Γιάννης Καλπούζος: «Ραγιάς-Μέρες και νύχτες 1821»
Μια ακόμη κερδισμένη μάχη για τον Αρτινό συγγραφέα
“Θέλω να μην είμαι ραγιάς μήτε σε ξένο, μήτε σε δικό, μήτε του κορμιού, μήτε σε όσα δε συνταιριάζονται με το λεύτερο άνθρωπο. Ραγιάς σε τίποτα!”
Σε απόλυτα ατμοσφαιρικό περιβάλλον κι ένα κατάμεστο κοινό – πάντα τηρουμένων των μέτρων προστασίας – έγινε η παρουσίαση του νέου μυθιστορήματος του συγγραφέας συμπατριώτη μας, Γιαννη Καλπούζου, «Ραγιάς-Μέρες και νύχτες 1821» την Πέμπτη το βράδυ 15 Ιουλίου, στον αύλειο χώρο της Παρηγορήτισσας. Την εκδήλωση πλαισίωσε μουσικά το συγκρότημα «Λαλητάδες» που με τη μουσική τους ζωντάνεψαν τις ιστορίες του πολύ καλού βιβλίου.
Την εκδήλωση παρακολούθησαν μεταξύ άλλων, ο δήμαρχος Αρταίων Χρίστος Τσιρογιαννης ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, Κώστας Τράμπας, ο πρώην υπουργός Θόδωρος Κολιοπάνος και πλήθος κόσμου.
Εξαιρετική η παρουσίαση του Γιάννη Καλπούζου, υπό τον ήχο του μουσικού παραδοσιακού σχήματος Λαλητάδες. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές γιατί τέτοιες εκδηλώσεις αναβαθμίζουν τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης
…και μία κριτική από τη φιλόλογο Ροδούλα Χατζηστεφανίδου
“Η γραφή είναι πόλεμος με πάμπολλες μάχες”! (Γιάννης Καλπούζος)
Ο Γιάννης Καλπούζος έδωσε τις δικές του μάχες και τις κέρδισε! Έδωσε το δικό του αγώνα και ανάστησε το Εικοσιένα! Δίπλα στον ήρωά του, τον Αγγελή, έζησε και ζούμε το μεγαλείο του ραγιά που πάλεψε να γίνει λεύτερος.
Το Εικοσιένα δεν είναι χρόνος. Είναι Αγώνας, είναι σύνθημα “Ελευθερία ή Θάνατος”, είναι αίμα και τουφεκίδι! Είναι φωτιά και τσεκούρι, είναι μακελειό!
Ο ραγιάς είναι αποφασισμένος να βρει το δίκιο του. “Συλλογίστηκες ποτέ τι θα πει ραγιάς; Ξάνθρωπος θα πει του πεταματού… Ο Τούρκος τού ρήμαξε τις μέρες και τις νύχτες”.
Ένα κορυφαίο βιβλίο που όταν το διαβάσεις δεν θα το ξεχάσεις ποτέ! Όπως δεν ξέχασες το “Ιμαρέτ”, το “σέρρα”, την “Ουρανόπετρα”, το “γινάτι”, το “Εράν”. Όπως δεν ξεχάσαμε τους “Άγιους και δαίμονες” της Πόλης…
Ο “ραγιάς” τους ξεπέρασε…
Οι εξευτελισμοί, οι τιμωρίες, τα μπουντρούμια, οι βιασμοί των γυναικών, οι αυθαιρεσίες των κοτζαμπάσηδων όπλισαν το χέρι και άντρωσαν την ψυχή του ραγιά.
“Τη ράχη μου Τούρκος δεν θα τη ματαδεί” ορκίστηκε. Όμως δεν ήταν εύκολο να σκοτώσει άνθρωπο το 20χρονο παλικάρι.
“Είναι άγριο και τρομακτικό να σκοτώσεις άνθρωπο ακόμα και στον πόλεμο. Και πιότερο με το χαντζάρι”. Κι ακόμα: “το χαντζάρι μου έσταζε αίμα, ήμουν ολοκόκκινος, κοίταζα τους σκοτωμένους κι έτρεμα”.
Σφαγές, πτώματα, άθαφτοι, λαβωμένοι, ποτάμια αίματος… “Σφάζαμε και μας έσφαζαν… Ήμασταν ματωμένοι πατόκορφα. Ωσάν δαιμονικά ανάμεσα σε μακελεμένα κορμιά, σκόρπια κεφάλια, χέρια, ποδάρια, ξεχυμένα άντερα!”
Ο Γιάννης Καλπούζος ανάστησε το Εικοσιένα! Νιώθω σαν να ζω τα γεγονότα, σαν να πολεμάει το δικό μου παιδί, σαν να αρπάζουν τη δική μου κόρη, σαν να μου έχουν πάρει τον ουρανό, τον αέρα, την ανάσα μου… Δικοί μας πρόγονοι οι ραγιάδες, δικό μας δέντρο, στο δικό τους ράμμα δεμένοι κι εμείς…
Ο Γιάννης Καλπούζος έφερε το Εικοσιένα στις πραγματικές του διαστάσεις. Το Εικοσιένα δεν ήταν νίκες και πανηγυρισμοί μόνο. Έχει αλήθειες που κόβουν την ανάσα. Μια δεκαετία πνιγμένη στο ανθρώπινο αίμα. Δρόμοι και πλαγιές στρωμένες με κουφάρια…
Προεστοί και κοτζαμπάσηδες, κυβερνητικοί κι αντάρτες που φτάνουν στον εμφύλιο για τα αξιώματα και το χρήμα…
Μπορείς να βάλεις τον εαυτό σου σ’ αυτό το πλάνο; Έφαγες ποτέ σπόρους από μυρμηγκοφωλιά στουμπισμένους με μυρμήγκια, έφαγες ποντίκια, σκουληκάκια και φύλλα φραγκοσυκιάς; Κολύμπησες με σωσίβιο δυο ανθρώπινα πτώματα, δυο φουσκωμένα κουφάρια, για να μην πνιγείς αλλά και να μην πεθάνεις της πείνας στο ξερονήσι που σε πέταξαν; Είδες παλουκωμένο τον αδερφό σου;
Ένιωσες το δράμα της βιασμένης και μαγαρισμένης γυναίκας που δεν την θέλουν ούτε οι δικοί της…
Ο Γιάννης Καλπούζος έγραψε ένα βιβλίο που δεν θα ξεχαστεί ποτέ! Ένα έπος που τιμά την πένα του, το ταλέντο του, την έρευνά του, το σεβασμό του στην Ιστορία και στην Ελλάδα.
“Όσοι λογαριάζουν τις αράδες του σαν μεταλαβιά της ψυχής του, τους λογαριάζει και σαν εξομολόγους του” …
Νομίζω ότι με το ραγιά ξεπέρασε το λογοτεχνικό του όραμα!
Συγγραφέας και ποιητής ο Γιάννης Καλπούζος, ακόμα και μες στη φωτιά του πολέμου, υφαίνει τη δική του μυθοπλασία. Ανάσες δροσιάς μέσα στο μακελειό του πολέμου! Ανάσες χαράς, αγάπης, γλυκασμού! Σταλαματιές χαμόγελου που αστράφτουνε στον σκοτεινιασμένο ουρανό!
“Βγαίνει ο ήλιος και χαϊδολογά την πλάση, λαλούνε τα πουλιά, σκορπάνε μυρουδιές τα λουλούδια … γέρνεις σε μια τρυφερή αγκάλη…, Τι κάμνω; Παγαίνω να μακελέψω κορμιά ή να με μακελέψουν;”
Χαράσσει το δρόμο του με την Κερασία. Αμπελώνας και δεμάτι με τριαντάφυλλα, ρόδο μοσχομύριστο… Όμως θέλει δύναμη να προτιμήσεις τη “μυλόπετρα που αλέθει ζωές και στάζει αίμα”. Να αφήσεις ό,τι λαχταρά από του φυσικού του κάθε πλάσμα” και να διαλέξεις το “στρωμένο με κουφάρια αλώνι του πολέμου”.
Μέρα τη μέρα υψώνεται στα μάτια μας ο αγαπημένος ήρωας του Γιάννη Καλπούζου!…”Θαρρώ ότι αξίζει σε κάθε πλάσμα να ζει χωρίς τον φόβο του αφέντη. Τούτο νοματίζω λευτεριά”, λέει ψημένος απ’ τους εξευτελισμούς του εχθρού και βαφτισμένος στο μεγαλείο του αιματοβαμμένου Αγώνα!
Θαυμάζεις με πόση μαεστρία καταφέρνει ο συγγραφέας να τιθασεύσει όλο αυτό το πολεμικό υλικό και να το υφάνει με την όμορφη και τρυφερή μυθοπλασία του. Βρίσκει σε πολλά σημεία την ευκαιρία να φιλοσοφήσει τη ζωή, τον πόλεμο, το κίνητρο, το “εγώ” άλλοτε με τη βοήθεια τριών γερόντων κι άλλοτε βάζοντας ιδέες στο νου των ηρώων του, με αποκορύφωμα τις απόψεις του Αγγελή, που “τις εξέθετε σαν να τον περιέλουζε άγιο φως, να υπερίπτατο του καθημερινού του εαυτού”. Λόγια μεστά, σοφά εντυπωσιακά που καταλήγουν με τη φράση: “Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανένα, ραγιάς σε τίποτα”.
Ο Αγγελής ξεπέρασε τον Γαληνό, τον Λιόντο, τον Τζανή, τον Αδάμο, τον Ζώτο…”Πατάει κι αυτός στον δικό του δρόμο”, ένα δρόμο ματοβαμμένο, “κοιτάει μπροστά γιατί δεν ξεχνάει από πού έρχεται”, “η περπατησιά και το αποτύπωμά του” δεν θα ξεχαστούν ποτέ γιατί εφάρμοσε ήδη την προτροπή του σιορ Δονάτου “ρίξου στη φωτιά και πάλεψε” …
Γιάννη Καλπούζο, φοβάμαι πως όλοι οι προηγούμενοι ήρωές σου θα ζηλέψουν τα τρόπαια του Αγγελή κι ας βρέθηκαν και κείνοι σε έργα κορυφαία! Είναι γιατί το δικό σου ανέβασμα δε θα σταματήσει ποτέ!
Με όχημα τη γλώσσα της εποχής, μια γλώσσα που θαύμασα και ζήλεψα πολύ, μας μεταφέρεις στις στράτες του Μοριά και του Μεσολογγιού, στις σελίδες του μεγάλου Αγώνα του Έθνους μας!
Νιώθω οφειλέτης ες αεί! Σ’ ευχαριστώ γι αυτό το συγκλονιστικό ταξίδι!
Καλοτάξιδο και καλοδιάβαστο το βιβλίο σου απ’ όλους, ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΠΟΥΖΟ!