 1910 που αρνήθηκε να πουλήσει στην Ελλάδα δύο άλλα παλαιά θωρηκτά.

Η ελληνική κυβέρνηση διαβλέποντας ότι η διατήρηση των αμερικανικών συμφερόντων εξυπηρετούνταν καλύτερα στην Οθωμανική αυτοκρατορία παρά στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, τόνιζε, σε υπόμνημα προς την κυβέρνηση Ουίλσον, ότι τα δύο σκάφη θα εξασφάλιζαν την ειρήνη στην περιοχή και θα εμπόδιζαν κάθε νέα σύρραξη, αποτρέποντας και την τουρκική απειλή.
Η Ουάσιγκτον κρατούσε τότε το κλειδί της ειρήνης στην περιοχή. Η δηλωμένη αποφασιστικότητα των Νεότουρκων να ανακτήσουν εδάφη που είχαν απωλέσει κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και η επίκληση από τον Ε. Βενιζέλο της απελπιστικής κατάστασης της χώρας, οδήγησαν την κυβέρνηση Ουίλσον να πουλήσει τελικά τα δύο πλοία στην Ελλάδα. Αυτό όμως δυσαρέστησε τους ευρωπαϊκούς ναυτικούς κύκλους, κυρίως τους βρεττανικούς, καθόσον διέβλεπαν την αμερικαναική είσοδο στην ευρωπαϊκή αγορά ως μια προκλητική επέμβαση στα «οικόπεδά» της. Οι τουρκικές πιέσεις, παρ’ όλ’ αυτά, προς την Ουάσιγκτον δεν σταμάτησαν, τώρα όμως στην προσπάθεια να καθυστερήσει η παράδοσή των δύο πλοίων, τουλάχιστον μέχρι να παραλάβει και η ίδια τα δύο θωρηκτά της, διαφορετικά δήλωνε ότι τα αμερικανικά συμφέροντα στην αυτοκρατορία θα επηρεάζονταν αρνητικά, αν η παράδοση των πλοίων στην Ελλάδα γινόταν χωρίς καθυστέρηση.

Η κυβέρνηση Ουίλσον αποκάλυψε την ουσία της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, καθώς και τα αληθινά σχέδια της τουρκικής διπλωματίας και με αποφασιστικότητα και ταχύτητα προέβη στην πώληση των δύο πλοίνω στην Ελλάδα. Αυτή η ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα να προδοθεί η μεγάλη τους σύγχυση, όπως αποκάλυψαν οι Τούρκοι στον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη και αυτή η πώληση στην Ελλάδα εμπόδισε την Τουρκία να επιβάλλει στην Αθήνα τις ρυθμίσεις της αρεσκείας της σχετικά με τα νησιά του Αιγαίου. Όπως αναφέρει σε εμπιστευτική αναφορά του ο αμερικανός πρεσβευτής, «οι δύο κυβερνήσεις, είπαν, ότι είχαν φθάσει σε σημείο αλληλοκατανόησης για τα νησιά του Αιγαίου. Όταν όμως η Ελλάδα πέτυχε να αγοράσει αυτά τα πλοία, άλλαξε τις θέσεις της απέναντι στη Τουρκία».
Στη συνέχεια η Τουρκία με το πρόσχημα ότι επέκειτο επίθεση της Ελλάδας εναντίον της, λόγω της ναυτικής υπεροχής της Ελλάδας, προσπάθησε να δικαιολογήσει τις ωμότητες και τις μαζικές διώξεις εναντίον των Ελλήνων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, γιατί έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλειά της.

Τα αμερικανικά πλοία Mississippi και Idaho εντάχθηκαν τελικά στον ελληνικό στόλο τον Αύγουστο του 1914 και ονομάστηκαν «Κιλκίς» και Λήμνος» αντίστοιχα. Και μαζί με την «Έλλη» έδωσαν στην Ελλάδα την αμφισβήτητη κυριαρχία στο Αιγαίο φράζοντας αποτελεσματικά το δρόμο στην Τουρκία να επεκτείνει το υπάρχον status quo και να ανακτήσει τη Χίο και τη Μυτιλήνη.