Η ανάπτυξη… «Ήμουνα νιος και γέρασα»

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Κύριε Διευθυντά,
Θα μού επιτρέψετε να διατυπώσω μερικές σκέψεις μου που αφορούν βέβαια την ανάπτυξη του νομού μας και-γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- και, ας την πούμε την ιδιαιτερότητά μας, τα Τζουμέρκα. Εκεί γεννηθήκαμε και εκεί ρεκουμανήσαμε από την ανέχεια και κόψαμε σιακάτ’ για να καζαντίσουμε. Τώρα, τι καζάντια κάναμε, είναι «αλλονού παπά Ευαγγέλια».

Αυτή η ανάπτυξη που όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει και κάπου σκοντάφτει και γίνεται πλέον βορά της σκέψης, όσοι, τέλος πάντων, φαίνεται πως αγωνιούν για το μέλλον του τόπου ή και «μονοπωλούν» το μέλλον του. Άλλοι πιστεύουν πως θα επέλθει με τα πολλά καταλύματα, ξενοδοχεία κλπ. που θα φιλοξενήσουν τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο κι άλλοι από τις ταβέρνες που θα λειτουργούν ή πρέπει να λειτουργούν για τους στρατιώτες, τους φοιτητές και εν γένει τους επισκέπτες… Και δεν μιλάμε φυσικά για τα Τζουμέρκα τα οποία έγιναν βορά γλωσσικής καταπάτησης, κάθε ανευθυνοϋπεύθυνου. Κεντρικά, Βόρεια, Ανατολικά και ό,τι τους καπνίσει. Εκείνα έχασαν τα σύνορα και τα προσδιορίζει ο καθένας καταπώς «του καπνίσει», για να μην πω «καταπώς ξυπνήσει». Εκεί να δεις ανάπτυξη. Κάτσε και μέτρα. Τον χειμώνα. Άγναντα και συνοικισμοί. Περίπου 248 κάτοικοι. Μέσος όρος ηλικίας; Άστα, μην τα συζητάμε. Από αυτούς οι 52 είναι πάνω από 90 ετών. Μήπως είπατε τίποτε για υπογεννητικότητα και για δημογραφικό πρόβλημα;

Και για να είμαστε ειλικρινείς κίνηση φαίνεται πως γίνεται κανένα Σαββατοκύριακο σε κάνα μνημόσυνο ή καμιά -μακριά από δω- κηδεία. Εκεί με λίγα λόγια «εκλασε η νύφ’», με το συμπάθιο, «σχόλασε ο γάμος». Τέλος τα Τζουμέρκα. Ας κλαφουνίσουν όσο θέλουν οι ειδήμονες. Να δούμε και την πρωτεύουσα. Τι σόι ανάπτυξη γίνεται και κει, γιατί «άμα η γίδα φάει το κλαρί, λύκος θα φάει τα κατσίκια».
Φαίνεται πως αυτή την ανάπτυξη την επιδίωκε ο νομός παλαιόθεν. Και αυτό δείχνουν δύο δημοσιεύματα-ντοκουμέντα στις αρχές του 20ού αιώνα.
ΑΡΤΑ, 4 Μαρτίου 1901 (Τηλεγράφημα ανταποκριτού μας) Ο λαός της Άρτας μετα γενικήν κωδωνοκρουσίαν συνήλθεν εις πάνδημον συλλαλητήριον, κατά το οποίον ο κ. Μόραληςδιεξετραγώδησε την αλγεινήν οικονομικήν κατάστασιν του τόπου και την αφόρητον πενίαν, την μαστίζουσαν απελπιστικώς απάσας τα τάξεις.
Μεθ’ ό ο λαός εξελέξατο πενταμελή επιτροπήν, όπως επιδώση προς τον κ. Νομάρχην το ψήφισμα προς επαναφοράν της έδρας του 6ου Συντάγματος και την παροχήν δανείων προς τους πολίτας παρά της Εθνικής Τραπέζης, ίνα ούτω δοθή μικρά ζωή εις την φθισιώσαν πόλιν.Ο κ. Νομάρχης λαβών το ψήφισμα διεβεβαίωσε τα πλήθη, ότι αντιλαμβάνεται του οικονομικού κατηφόρου της πόλεως και υπεσχέθη να κάμη εκθύμως θερμάς συστάσεις προς την Κυβέρνησιν. ΕΜΠΡΟΣ 5/3/1901

Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε βαρούσαν οι καμπάνες «κωδωνοκρουσίαν» και τώρα «βαρούν» πανταχόθεν τα δίκτυα ενημέρωσης συνοδευόμενη η είδηση με πληθώρα φωτογραφιών. Τώρα, αν μπορούσε ο κ. Νομάρχης να κάνει συστάσεις προς την κυβέρνηση είναι άλλο θέμα κατά το πώς θα έλεγε ο πονηρός Τζουμερκιώτης: «Σας δουλεύουν μωρέ μουλαΐμκα, πάρτε το χαμπάρ’».
Και κάνα δυο χρόνια αργότερα «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή».
ΑΡΤΑ, 8 Μαρτίου 1903 (Εκτάκτου ανταποκριτού). «Είνε όντως αξιοθρήνητος η κατάστασις της ημετέρας πόλεως ολίγον κατ’ ολίγον και χωρίς ουδείς να το αντιληφθή, η πενία ενέσκηψεν εις πάσας σχεδόν τας τάξεις, δυστυχία δε απερίγραπτος επικρατεί εις όλα τα επαγγέλματα. Το εμπόριον ενεκρώθη˙ η γεωργία μαραίνεται ολονέν˙ουδεμία κίνησις και ουδεμία ζωή. Η ωραία άλλοτε Άρτα, κέντρον ζωηράς εμπορικής και γεωργικής κινήσεως, ήδη φθίνει υπό την επίδρασιν ενός μεγάλου κακού, το οποίον ολονέν εξαπλούται και ολονέν καθίσταται επιφοβώτερον. Το κακόν τούτο ίδίως χρονολογείται από της ημέρας καθ’ ην η Κυβέρνησις Θεοτόκη απέσυρεν εξ Άρτης τον στρατόν, κατ’ αρχάς μεν το ήμισυ αυτού υπό το πρόσχημα προσωρινού μέτρου, ύστερον δε ολόκληρον και παντοτεινώς».
Δημοσίευμα ημερήσιας Εφημεριδας Εμπρός 12/3/1903

Κι αν μού πει κανείς ότι ακριβώς, τα ίδια ακριβώς και απαράλλαχτα είναι, θα του απαντήσω πως χάρηκα για τη γνωριμία και τη διαπίστωση. Δεν χάρηκα όμως καθόλου για τη μοιρολατρία, την αδιαφορία, τον ωχαδερφισμό και τη σιωπή. Και κάτι παραπάνω. Τα Τζουμέρκα, οι Τζουμερκιώτες «περνάνε απέξω από την πόλη», αλλά κουνάνε μόνο το μαντίλι που το παίρνουν από αλλού. Από την Καλαμάτα ή κι από την Κίνα. Γιατί να περάσουν από μέσα; Να συμμετάσχουν στις κωδωνοκρουσίες; Τις βαράν τις καμπάνες κάθε μέρα στα χωριά. Νεκρώσιμα…
«Τι είχες Μήτρο μ’, τι είχα πάντα».
Πώς είπατε κ. Διευθυντά; «Ωραίο το τσίπουρο στους Μελισσουργούς;»
Επείσακτο ή γηγενές; Ιδού το ερώτημα…