Ο Soloúp (Αντώνης Νικολόπουλος) και η συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Soloúp (Αντώνης Νικολόπουλος) είναι πολιτικός γελοιογράφος (Το Ποντίκι, περιοδικό δρόμου Σχεδία, παλαιότερα Το Βήμα, Goalnews κ.ά.) και δημιουργός κόμικς (Βαβέλ, Γαλέρα κ.ά.). Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αιγαίου και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του ίδιου πανεπιστημίου. Διδάσκει γελοιογραφία και κόμικς στο πρόγραμμα e-learning του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μέχρι σήμερα, έχει κυκλοφορήσει 17 συλλογές και βιβλία με γελοιογραφίες και κόμικς. Το βιβλίο του Τα ελληνικά comics (Τόπος, 2012) επικεντρώνεται στην έρευνα και τη μελέτη της Ένατης Τέχνης στην Ελλάδα. Το graphicnovelΑϊβαλί (Κέδρος, 2014) έχει βραβευτεί ως «Καλύτερο κόμικς 2015» και «Καλύτερο σενάριο» στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς, καθώς και με το Coup de coeur 2016 στο 17ο φεστιβάλ Rendez-vousducarnet de voyage (Clermont-Ferrand, Γαλλία)• έχει μεταφραστεί στα γαλλικά (Steinkis), στα τουρκικά (Istos) και στα αγγλικά (SomersetHallPress), ενώ είναι προγραμματισμένη και η ισπανική του έκδοση. Το δεύτερο graphicnovel του, Ο Συλλέκτης: Έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο, κυκλοφόρησε το 2018 από τις Εκδόσεις Ίκαρος• το animation «Σουρσουρής» βασίζεται στο ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου. Με αφορμή το Αϊβαλί και τον Συλλέκτη έχουν πραγματοποιηθεί εκθέσεις στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, το 2015 και το 2019 αντίστοιχα. Δουλειά του έχει παρουσιαστεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Το τελευταίο graphicnovel του, 21: Η μάχη της πλατείας (Εκδόσεις Ίκαρος, 2021), μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Ερ.: Υπήρξε κάποιο πλάνο για να γραφτεί και να σχεδιαστεί το graphicnovel21: Η μάχη της πλατείας;
Απ.: Η αρχική ιδέα να φτιάξουμε ένα graphicnovel για την Επανάσταση του 1821 ήταν των τριών ερευνητριών του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (ΕΙΜ), της Παναγιώτας Παναρίτη, της Ρεγγίνας Κατσιμάρδου και της Νατάσας Καστρίτη. Σκέφτηκαν δηλαδή να κάνουμε κάτι όπως το Αϊβαλί, που καταπιανόταν αντίστοιχα με το 1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή. Δουλεύαμε λοιπόν την «πλατεία» ήδη απ’ το 2017, όταν ήρθε η προκήρυξη του ΕΛΙΔΕΚ για υποστήριξη έργων που θ’ αφορούσαν το 1821 και θα συνδύαζαν την επιστημονική έρευνα με την έντεχνη δημιουργία. Έτσι, με τη συμβολή του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας κι Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και της καθηγήτριας Εύης Σαμπανίκου, ενταχθήκαμε στο πρόγραμμα και όχι μόνο φτιάξαμε το έργο που γνωρίζετε, αλλά και μια σειρά παράλληλων δραστηριοτήτων που βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη. Δυο εκθέσεις, ντοκιμαντέρ / making of, ιστοσελίδα, εργαστήρια, εκπαιδευτικό e-book, μια διημερίδα που ετοιμάζουμε για τον Μάιο…
Ερ.: Κάθε κεφάλαιο ξεκινάει στη σύγχρονη Αθήνα, στην Πλατεία Κολοκοτρώνη, στη σκιά του αγάλματος του Κολοκοτρώνη. Γιατί επιλέξατε τη μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη;
Απ.: Το άγαλμα του γλύπτη Λάζαρου Σώχου και η πλατεία μπροστά από την Παλαιά Βουλή αποτελούν, όπως είπατε, το background της σύγχρονης ιστορίας του βιβλίου. Είναι ένα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο τοπόσημο συνδεδεμένο με το αφήγημα της Ελληνικής Επανάστασης. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια δική μου παιδική ανάμνηση, αφού το συγκεκριμένο άγαλμα το θαύμαζα από μικρός. Ο Κολοκοτρώνης, τώρα, δεν είναι μόνο διαχρονικά η πλέον αναγνωρίσιμη μορφή της Επανάστασης, αλλά και μια προσωπικότητα που συμμετείχε σε κάποια από τα σημαντικότερα επεισόδιά της. Άλλοτε με το σπαθί στο χέρι, άλλοτε ως διωκόμενος και φυλακισμένος από τους αντιπάλους του. Μια φιγούρα βέβαια με τα θετικά και τα αρνητικά της. Σκέφτηκα λοιπόν πως δεν θα υπήρχε ιδανικότερο σημείο για να «τοποθετηθεί» ένας τέτοιος σύγχρονος διάλογος με το παρελθόν, από το παγκάκι μπροστά στον έφιππο Κολοκοτρώνη. Σ’ αυτή την πλατεία συμβαίνει τώρα και το εξής όμορφο. Η έκθεσή μας στο ΕΙΜ για το graphicnovel, που θα συνεχιστεί μέχρι και τον Μάιο του 2022, πραγματοποιείται στο μέγαρο της Παλαιάς Βουλής. Έτσι, οι επισκέπτες περνώντας μπροστά από το άγαλμα για να μπουν στην έκθεση, γίνονται κατά κάποιον τρόπο κι εκείνοι κομμάτι του graphicnovel καθώς το ίδιο το σκηνικό του βιβλίου, η συγκεκριμένη πλατεία που βρίσκεται και στο εξώφυλλο, ζωντανεύει.
Ερ.: Η Λίμπυ συνομιλεί με τον ηλικιωμένο Κάρπο Παπαδόπουλο. Τι βρίσκει στον συνομιλητή της και γοητεύεται από τις ιστορικές αφηγήσεις του;
Απ.: Πέρα από τον ιδεότυπο του «παππού» ή του «δασκάλου», ο Κάρπος επωμίζεται και έναν ακόμη ρόλο. Εκείνου που με κάποιο μυθιστορηματικό τέχνασμα κατέχει την οπτική του αυτόπτη μάρτυρα της Επανάστασης και μάλιστα από την πλευρά των «άγνωστων» αγωνιστών. Ανθρώπων δηλαδή που πολέμησαν στην Επανάσταση, όπως ο Φωτάκος, ο Κάρπος, ο Κασομούλης, η Ζαραφοπούλα και αμέτρητοι ακόμα, αλλά πέρασαν στα «ψιλά» γράμματα της ιστορίας. Έτσι, η Λίμπυ στις αφηγήσεις του Κάρπου (και μαζί με αυτήν κι εμείς) ανακαλύπτει μιαν άλλη, ουσιαστικά άγνωστη ιστορία του ’21.
Ερ.: Μου αρέσει η σύνδεση που κάνει ο Κάρπος με το παρελθόν και το παρόν. Έχει ομοιότητες το παρόν με το παρελθόν;
Απ.: Οι συνθήκες του 1821 είναι τόσο ακραίες και τόσο διαφορετικές από τις σημερινές, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια και φαντασία για να κατανοήσουμε, έστω ελλειπτικά, το πλαίσιο όπου εξελίχθηκε εκείνος ο πολυεπίπεδος και πολυμέτωπος αγώνας. Οι αναφορές στο παρελθόν έχουν πάντα τη δική τους σημασία, περισσότερο ως μια διαδικασία αυτοπροσδιορισμού της κοινωνίας με τη φαντασιακή της επανατοποθέτηση στο ιστορικό πλαίσιο και στο εθνικό αφήγημα. Το ίδιο πάνω-κάτω συμβαίνει και με τον καθένα από εμάς, καθώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ιστορία.
Ερ.: Μέσα από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μαθαίνουμε για την εποχή του και τη συμβολή του στο 1821. Γιατί οι αντίπαλοί του είχαν σκληρή αντιπαράθεση μαζί του;
Απ.: Στα χρόνια της Επανάστασης, όλοι ήταν φυσικά εναντίον των Οθωμανών. Όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο διεκδίκησης του κενού της εξουσίας, όλοι ήταν εναντίον όλων: Οπλαρχηγοί, κοτζαμπάσηδες, καραβοκυραίοι, Φαναριώτες, Έλληνες της διασποράς, φιλέλληνες και «φιλέλληνες». Η μεγαλύτερη δομική σύγκρουση θα λέγαμε όμως πως συνέβαινε ανάμεσα στην τότε κυρίαρχη αντίληψη του τοπικισμού και την ανάγκη δημιουργίας κάποιου συγκεντρωτικού πολιτειακού συστήματος και μιας νέας εθνικής κρατικής οντότητας. Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ίσως η πιο δυναμική προσωπικότητα και ο πλέον ισχυρός οπλαρχηγός της παλαιότερης αντίληψης των πραγμάτων. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης όχι μόνο με τους «νεόφερτους» Έλληνες πολιτικούς, όπως ο Μαυροκορδάτος ή ο Κωλέττης, αλλά και με τους ξένους εθελοντές και φιλέλληνες, τους Βαυαρούς αντιβασιλείς, ακόμα και με ισχυρές οικογένειες του παλαιότερου κατεστημένου όπως οι Δεληγιανναίοι και οι Κουντουριώτες.
Από πού προήλθε η αντίθεση πολιτικών και στρατιωτικών, που οδήγησε στον εμφύλιο;
Είναι αυτό που σας προανέφερα. Όλοι ήταν επαναστάτες και όλοι μάχονταν για την ελευθερία. Όμως η αντίληψη της «ελευθερίας» ήταν πολύ διαφορετική για τον καθένα. Διαφορετική «ελευθερία» φανταζόταν ο καθένας επιδιώκοντας για τον εαυτό του μια προνομιακή θέση στο μετεπαναστατικό πλέγμα της εξουσίας.
Ερ.: Μου άρεσε και η αναφορά στους περιθωριοποιημένους αγωνιστές της Επανάστασης. Γιατί η επίσημη ιστορία δεν τους δίνει μεγάλη σημασία;
Απ.: Την ιστορία τη γράφουν συνήθως αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να τη γράψουν, δηλαδή οι «νικητές». Έτσι, διαμορφώνεται κι ένα κυρίαρχο ιστορικό αφήγημα που δυναμώνει τη δική τους πλευρά και αποδυναμώνει εκείνη των εχθρών, αλλά και τον ρόλο των εσωτερικών τους αντιπάλων. Καθώς το ελληνικό εθνικό αφήγημα δομήθηκε από ιστορικούς και συγγραφείς συνήθως κοντά στην κρατική εξουσία, χιλιάδες αγωνιστές που πολέμησαν ή πέθαναν για την Επανάσταση πέρασαν σε δεύτερη μοίρα ή και στην αφάνεια, μιας και βρίσκονταν από την πλευρά των «πολιτικών αντιπάλων». Γι’ αυτό και παρατηρούμε, από τους πρώτους κιόλας μετεπαναστατικούς χρόνους, μια τέτοια συγγραφική διαμάχη για την «αληθινή» απόδοση της ιστορίας ανάμεσα σε λόγιους, όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης από τη μια, και τους «απομνημονευματογράφους» βετεράνους αγωνιστές, όπως ο Κάρπος ή ο Φωτάκος.
Ερ.: Πώς καταφέρατε και συνδυάσατε τη ζωγραφική με τη συγγραφή;
Απ.: Έτσι κι αλλιώς, η σχέση του λόγου και της εικόνας είναι δομική στα κόμικς και τα graphicnovels. Όμως οι αφηγηματικές δυνατότητες του συνδυασμού τους είναι κάτι που με απασχολεί και προσωπικά, τόσο σε καλλιτεχνικό επίπεδο όσο και ακαδημαϊκό. Η σημειολογία και η ιστορία των κόμικς είναι όχι μόνο το αντικείμενο του διδακτορικού μου, αλλά και της μεταδιδακτορικής μου έρευνας. Σταδιακά, με τα graphicnovelsΟ Συλλέκτης, το Αϊβαλί και Η μάχη της πλατείας έχει προκύψει στη δουλειά μου ένας πολύ συγκεκριμένος αφηγηματικός συνδυασμός, με σπονδυλωτές και παράλληλες ιστορίες κι έμφαση στην πολυπρισματικότητα. Σε αυτό το αφηγηματικό παιχνίδι, οι ρόλοι του σεναρίου και των εικόνων είναι εξίσου σημαντικοί, αλλά ακόμα πιο σημαντικός ο τρόπος της σύνδεσής τους σε μια ενιαία αφηγηματική ροή.
Ερ.: Ποια είναι η ανταπόκριση των αναγνωστών;
Απ.: Κάθε έργο έχει και το δικό του φανατικό κοινό. Έτσι στον Συλλέκτη, στο Αϊβαλί και τώρα στη Μάχη της πλατείας έρχονται πίσω διαρκώς ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια από τους αναγνώστες αλλά και από δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς ή εκπαιδευτικούς. Νομίζω όμως πως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο προέρχεται από την ανταπόκριση που έχει παραδόξως εκτός Ελλάδας το Αϊβαλί, το οποίο καταπιάνεται με ένα τόσο «ελληνικό» ζήτημα. Οι κριτικές και τα σχόλια που αφορούν την αγγλική, τη γαλλική ή την ισπανική μετάφραση, πόσο μάλλον την τουρκική, είναι πραγματικά συγκινητικά.
Ερ.: Τι σημαίνει για εσάς η επέτειος του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821;
Απ.: Τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση υπήρξαν πράγματι μια καλή ευκαιρία για έναν εσωτερικό διάλογο της κοινωνίας μας σε σχέση με την ιστορική, πολιτική και πολιτισμική μας εξέλιξη. Έχω όμως την αίσθηση πως πολλές από τις επετειακές εκδηλώσεις σπαταλήθηκαν σε τηλεοπτικές φιέστες, επιφανειακές αναφορές και ιστορικά φτηνούς εντυπωσιασμούς. Παρ’ όλα αυτά, σε επίπεδο αρχειακής έρευνας, νέων εκδόσεων και καλλιτεχνικών αποτυπώσεων, είδαμε να δημοσιοποιούνται εξαιρετικές εργασίες. Και μόνο αυτές ν’ αναλογιστούμε, νομίζω πως το πρόσημο είναι θετικό, μιας και θ’ αποτελέσουν τα επόμενα χρόνια την ουσιαστική σημερινή παρακαταθήκη για έναν ακόμα πιο γόνιμο και αναστοχαστικό διάλογο με το παρελθόν.