Οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στον αγροδιατροφικό τομέα
Τι εκτιμά ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Σωτήρης Κίντζιος
Έναν μήνα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Σωτήρης Κίντζιος μιλά στο LiFO.gr για το χειρότερο σενάριο αλλά και τις αποφάσεις που πρέπει να πάρει η Ελλάδα ώστε να μειώσει τον οικονομικό αντίκτυπο του απρόβλεπτου πολέμου στις καλλιέργειες και τη ζωική παραγωγή.
Όπως αναφέρει, οι τιμές, κυρίως των τροφίμων, επηρεάζονται κατεξοχήν στην Ευρώπη επειδή η Ουκρανία αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή της Γηραιάς Ηπείρου σε συγκεκριμμένα είδη διατροφής και ζωοτροφών και έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές τροφίμων γενικότερα.
Επίσης, η Ουκρανία είναι βασικός προμηθευτής λιπασμάτων (κυρίως νιτρικών και καλιούχων). Η αγροτική δραστηριότητα και η διακίνηση των τροφίμων έχει έναν έντονα παγκοσμιοποιημένο χαρακτήρα, καθώς η γεωργική παραγωγή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη χρήση εισροών, όπως είναι τα καύσιμα, τα λιπάσματα, τα φυτοπροστατευτικά μέσα και το πολλαπλασιαστικό υλικό. Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο έντονο στα λεγόμενα «χρηματιστηριακά» είδη τροφίμων (commodities) όπως είναι τα περισσότερα σιτηρά, οι ελαιούχοι σπόροι (ηλιάνθος), η σόγια και η ζάχαρη. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία είναι μείζονες χώρες προορισμού εξαγωγών ελληνικών προϊόντων όπως τα οπωροκηπευτικά, επομένως η διακοπή των εξαγωγών στις χώρες αυτές θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα στο ισοζύγιο του αγροτικού τομέα.
Στην Ελλάδα, η αποδέσμευση αχρησιμοποίητων γαιών συνολικής έκτασης δύο εκατομμυρίων στρεμμάτων και η απόδοση τους, υπό όρους, σε νέους άκληρους αγρότες θα μπορούσε να καλύψει το 30-50% των ελλείψεων μας σε μαλακό σιτάρι ή καλαμπόκι.
Τα βασικά προϊόντα
Σε ότι αφορά, πόσο μεγάλη είναι η ουκρανική παραγωγή και ποια είναι τα βασικά προϊόντα, ο κ. Κίντζιος σημειώνει πως «Η γεωργία αποτελεί σημαντικό συστατικό της ουκρανικής οικονομίας, η οποία έχει μεγιστοποιήσει το παραγωγικό της δυναμικό κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών χάρη σε κομβικές ξένες επενδύσεις. Αυτή τη στιγμή αποτελεί τον τέταρτο μεγαλύτερο προμηθευτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλα τα τρόφιμα, ενώ κατέχει το 32% της παγκόσμιας παραγωγής ηλίανθου και περίπου το 8% ξεχωριστά σε στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και λιπάσματα.», ενώ για το γεγονός πως η Ρωσία κόβει τα λιπάσματα προς τη Δύση λέει: «Η έλλειψη κυρίως βασικών (αζωτούχων και καλιούχων) λιπασμάτων, των οποίων η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο παγκοσμίως εξαγωγέα, αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αύξηση του κόστους της παραγωγής των γεωργικών προϊόντων. Προσωπικά εκτιμώ ότι οι επιπτώσεις στην Ελλάδα θα είναι πιο μετριασμένες, καθώς λόγω της πολυετούς οικονομικής χρήσης, οι Έλληνες αγρότες έχουν ήδη προσαρμόσει την παραγωγή τους σε χαμηλότερα επίπεδα λίπανσης, μειώνοντας βέβαια και τα αντίστοιχα μεγέθη παραγωγής.»
Η παραγωγή τροφίμων
Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παραγωγή τροφίμων σύμφωνα με τον κ. καθηγητή είναι: «Το βασικό πρόβλημα στην παραγωγή τροφίμων είναι η αύξηση του κόστους λόγω των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και σε δεύτερο βαθμό των λιπασμάτων (η συμμετοχή των οποίων στο συνολικό κόστος παραγωγής είναι περίπου το 30% του αντίστοιχου της ενέργειας). Λόγω της έναρξης της εαρινής περιόδου, το κόστος της παραγωγής θα καθοριστεί πολύ από τις καλές ή όχι καιρικές συνθήκες. Η Ελλάδα είναι σε ευνοϊκή θέση, συγκριτικά με άλλες χώρες, όσον αφορά αυτή την παράμετρο, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί μία αύξηση του κόστους ακόμα και εκείνων των προϊόντων στα οποία είμαστε πλεονασματικοί, όπως αφορά τα περισσότερα προϊόντα φυτικής παραγωγής με εξαίρεση το μαλακό στάρι και το καλαμπόκι».
Όσο για το ποιο είναι το χειρότερο σενάριο αν μακροημερεύσει η κρίση σύμφωνα με τον κ. Κίντζιο «Υποχρεωτικά θα πρέπει να στραφούμε σε άλλα μοντέλα παραγωγής και να αυξήσουμε τη χρήση αγροτικής γης, τόσο ποσοτικά (δηλαδή ως έκταση) όσο και ποιοτικά, με προσανατολισμό την παραγωγή ειδών στα οποία υπάρχει έλλειψη. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η αποδέσμευση αχρησιμοποίητων γαιών συνολικής έκτασης δύο εκατομμυρίων στρεμμάτων και η απόδοση τους, υπό όρους, σε νέους άκληρους αγρότες θα μπορούσε να καλύψει το 30-50% των ελλείψεων μας σε μαλακό σιτάρι ή καλαμπόκι.
Λιπάσματα και ζωοτροφές
Το θετικό στοιχείο είναι ότι η γεωπονική επιστήμη και έρευνα έχει πλέον αναπτύξει εξαιρετικά προηγμένα τεχνολογικά εργαλεία τα οποία μπορούν να εξορθολογήσουν τη χρήση των λιπασμάτων έτσι ώστε να πετυχαίνουμε τη μέγιστη παραγωγή με τη μικρότερη δυνατή ποσότητα. Ο επιστημονικός αυτός τομέας ονομάζεται Γεωργία Ακριβείας και αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες της 4ης Αγροβιομηχανικής Επανάστασης στην οποία τα ψηφιακά μέσα έχουν καθοριστικό ρόλο…».
Τέλος σχετικά με το τι συμβαίνει με τις ζωοτροφές και τα ζώα και αν έχει η Ελλάδα επάρκεια, απαντά: «Η Ελλάδα δεν έχει επάρκεια σε ζωοτροφές, καθώς η καλλιέργεια του καλαμποκιού, ως αποσυνδεδεμένη από τις επιδοτήσεις έχει υποχωρήσει δραματικά. Επίσης είμαστε ελλειμματικοί στο κριθάρι και ασφαλώς στη σόγια η οποία εισάγεται κατά 90%. Υπάρχουν ωστόσο λύσεις: μπορούμε να αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή ψυχανθών (της βοτανικής οικογένειας στην οποία ανήκουν τα φασόλια και τα ρεβύθια αλλά και η σόγια), όπως της μηδικής, η οποία είναι βασική ζωοτροφή, αλλά και περισσότερο εγχώριων, και για τον λόγο αυτό πιο αποδοτικών ειδών, όπως είναι το λούπινο. Ας μην ξεχνάμε πως μεγάλο μέρος της ζωικής μας παραγωγής βασίζεται στην εκτατική αιγοπροβατοτροφία, η οποία αξιοποιεί την ελεύθερη βόσκηση. Εδώ τίθεται πάλι το θέμα της αξιοποίησης των ακαλλιέργητων γεωργικών γαιών».