ΛΑΜΠΑΔΑ

Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος

«Αναμμένο το πουλί, λαμπαδιασμένο το κεχρί»
(Αυθεντικός διάλογος στο πεζούλι της εκκλησίας)
Η πολύσημη χρήση της λέξης λαμπάδα.
-Εκείν’ η Βασίλω, τρομάρα τ’ς απ’ την μικρότερη το βρήκε.
– Τι βρήκε, τι βρήκε;
-Ακούς βρήκε. Τίποτε δεν βρήκε. Δεν ξέρω εγώ τίποτις. Εγώ κ’τάω τη φαμπλιά μ’ και ντιπ παραπέρα. Τι θα καταντήσω εγώ σαν τις κουτσομπόλες που άμα ανοίξουν το στόμα τους είναι σαν τον κατεβασμένο Άραχθο;
-Καλά, αφού δεν θέλ’ς, μη μ’ λες. Σκασίλα μ’.
-Τι σκασίλα; Σ’κώθηκες αμέσως να φύγ’ς. Κάτσε να μάθ’ς και σύ κατ’.
-Για πες μου, για πες μου.

-Να εκείν’ η μικρή της Βασίλω έφερε έναν μουστερή ντιπ λάμπα το κεφάλ’. Σαν το γυαλί απ’ τη λάμπα πετρελαίου που είχαμε κάποτε.
-Δεν έχ’ μαλλιά στο κεφάλ’;
-Ναι, είναι ντιπ σιούτος στο κεφ΄λ’.
-Και δεν μ’ λες. Σε ποιο κεφάλ’ το κάτω ή το πάνω;
– Α, πα, πα. Τι φανάρ’ κρατάω εγώ; Πήρα λαμπάδα και πήγα να τους φέξω όταν έβγαζαν τα φωτερά τ’ς; Εγώ κοιτάω το σπιτ’κό μου και τίποτε παραπέρα.
-Φαίνεται, φαίνεται.
-Αυτό λέω κι εγώ.
-Και δεν έμαθες τίποτε;
-Ε, όχι και τίποτε. Κάτ’ έμαθα.
-Σαν τι;

-Άμα τον είδε ο Κώστας ο πατέρας της του ‘ρθε κόλπος. Λαμπάδιασε για τα καλά. «Ορέ τι έπαθα ο κακόμοιρος. Μού έφερε το λαμπατέρ στο σπίτι». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του. Πάλεψε η Βασίλω να τον κάνει καλά. Μπααα. Δεν έσιαζε με τίποτε. Λαμπαδιασμένος όπως ήταν κόντεψε να τους σκοτώσ’ όλους.
-Και τι θα έβγαζε; Θα λαμπάδιαζε περισσότερο και θα τα ισοπέδωνε.
-Τι να ισιοπέδωνε. Κι αν τα ισοπέδωνε τι θα κέρδαγε; Θα γυάλιζε το κεφάλ’ του γαμπρού; Δε γίνονται αυτά. Άμα η σκύλα ζητάει, μόνο τ’ αχαμνά του σκύλου κ’τάει. Τίποτε παραπέρα. Τα άλλα είναι για άλλους.
-Αυτό να μού πεις. Πόσα δεν είδαμε. Η άλλ’ η κωλοσούσα του Βαγγέλ’ δεν έφερε εκείνον τον κουτεντέ, όλο σγουρά τα μαλλιά, τούφες να δουν τα μάτια σ’, ένα κεφάλ’ σαν καμπρολάχανο. Ήταν όμως, όπως αποδείχτηκε από κάτ’ φλογέρα. Έδωσε πήρε γιοκ παιδί. Τον παράτ’σε και η κοπέλα και έμεινε τώρα στο ράφ’. Τι να κάν’ς. Όπως έρθουν;
– Εκείν’ η κοπελάρα του Βαγγέλ; Εκείν’ ήταν λαμπάδα Λαμπριάτικη. Κορμοστασιά, Παναγιά μου…
-Ακριβώς, κοίταξαν απαν’ νάχ’ τούφες και κάτ’ δεν είδαν που ήταν όλα μαραγκιασμένα.
-Μπα, σε θιαμαίνω. Πού τα μαθαίν’ς όλα;

-Τι όλα. Δεν ήρθες χτες στο πεζούλ’ στην εκκλησία. Τα ξέσπειρε όλα η μάνα της. Είπε και τι δεν είπε. Ακόμα λέει.
-Αυτό είπε; Δε σκέφτηκε μήπως έχ’ και κανένα πρόβλημα το δ’κό της το θηλ’κό; Μην είναι άκαρπη αυτή;
-Τι νόμ’σες πως είναι κερασιά και δεν έβγαλε καρπό; Δεν γίνονται αυτά. Το χωράφ’ για να βατσουνίσ’ πρέπει πρώτα κάποιος να το ποτίσ’. Αμα μέν’ απότιστο ούτε γομαράγκαθα δεν βγάζ’. Άστα να πάνε.
-Να πάνε και να μην έρθουν. Κοπελάρα. Λαμπάδα γραμμέν’.
-Λαμπάδα, ξελαμπάδα πρέπει να μπορεί να αναβ’ και το φιτίλ’. Άμα δεν το ανάψεις το φιτίλ’ δεν σκάει το φουρνέλο.
-Καλά λες. Αναμμένο το πουλί, λαμπαδιασμένο το κεχρί.
-Μπα τι λαμπαδιασμένο. Κατακαμμένο.
-Και τι κάψιμο. Με γερό προσάναμμα.
-Γερό, ξεγερό, η λαμπάδα, το αγιοκέρι, σε κάνει και έχεις Πασχαλιά ολάκερο το χρόνο.
-Αρκεί να ξέρε’ς να την καις κανονικά. Όχι και από τις δυο μεριές. Τότε θα καεί γληγορότερα και θα βρίσκεσαι σε δίλημμα. Από τους δυο ποιον να διαλέξω;
-Και τους δυο.
-Καλά λεν’ πως είσαι για τα καλά λαμπαδιασμέν’.
-Τον κακό σου τον καιρό. Μωρή παταγουδιασμέν’ λαμπάδα.
Ακόμα δέρνονται στο πεζούλι της εκκλησίας…