Ένας αινιγματικός ποιητής ετών 26 -Κώστας Κρυστάλλης
Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Συχνά μας προβληματίζει η ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη μιας και ίσως είναι λίγο ελαφρύ να χαρακτηρίζεται μόνο ως ο ποιητής του βουνού και της στάνης, γιατί πάνω απ΄όλα ήταν ο ποιητής της ελευθερίας. Γι΄αυτή πολέμησε με τους στίχους του και μ΄αυτή πέθανε στην πόλη μας την Άρτα. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Γενάρης 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη.Ο έρωτας του Κρυστάλλη για την ηπειρώτικη φύση αποτυπώνεται σε όλα του τα ποιήματα.
Έχουμε την μέγιστη τιμή να έχουμε και να είμαστε φορείς του έργου του μεγάλου Ηπειρώτη ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, αλλά ακόμη περισσότερο να βρίσκεται ο τάφος του στο δικό μας νεκροταφείο όσο κι αν υπάρχει κι άλλο ένα μνημείο στο χωριό του, το Συρράκο. Ο τάφος σημείο αναφοράς για πολλούς πνευματικούς ανθρώπους μιας άλλης εποχής που είχαν να μας διδάξουν πολλά.
Πολλές φορές παρασυρμένοι από συρμούς και στερεότυπα παρακάμπτουμε την πραγματική ουσία των καλλιτεχνών και του έργου τους. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα τόσο νέο ποιητή, όχι μόνο που έγραψε -και έγραψε πολλά μιας και δεν ήταν μόνο πολυγραφότατος και είχε να μας πει πολλά, αλλά ακόμη περισσότερα να μας κρύψει. Μας τα στέρησε η ασθένειά του που του χάρισε μόνο 26 χρόνια ζωής, -ένα μπαούλο που κάηκε με το υπόλοιπο έργο του από το φόβο μην μεταδοθεί η μολυσματική ασθένεια, η φυματίωση- που επίσης οδήγησε στις σκιές του Άδου και την μητέρα του αλλά και τον ίδιο.
Κακώς ο Κρυστάλλης έχει ταυτιστεί με την απόλυτη φυσιολατρεία της ηπειρώτικης μοναδικής φύσης που αποτύπωσε απλόχερα και περιγραφικότατα στη ποίησή του. Πιστεύω πως ήταν περισσότερο ο ποιητής της ελευθερίας, μιας ελευθερίας που ο ίδιος στερήθηκε και αναζητούσε απεγνωσμένα- Πόθοι:
…Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;…
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Βρέθηκε στο στόχαστρο του Γιάννη Αποστολάκη όπως κάθε νέος δημιουργός που προσπαθεί ν΄ανασάνει στην ελληνική μικρή μας και στενή κοινωνία που την πνίγει ένα περίεργο πνευματικόκατεστημένο. Οι διαχειριστές του κάθε μας πολιτισμού που αλίμονο όποιος τολμήσει να διαταράξει την ηθική τους οικονομική ευστάθεια και διάρκεια, θα βρεθεί στο στόχαστρο και στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπως όχι μόνο ο Κρυστάλλης αλλά και ο Καρυωτάκης, ο Λαπαθιώτης που όλοι τους μεγαλούργησαν με και μετά το θάνατό τους.
Ο Κρυστάλλης όταν ο Αποστολάκης του ασκεί έντονη κριτική, πειραματίζεται στο δημοτικό τραγούδι και τη γλώσσα, αφομοιώνοντας αριστοτεχνικά και ενοχλώντας τους αραχνιασμένους φιλολογικούς κύκλους. Δεν είναι τσοπάνος, δεν μεγάλωσε στη στάνη, δεν την επαινεί ούτε την περιγράφει, δεν παίζει με φλογέρα και δεν φυλάει πρόβατα και γίδια Δυστυχώς και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς και ο Άλκης Θρύλος και η Ελένη Ουράνη τον αντιμετώπισαν με μια δική τους-βαριά κριτική για δικούς τους λόγους. Ο Κρυστάλλης είναι ένας διανοούμενος με καταγωγή ορεινή που μεγάλωσε χωρίς μητέρα, με μητέρα την ηπειρώτικη φύση, και αυτό μας και τον τιμά ιδιαιτέρως, χωρίς αγάπη αλλά στέρηση και ίσως γι΄αυτό η δική του αγάπη ήταν η πατρίδα, η ελευθερία, το Κάλλος, το βουνό ο σταυραετός.
Ο ποιητής αυτό που γράφει και καταγράφει είναι μεν το φυσικό του πλαίσιο μερικώς, όμως το φίλτραρε με τη δική του παιδεία που και βαθιά και προσεγμένη ήταν με παιδεία της Ζωσιμαίας Ακαδημίας που δεν εξέτρεφε τσέλιγκες αλλά πνευματικούς ανθρώπους. Ο Κρυστάλλης μιλούσε όχι μόνο τη γλώσσα των προγόνων του αλλά και γαλλικά και γερμανικά.Έχει όμως και βιοποριστικό πρόβλημα στην Αθήνα όπου ζητά όχι βοήθεια αλλά εργασία για να επιβιώσει. Και δύσκολα το βρίσκει ενώ η ασθένειά του του μειώνει τα όρια και τις δυνατότητες. Είναι όμως ένα μεγάλο και πολυσύνθετο πνεύμα, που με πείσμα μελετά, συγγράφει και δημιουργεί αφηγείται ζωές και μύθους, ένας λόγιος και μαχητής της ελευθερίας και τη δημοτικής που έβγαλε η Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. «Οι πόθοι», «Οι Βλάχοι της Πίνδου», «Τα Αγροτικά» το καταδεικνύουν αυτό περίτρανα.Είναι ο συνεχιστής της Ηπειρώτικης παράδοσης του Βηλαρά και του Ψαλίδα του Μελέτιου Γεωγράφου και του και συνεχιστές του οι Χ. Χρηστοβασίλης, Γ. Ελιγιά, Δ. Χατζής. Ένας γνήσιος Ηπειρώτης που δεν βιώνει την ξενιτιά σε μακρινές ξένες χώρες αλλά στην Αθήνα και τον εκτυφλωτικό της ήλιο. Και φυσικά εκεί μιας και κανένας δεν τον αποδέχεται, όλοι τον κατακρίνουν δεν βρίσκει δουλειά και καταφυγή. Διωγμένος και κυνηγημένος, μόνος άπατρις ορφανός και άρρωστος. Το βουνό και ο κάμπος, οι πτήσεις του σταυραετού και ο κάμπος που τελικά θα τον αποτελειώσει.
Η δημοτική ποίηση η λαογραφία, τα κλέφτικα τραγούδια, τα τραγικά βιώματα πλάθουν και διαμορφώνουν τον ποιητή και την γραφή του. Πώς μπορεί όμως να είναι κάποιος τόσο αυστηρός και απόλυτος μ΄έναν δημιουργό που 26 ετών πέθανε, δεν γνωρίζουμε την εξέλιξη του έργου του και από την άλλη μας άφησε λίγα σε σχέση με όσα εν δυνάμει θα έγραφε ή είχε γράψει και δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια μας και τ΄αυτιά μας; Άλλοι ούτε καν έχουν ξεκινήσει στα 26 χρόνια, άλλοι διασκεδάζουν τη νιότη τους, ψάχνουν εναγωνίως την ταυτότητά τους και ο ίδιος ο Κρυστάλλης είχε ήδη διαμορφωθεί από τον τόπο και τη βασανισμένη ζωή του την έλλειψη της μητέρας, τον κατατρεγμό από την μάχη της ελευθερίας, την απόρριψη από τους αστικούς αυστηρούς κύκλους της Αθήνας, χωρίς εισόδημα , βαριά άρρωστος και μόνος, πρόσφυγας…
… Κι αν απόθάνω Γιώργο μου να μη με θάψεις χαμηλά, στο λόγγο μη με κρύψεις, μα στα Τζουμέρκα στην κορφή, το μνήμα μου να σκάψεις,βαθύ, βαθύ να στέκω ορθός…(Ο Κατσαντώνης άρρωστος) θα μας εκφράσει ο ποιητής. Ξέρει πως πλησιάζει το τέλος του και ξέρει…Αχ πως τους θάφτουν να ξερες και πώς τους παν τους ξένους/ χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη….(Της ξενιτιάς). Το μεταφυσικό τον ακολουθεί γιατί ξέρει πως μονίμως βρίσκεται ο θάνατος δίπλα του και γι΄αυτό τα ποιήματά ου έχουν τόση ορμή και πάθος, μιας και τον κρατάνε στη ζωή και τον ήλιο πριν βυθιστεί στο χώμα και στις Σκιαίς του Άδου. Μεγάλη Παρασκευή πέθανε και ξεκίνησε μια κίνηση μαθητών της Άρτας να του φτιάξουν την προτομή του που και αυτή μετά από πολλές περιπέτειες ελληνικής φύσεως επιτέλους στήθηκε και κοιτά προς τα όρη. Εκεί που όφειλε.