Μαριάννα Τζιαντζή: Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Σήμερα τα «αηδόνια» είναι φιμωμένα, καθώς μάσκα και τραγούδι δεν συνδυάζονται
Ερ.: Ποια είναι τα πρώτα σας διαβάσματα;
Απ.: Τα πρώτα μου διαβάσματα ήταν οι εφημερίδες – ο πατέρας μου έφερνε στο σπίτι δύο εφημερίδες την ημέρα, μία πρωινή (Το Βήμα) και μία απογευματινή (Τα Νέα), και το Σάββατο τον Ταχυδρόμο. Δεν νομίζω ότι τις ξεκοκάλιζα. Διάβαζα τους τίτλους, τα χρονογραφήματα και τα αφηγήματα σε συνέχειες, μάθαινα για τις νέες ταινίες, χάζευα τις ρεκλάμες αλλά κυρίως υποψιαζόμουνα ότι υπάρχει ένας μεγάλος κόσμος πιο συναρπαστικός από τον κόσμο του σπιτιού. Στη μικρή βιβλιοθήκη μας δεν υπήρχαν πάνω από 20 βιβλία για ενήλικες, τα οποία καταβρόχθιζα χωρίς να τα καταλαβαίνω, όπως το Ουδέν νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο. Ήταν τα μεγάλα αινίγματα που κάποτε θα έλυνα ή τουλάχιστον θα επιχειρούσα να τα λύσω. Οι άγνωστες λέξεις με ιντριγκάρανε, ώρες πάλευα να φανταστώ τι σημαίνει «αίσχος» ή «αποστασία» ή πώς είναι μια «κουφοξυλιά».
Ερ.: Οι αγαπημένοι συγγραφείς;
Απ.: Υπήρξαν και υπάρχουν συγγραφείς που με συναρπάζουν, που τους θαυμάζω, τους ζηλεύω, ενώ κατά καιρούς περισσότερο με ενδιαφέρουν λογοτεχνικά «είδη» ή «σχολές». Όπως αυτοβιογραφίες ή βιογραφίες ή ιστορικές μαρτυρίες, συχνά γραμμένες από ανθρώπους που δεν διεκδικούν τον τίτλο του λογοτέχνη. Να πω ότι ο Ντοστογιέφσκι ή ο Μπαλζάκ συγκαταλέγονται στους «αγαπημένους» μου; Ντρέπομαι, μου φαίνεται λιγάκι σαν αυτοκολακεία. Συχνά ανακαλύπτω βιβλία «εξαντλημένα στον εκδότη» που με ξαφνιάζουν ευχάριστα, όπως η Παγίδα του Θράσου Καστανάκη, το πρώτο ελληνικό spy thriller.
Ερ.: Ποια ήταν η αφορμή για να ξεκινήσετε να γράφετε;
Απ.: Δεν μπορώ να εντοπίσω μία και μοναδική αφορμή. Η γραφή, στις πρώτες μου απόπειρες, ήταν η έξοδός μου στον κόσμο, η φιλοδοξία να αφήσω ένα προσωπικό αποτύπωμα, ακόμα και αν κανείς δεν θα διάβαζε ό,τι είχα γράψει. Σχεδόν σαν τα παλαιολιθικά χαράγματα στα τοιχώματα των σπηλαίων.
Ερ.: Για ποιο λόγο προτιμάτε να γράφετε διηγήματα;
Απ.: Διηγήματα ήταν το πρώτο μου βιβλίο (Την άλλη φορά, Μαργαρίτα). Ακολούθησαν δύο μυθιστορήματα, που μάλλον δεν έκαναν πάταγο, και με το Αηδόνι του τρένου επανήλθα στο διήγημα. Η φόρμα αυτή ανταποκρίνεται και στην ασυνέχεια, την αποσπασματικότητα της καθημερινής μας ζωής, αν και εδώ προσπάθησα να βρω κάποια νήματα που διατρέχουν τις διάφορες ιστορίες.
Ερ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής της νέας σας συλλογής;
Απ.: Το τρένο, ο Ηλεκτρικός, περισσότερο από ό,τι το λεωφορείο είναι ιδανικό πεδίο δράσης όχι μόνο για τους πορτοφολάδες, αλλά και για εμάς τους γραφιάδες που «κλέβουμε» λόγια, χειρονομίες, μικρές ιστορίες, εικόνες ανθρώπων. Το ίδιο όπως ήταν κάποτε το καφενείο, το κουρείο, ο δρόμος, η πλατεία, η αγορά – και όχι τόσο τα μολ και τα σινεμά μούλτιπλεξ. Αυτά τα «κλοπιμαία» συνδυάστηκαν με ιστορίες που έμαθα από πρώτο ή και από δεύτερο χέρι. Ιστορίες που δεν μεταφέρθηκαν πιστά στο χαρτί αλλά πειράχτηκαν, χωρίστηκαν και επανασυναρμολογήθηκαν, κι έτσι προέκυψαν τα διηγήματα που επίσης στηρίχτηκαν και σε υλικό από πολλά σημειωματάρια που κρατώ εδώ και χρόνια.
Ερ.: Με γοήτευσε ο θρύλος ενός τραγουδιστή των τρένων. Είναι το τρένο χώρος έκφρασης για τους καλλιτέχνες;
Απ.: Ο θρύλος του τραγουδιστή, του αηδονιού του τρένου, είναι εν μέρει εμπνευσμένος από το «Αηδόνι του αυτοκράτορα» του Άντερσεν, που μόνο ελεύθερο, χωρίς αφέντη μπορούσε να κελαηδήσει. Δεν νομίζω ότι το τρένο είναι χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά χώρος για το κυνήγι του μεροκάματου. Κάποτε μεγάλοι καλλιτέχνες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, ξεπεσμένοι ή αναδυόμενοι, επιβίωναν χάρη στη «σφουγγάρα», όπως έλεγαν το πιατάκι για τη συλλογή των κερμάτων, περιφερόμενοι σε λαϊκές ταβέρνες και τραγουδώντας ή/και παίζοντας μπουζούκι ή ακορντεόν. Κάποιοι ανέβαιναν και στα τρένα κάνοντας τη διαδρομή Πειραιάς-Κηφισιά. Ένας από αυτούς θα μπορούσε να ήταν το φανταστικό «Αηδόνι του τρένου» για το οποίο μιλά μια από τις ιστορίες του βιβλίου. Σήμερα τα «αηδόνια» είναι φιμωμένα, καθώς μάσκα και τραγούδι δεν συνδυάζονται.
Ερ.: Μια γιαγιά που συνομιλεί με ένα ΑΤΜ. Άνθρωποι που θέλουν να συνομιλήσουν για να σπάσουν τη μοναξιά τους. Συμβαίνει συχνά αυτό στην Αθήνα;
Απ.: Ακόμα και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που, όταν βρίσκονται σε δημόσιο χώρο, εναγωνίως επιδιώκουν να πιάσουν την κουβέντα. Με οποιονδήποτε. Με τον διπλανό τους στο παγκάκι, με τον παραδίπλα σε κάποια ουρά έξω από την τράπεζα ή στη στάση του λεωφορείου. Όμως οι πρόθυμοι ακροατές λιγοστεύουν, ενώ ακόμα και την «καλημέρα» από έναν άγνωστο πολλοί τη βλέπουν σαν εισβολή στην ιδιωτικότητά τους. Το κινητό, η οθόνη, γίνεται προέκταση του χεριού και του μυαλού.
Ερ.: Η Μαρίτσα υπηρέτησε την τέχνη της υψηλής μοδιστρικής. Έχουν μείνει στη μνήμη μου οι μοδίστρες που έραβαν κι επιδιόρθωναν τα ρούχα. Πού πήγαν αυτοί οι άνθρωποι, που λες κι εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας;
Απ.: Η μοδιστρούλα της γειτονιάς συχνά ήταν μια αφανής ηρωίδα που με τη βελόνα ανάσταινε παιδιά, συντηρούσε την οικογένεια. Κάποιες μοδίστρες ήταν ταλαντούχες, σήμερα θα μπορούσαν να γίνουν fashion designers. Σήμερα τα περισσότερα ρούχα είναι φτιαγμένα από υφάσματα τόσο πλαστικά, εφήμερα και ευτελή που δεν μπαλώνονται, δεν μαντάρονται, δεν επιδιορθώνονται, απλά αντικαθίστανται. Κάποτε το μάλλινο, το ολόμαλλο παλτό προοριζόταν να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή και οι άνθρωποι το πρόσεχαν σαν τα μάτια τους, όπως και το «καλό κουστούμι». Και στα αναλώσιμα αντικείμενα (ρούχα, συσκευές, έπιπλα κ.λπ.), που σήμερα κυριαρχούν, μοιάζουν να αντιστοιχούν οι αναλώσιμοι, οι φερόμενοι ως πλεονάζοντες άνθρωποι.
Ερ.: Και «η φέτα απ’ του Ζαφόλια». Θυμάμαι τα καταστήματα που είχε στην οδό Ευριπίδου και στη Βαρβάκειο αγορά. Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τα καλά προϊόντα και ήταν καλοφαγάδες. Γίνεται κάτι τέτοιο σήμερα;
Απ.: Νομίζω ότι «η φέτα από του Ζαφόλια» ή «οι κλωστές από του Καλυβιώτη» ήταν το πρόσχημα για τη μεγάλη κάθοδο στο κέντρο της πόλης, για την έξοδο από το σπίτι και τη συνοικία. Ο τρισκατάρατος σήμερα, λόγω πανδημίας, συνωστισμός κάποτε ήταν επιθυμητός, μας άρεσε να βρισκόμαστε ανάμεσα στον κόσμο, στον πολύ κόσμο. Και μέσα από τη γεωγραφία των αγορών συχνά στηνόταν μια προσωπική ή οικογενειακή μυθολογία: ο φούρνος με το καλό ψωμί, η ταβέρνα με το καλό χύμα κρασί, το ζαχαροπλαστείο με το καλό γαλακτομπούρεκο.
Ερ.: Αφηγείστε τα πρόσωπα της Αθήνας, της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Διαβάζουμε καταστάσεις και σκηνές της καθημερινής ζωής. Γιατί η κρίση άφησε φανερά τα ίχνη της σε διαφορετικές γενιές;
Απ.: Είναι αυτονόητο ότι η κρίση επηρέασε βαθιά όλες τις γενιές, κυρίως ως προς την ανατροπή που έφερε στις εργασιακές σχέσεις και το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Τα ορατά, τα μετρήσιμα σημάδια είναι γνωστά: λουκέτα σε μαγαζιά και επιχειρήσεις, ενεχυροδανειστήρια, ανεργία, μετανάστευση στο εξωτερικό (όχι μόνο νέων επιστημόνων αλλά και τεχνιτών, κομμωτριών, ξενοδοχοϋπαλλήλων). Όμως το αόρατο αποτύπωμα της κρίσης είναι βαθύ, διαβρωτικό και ανθεκτικό στον χρόνο. Καλύτερα μπορούν να μας μιλήσουν γι’ αυτό οι εκπαιδευτικοί που βλέπουν χρόνο τον χρόνο πώς αλλάζει η συμπεριφορά των παιδιών μες στη σχολική τάξη, πώς αλλάζει η στάση των γονέων απέναντι στον δάσκαλο ή τον καθηγητή. Δεν απαξιώνονται τα πρόσωπα, αλλά ο ίδιος ο θεσμός της μετάδοσης της γνώσης. Δεν υποτιμώ την κοινωνική αλληλεγγύη, που δείγματά της εξακολουθούμε να συναντάμε, αλλά πλάι σ’ αυτή γιγαντώνονται ο εγωισμός, ο κυνισμός, η απάθεια, η μοιρολατρία, ο κοινωνικός δαρβινισμός, η επινόηση «εχθρών» – γόνιμο έδαφος για να φουντώσουν ο σκοταδισμός, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία.
Ερ.: Και όλα αυτά με την ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Υπάρχει ελπίδα να καλυτερέψουν τα πράγματα και να απολαύσουμε τη ζωή μας;
Απ.: Υπάρχει ελπίδα, αλλά φορείς της είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι «πολλοί» και όχι κάποιος φωτισμένος πολιτικός ηγέτης ή κόμμα ή πάνσοφο δόγμα. Όμως συνήθως οι «πολλοί» είναι απομονωμένοι, κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους, παγιδευμένοι μες στα (υπαρκτά) προβλήματά τους.
Ερ.: Πέρα από συγγραφέας είστε και δημοσιογράφος. Βοηθά το ένα το άλλο;
Απ.: Έγραφα και προτού γίνω επαγγελματίας δημοσιογράφος, κάτι που δεν επιδίωξα αλλά προέκυψε. Η ενασχόλησή μου με τη γραφή, με τις παγίδες και τις δυνατότητές της, διευκόλυνε τη δημοσιογραφική δουλειά μου, αλλά ελπίζω ότι η δεύτερη δεν καθόρισε την πρώτη. Η δημοσιογραφία, όταν υπάρχουν δυνατότητες για τη σωστή άσκησή της (που σπάνια υπάρχουν), ανοίγει ορίζοντες, αλλά συχνά, όταν γίνεται μεροδούλι-μεροφάι, μας καθηλώνει.
Ερ.: Ποια συμβουλή των γονιών σας τηρείτε πάντοτε;
Απ.: Ο πατέρας μου με συμβούλευε να βλέπω με μισό μάτι εκείνους που όταν βρίσκονται με άλλους στο τραπέζι, δεν πίνουν ποτέ ούτε μια στάλα κρασί! (Λόγοι υγείας εξαιρούνται.) Στην πραγματικότητα, πίσω από την άρνηση να πιουν βρίσκεται η άρνηση να μοιραστούν κάτι από τον εαυτό τους με άλλους. Και η γραφή που είναι προϊόν κόπου και φαντασίας –δεν εννοώ στα σόσιαλ μίντια, αυτή είναι γραφή περιορισμένης ευθύνης– είναι, μ’ έναν τρόπο, μοίρασμα.