«Θα το τραβήξω…»

Η εξέταση του «τραβήγματος»

Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΠΟΥΡΟΣ

«Δεν έχει ο δρόμος τελειωμό, όλο τραβά εμπρός» είτε ορθοστατεί κάποιος είτε βρίσκεται σε νηπιώδη κατάσταση, δηλαδή τραβά το δρόμο μπουσουλώντας. Πώς να το κάνουμε. Ανήφορος η ζωή. Και «τραβά» την ανηφόρα. Δεν χρειάζονται σημαίες ούτε ταμπούρλα. Ο καθείς και ο δρόμος του. Αμέριμνος κι ασιουμπέιαστος δίνοντας λόγο μόνο στη συνείδησή του. Κι άμα αυτή είναι εντάξει «δεν τον τραβάς ούτε με εκατό μπουλντόζες» και διακόσια ρυμουλκά. «Τράβα κάτ’ ανέμ’» θα σ’ πει κι ό,τι και να του πεις και το χαλί να του τραβήξεις κάτω από τα πόδια και να το παρατραβήξεις, αυτός θα σε συνδέσει αρμοδίως…

Το άλογο τραβάει το κάρο, ο μαγνήτης τραβάει το σίδερο, ο δάσκαλος τραβούσε το αυτί κι άλλος τραβάει το μανίκι. Και λοιπόν; Κινήσεις ανθρώπων που βρίσκονται σε απόγνωση, απειλές τουλάχιστον ανώφελες «θα το τραβήξω», σκέψεις και προθέσεις απολύτως τραβηγμένες ούτε και εγώ ξέρω, απ’ τα μαλλιά; Μπορεί. «Τράβα βρε, φίλε μου τη στράτα σου, και μη περδικλώνεσαι». Άσε με, εμένα. Εγώ θέλω «Το δρόμο μ’ αργά να τραβώ, να τραβώ, αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω,» για να μπλέκω πάντα με κόσμο σωστό.
Ούτε μανίκια κι ούτε φουστάνια τραβάμε, πολύ περισσότερο ούτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου μας, γιατί είμαστε ατόφιοι, αληθείς και ασίκηδες. Προσωπεία αλλού. Το σφουγγάρι τραβάει νερό, ο τοίχος υγρασία, άλλοι μαχαίρια και κουμπούρια κι άλλοι αλήθειες.

Πάντως και για να είμαστε αληθείς, ας καταλάβουμε καλά πως ο «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Με τούτο και με άλλα, λοιπόν, «τράβα από ‘δω, τράβα από ‘κει σού ‘μεινε η πιτιά με το σουφλί!»