Ο Τρυγητής στον παροιμιακό λόγο
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
http://users.sch.gr/panlampri/
Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ος αι.), Έλληνας γραμματικός και λεξικογράφος, στο λεξικό του, γνωστό ως «Λεξικό Ἡσυχίου» ή «Συναγωγή Πασῶν Λέξεων κατά Στοιχεῖον» ορίζει την παροιμία ως εξής: «Παροιμία· βιωφελής λόγος παρά τήν ὁδόν λεγόμενος, οἷον παροδία· οἶμος γάρ ἡ ὁδός” και “παροιμίαι· παραινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι, ἠθῶν ἔχουσαι καί παθῶν ἐπανόρθωσιν”». Σε ερμηνεία του ορισμού, το Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Ἥλιος» (τ. ΙΕ’, σ. 582) σημειώνει: «Κατά τόν ὁρισμόν τοῦτον, ἡ παροιμία εἶναι ὁ διερμηνεύς τῆς σκέψεως τοῦ λαοῦ, διά τοῦτο καί ἀνέγραφον κατά τήν ἀρχαιότητα εἰς τάς Ἑρμᾶς, ἤτοι τάς προτομάς τοῦ Ἑρμοῦ τάς εὑρισκομένας ἐπί στηλῶν εἰς τούς κεντρικωτέρους δρόμους, διάφορα ρητά πρός διδασκαλίαν τῶν διαβατῶν, ἐκ τούτου δέ καί ἡ ἀνωτέρω ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐκ τῆς προθέσεως “παρά” καί “οἶμος” (= οδός), ὑποδεικνυομένου οὕτω καί τοῦ κοινωφελοῦς πρακτικοῦ σκοποῦ, εἰς τόν ὁποῖον ἀπέβλεπον.»
Με τις παροιμίες να είναι παρούσες στην καθημερινότητά μας, άλλοτε νουθετώντας μας, άλλοτε παρηγορώντας μας, άλλοτε βοηθώντας μας να εκφράσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, άλλοτε…, ας δούμε κάποιες που αφορούν στον ένατο μήνα του χρόνου, τον Τρυγητή, ο οποίος πήρε τη λαϊκή ονομασία του από τη βασική αγροτική εργασία, που λαμβάνει χώρα στη διάρκειά του, τον τρύγο.
Έτσι, «Τον Τρυγητή τ’ αμπελουργού πάνε χαλάλι οι κόποι», αφού η σοδειά τον κάνει να ξεχνά τους κόπους που προηγήθηκαν, πόσο μάλλον, αν είναι καλή! Και καλή σοδειά, εκτός από τo να είναι πολλή, σημαίνει πως είναι και ποιοτική, κάτι που εξασφαλίζει την ποιότητα όλων των παραγόμενων από το κλήμα προϊόντων και, φυσικά, του κρασιού, δώρου του Βάκχου προς τους θνητούς, για τον οποίο ο Ευριπίδης (Βάκχες, στ. 770-774) σημειώνει: «μέγας είναι (ενν. ο Βάκχος) και σ’ άλλα και λένε ακόμη, όπως ακούω, ότι εκείνος χάρισε στους θνητούς το κλήμα που παύει τη λύπη. Και αν δεν υπάρχει το κρασί, δεν υπάρχει ο έρωτας ούτε άλλη τέρψη για τον άνθρωπο.»
Στον τρύγο αναφέρεται και η παροιμία «Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια», με τη λέξη κουδούνια, αν και παραπέμπει στα αιγοπρόβατα, να αφορά στα μικρά τσαμπιά σταφυλιών, τα οποία δεν ωριμάζουν τον Σεπτέμβριο, οπότε τ’ αφήνουν στα κλήματα και τα μαζεύουν τον Οκτώβριο. Επίσης, η πανάρχαια παροιμία «Θέρος, τρύγος, πόλεμος» υποδηλώνει την αναγκαία και μέγιστη συμμετοχή της κοινότητας, αλλά και το επείγον για κάθε μια από τις αναφερόμενες δράσεις, προκειμένου να υπάρχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Πάντως, «Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο», αφού τα πρωτοβρόχια κάνουν τη γη ν’ ανασάνει και ν’ αναβλαστήσει μετά τη θερινή κάψα, πραγματική αγαλλίαση για τους βοσκούς, καθώς το φρέσκο χορτάρι αποτελεί ιδανική τροφή για τα ζωντανά τους και κατ’ επέκταση για την παραγωγικότητά τους, κάτι που το βεβαιώνει κι η παροιμία «Του Σεπτέμβρη οι βροχές πολλά καλά μας φέρνουν».
Αρκετές παροιμίες που αφορούν στον Τρυγητή σχετίζονται με τη σημαντικότερη γιορτή του μήνα, την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Μ’ αυτή ως αφορμή, η λαϊκή σοφία επισημαίνει «Του Σταυρού σταύρωνε και δένε» για τους ναυτικούς και «Σταύρωνε και σπέρνε» για τους γεωργούς, αφού οι θάλασσες αρχίζουν να γίνονται επικίνδυνες για τους πρώτους και τα πρωτοβρόχια καλούν τους δεύτερους να γνοιαστούν για τη σπορά, την οποία, αφού τελειώσουν, μπορούν να πάνε στο πανηγύρι, σύμφωνα με την παροιμία «Τον Τρυγητή σιτάρι σπείρε και στο πανηγύρι σύρε»! Κι επειδή κατά τη λαϊκή αντίληψη πολλά καθορίζονται από το θείον, κι η σπορά κι ο τρύγος απ’ αυτό εξαρτώνται, διότι, αν «Βοηθάει ο Αι-Γιάννης κι ο Σταυρός, γιομίζ’ τ’ αμπάρι κι ο ληνός».
Ως πρώτος μήνας του φθινοπώρου ο Σεπτέμβριος, δεν επηρεάζει μόνο τη ζωή των γεωργών και των κτηνοτρόφων, αλλά όλων, με την παροιμία «Σεπτέμβρης πρώτα κρύα, τρέχει, ανοίγει τα σχολεία» να επισημαίνει την αλλαγή του καιρού που ψυχραίνει κάπως, καθώς και το άνοιγμα των σχολείων, ενώ δεν περνάει απαρατήρητη η εαρινή και η φθινοπωρινή ισημερία με κείνη που λέει «Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα».
Κλείνοντας αυτή την αναφορά σε παροιμίες που αναφέρονται στον Τρυγητή, αφού ακόμα διανύουμε τις πρώτες μέρες του, έτσι, για καλομηνιά, ας θυμηθούμε και το ξεχωριστό ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894), «Τὸ τραγούδι τοῦ τρυγητοῦ» (http://users.uoa.gr):
Τὸ λέει ὁ πετροκότσυφας στὸ δροσερὸ τ᾿ αὐλάκι,
τὸ λὲν στὰ πλάια οἱ πέρδικες, στὴν ποταμιὰ τ᾿ ἀηδόνια,
τὸ λὲν στ᾿ ἀμπέλια οἱ λυγερές, τὸ λὲν μὲ χίλια γέλια,
τὸ λέει κ᾿ ἡ Γκόλφω ἡ ὄμορφη, τὸ λέει μὲ τὸ τραγούδι:
– Ἀμπέλι μου, πλατύφυλλο καὶ καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, νὰ μπῶ νὰ σὲ τρυγήσω,
νὰ κάμω ἀθάνατο κρασί, μοσκοβολιὰ γιομάτο.
Μὲς στὰ κατώγια τὰ βαθιὰ σὰν μόσχο νὰ τὸ κρύψω,
νὰ τὸ φυλάξω ὀλάκαιρες χρονιές, ἀκέριους μῆνες,
ὥσπου νὰ ῾ρθεῖ μίαν ἄνοιξη, νἄρθει ἕνα καλοκαίρι,
νὰ γύρει ἀπὸ τὴ μακρινὴ τὴν ξενιτιὰ ὁ καλός μου.
Νὰ κατεβῶ μὲς στὴν αὐλή, νὰ πιάκω τ᾿ ἄλογό του,
νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλιαστὰ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
νὰ τὸν κεράσω, ἀμπέλι μου, τ᾿ ἀθάνατο κρασί σου,
τῆς ξενιτιᾶς τὰ βάσανα νὰ πᾶν, νὰ τὰ ξεχάσει.