Η κυβερνητική της συλλογικής μνήμης στην Άρτα
Γράφει ο Ν. Μπιλανάκης
Οι πληροφορίες που συνιστούν τον παρελθόντα χρόνο καταχωρούνται στη μνήμη. Η μνήμη όμως δεν εμπεριέχει απλά το παρελθόν. Επιπλέον, το νοηματοδοτεί, κάνοντας τον εγκλεισμένο σε αυτό χρόνο, να αποκτά νόημα. Αυτό συμβαίνει τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η συλλογική μνήμη- η μνήμη μιας ομάδας ανθρώπων, ενός τόπου, των κατοίκων μιας χώρας κλπ- συγκροτείται και επιβάλλεται μέσω συγκεκριμένων μηχανισμών που έχει στη διάθεση της η εκάστοτε κεντρική και τοπική εξουσία. Ανάμεσα στους μηχανισμούς αυτούς συγκαταλέγεται η εκπαίδευση, η τέχνη, η ονοματοθεσία δρόμων και πλατειών, η τοποθέτηση προτομών, αγαλμάτων και μνημείων στον χώρο, η συντήρηση και ανάδειξη ιστορικών κτηρίων, οι κυκλικοί εορτασμοί ιστορικών επετείων, οι παρελάσεις, οι επετειακές τελετές, κλπ. Όλοι οι παραπάνω μηχανισμοί συμπράττουν στην παραγωγή συλλογικού παρελθόντος και συλλογικής μνήμης, περιλαμβάνοντας και υπογραμμίζοντας ή αποκλείοντας και αποσιωπώντας διάφορες όψεις αυτού του παρελθόντος.
Ο τρόπος διαχείρισης και ελέγχου του χρόνου από την ελίτ που κυβερνά οφείλει πάντα να προβληματίζει τους πολίτες και να τους κρατά σε εγρήγορση. Γιατί κάθε ελεύθερος άνθρωπος οφείλει να υπερασπίζεται την αλήθεια. Και αλήθεια είναι όχι μόνο κάθε γεγονός που πραγματικά συνέβη αλλά και ο αγώνας να μην λησμονηθεί ότι συνέβη (α+λήθη).
Αν παρατηρήσουμε την ονοματοθεσία των πιο βασικών δρόμων της πόλης, της Άρτας, εύκολα θα αντιληφθούμε πως η διαχρονική κυβερνώσα ελίτ της πόλης μας καθόρισε άμεσα, και έκτοτε διατηρεί εν ισχύ, το επιθυμητό ιστορικό πλαίσιο που οφείλει να έχει η πόλη: οδός Αμβρακίας που μετονομάζεται σε Βασιλέως Πύρρου η μία- να καθορίζει το μακρινό παρελθόν, Νικολάου Σκουφά η κεντρική οδός για να τιμά το πρόσφατο παρελθόν και Βασιλέως Κωνσταντίνου η τρίτη- να παραπέμπει στην πιό πρόσφατη τελική απελευθέρωση της πόλης. Η ονοματοθεσία των υπολοίπων οδών αναδεικνύει το κυρίαρχο χριστιανικό θρήσκευμα των κατοίκων της πόλης (Αγ. Θεοδώρας, Αγ. Αρτεμίου, Μητροπολίτη Πορφυρίου, Μαξιμου Γραικού κ.α.), μνημονεύει τοπωνύμια τόπων καταγωγής των κατοίκων της (Τζουμέρκων, Θεοδώριανων κ.α.), τοπωνύμια άλλων χαμένων πατρίδων (Σμύρνης, Μ. Ασίας, Χιμάρας, κ.α), τιμά πρόσωπα και γεγονότα από την Ελληνική Επανάσταση (Μπότσαρη, Κανάρη, Καραϊσκάκη, κ.α.), μνημονεύει σημαίνοντα πρόσωπα από την σύγχρονη ελληνική ιστορία (Βενιζέλου, Βελουχιώτη, Καποδίστρια κ.α. ) ποιητές (Ελύτη, Κρυστάλλη, Σικελιανού κ.α.) ή επιφανείς από την τοπική κοινωνία (Ζάρα, Πατσαλιά, Τζανέτου, Πριόβολου, Τσούτσινου κ.α.). Διακρίνουμε επίσης ονοματοθεσία δρόμων προς τιμή Φιλελλήνων (Λ. Βύρωνα, Νόρμαν, Τορέλα, Φιλελλήνων). Δεν διακρίνουμε όμως οδωνύμια προς τιμή προσωπικοτήτων από την εβραϊκή κοινότητα -όπως ας πούμε έχει γίνει στη Θεσσαλονίκη (π.χ. Αγορα Μοδιάνο, οδός Μωυσέως, οδός Ιατρού Περρέρα), στα Γιάννενα (οδός Γιωσέφ Ελιγιά) ή στην Αθήνα.
Τουλάχιστον μέχρι τις 29/3/2022, όπου στην Άρτα και στην οδό που ξεκινά από την πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, όπου και βρίσκεται το Μνημείο Ολοκαυτώματος, δίνεται το όνομα Ισάακ Μιζάν, επιφανούς κατοίκου της Άρτας. Δεν διακρίναμε επίσης κανένα άλλο οδωνύμιο προς τιμή κάποιας προσωπικότητας από την άλλη θρησκευτική κοινότητα (την μουσουλμανική) που διοίκησε επί 430 χρόνια την τότε Νάρδα. Επίσης δεν αντιληφθήκαμε ονοματοθεσία οδών προς τιμή των Γάλλων Προξένων ή προξένων άλλων χωρών, που από τον 17ο και όλο τον 18ο αιώνα διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στην τοπική εμπορική κυρίως ιστορία, αναδεικνύοντας την. Ούτε προς τιμή ξένων περιηγητών (όπως των Πουκεβίλ, Turner, Hughes, κ.α.) που περιήλθαν τον τόπο αυτό και ανέδειξαν ιστορικά στοιχεία για την περιοχή. Αλλά ούτε και προς τιμή άλλων αλλοεθνών (Σέρβων, Αλβανών, Ιταλών κλπ) Ηγεμόνων ή άλλων σημαινόντων του Δεσποτάτου της Ηπείρου της περιόδου μετά την δυναστεία των Άγγελων Κομνηνών. Ενώ για τους τελευταίους, τους θεωρούμενους “δικούς μας”, υπάρχει βέβαια σχετική ονοματοθεσία (Κομνηνού, Άγγελου Νικηφόρου, Παλαιολογίνας). Συμπερασματικά, από την ονοματοθεσία δρόμων και πλατειών της πόλης της Άρτας, προκύπτει μια διαχρονική διάθεση διαμόρφωσης ενός συλλογικού παρελθόντος και μιας συλλογικής μνήμης που οφείλει να στηρίζεται στα κυρίαρχα υλικά της ορθοδοξίας και της ελληνικότητας. Απουσιάζει σχετικά ή πλήρως η ονοματοθεσία προς τιμή Εβραίων Αρτινών ή άλλων μη-Ελλήνων ορθοδόξων, κυρίως από την μεσαιωνική Άρτα και βέβαια απουσιάζει κάθε αναφορά στην οθωμανική περίοδο της πόλης.
Παρόμοια συμπεράσματα προκύπτουν από τη μελέτη των 10 αγαλμάτων και των 4 μνημείων της Άρτας. Με χορηγούς των έργων αυτών τον Δήμο Αρταίων, τον Ελληνικό Στρατό ή ιδιώτες φυσικά ή νομικά πρόσωπα παρατηρούμε ότι κυρίως τα αρχικά φιλοτεχνηθέντα έργα αποσκοπούσαν πρωτευόντως στην εμπέδωση του επιθυμητού εθνικού αφηγήματος σχετικά με τον ελληνο-ορθόδοξο πολιτισμό μας, και μόνο σε κατοπινότερα έργα, που φιλοτεχνήθηκαν σε εποχές μικρότερης κοινωνικής πόλωσης και πολιτικού διχασμού, μνημονεύονται λογοτέχνες π.χ. Περάνθης, Παπαγεωργίου-Ράγκος, Κοντζιούλας, Μόραλης ή περισσότερο απαρτιωτικά έργα όπως το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης 1941-45 ή το -πρώτο μνημείο για Άλλους- το Μνημείο για τους Εβραίους Μάρτυρες.
Ανάλογες με τις παραπάνω πρακτικές διαχείρισης του χρόνου και διαμόρφωσης της επιθυμητής συλλογικής μνήμης στην πόλη μας θεωρώ πως είναι οι πολιτικές διαχείρισης των υπαρχόντων μνημείων της οθωμανικής περιόδου και της εβραικής κοινότητας στη περιοχή. Στο μεν Φειζούλ Τζαμί επιχειρήθηκε ακόμα και η αλλαγή χρήσης του μνημείου και η μεταμόρφωση του σε κατοικία ενώ το Ιμαρέτ αφέθηκε να ρημάζει δεκαετίες τώρα αφρόντιστο και απεριποίητο με άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης του παρά τις περί του αντιθέτου δημοσιοποιημένες μελέτες συντήρησης και ανάδειξης του μνημείου (η τελευταία δημοσιοποιήθηκε προ μιας εβδομάδας). Το ίδιο και χειρότερα συνέβησαν με τα μνημεία της Εβραϊκής κοινότητας, που καταστράφηκε ολοσχερώς η Συναγωγή και το Εβραϊκό Κοιμητήριο της- αν και στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαίτερα τα τελευταία έτη παρατηρούμε μια αυξημένη επετειακή τουλάχιστον κινητικότητα.
Κλείνοντας, έχω την γνώμη ότι θα ήταν ορθότερο να υιοθετηθεί μια άλλη διαχείριση της συλλογικής μνήμης των κατοίκων της πόλης με σκοπό να αναδιαταχθούν αυτές και να προτεραιοποιήθούν έννοιες όπως η αποδοχή και η ανοχή στην Ετερότητα και τον Άλλον, η αποχή από την μισαλλοδοξία, η υιοθέτηση της πολυπολιτισμικής συμβίωσης με αρχές και κανόνες. Και ενώ πρακτικά, τα παραπάνω σημαίνουν ανεμπόδιστη αποδοχή του Οθωμανικού παρελθόντος της πόλης και της παρουσίας της Εβραϊκής κοινότητας σε αυτήν, ταυτόχρονα η προβολή αυτής της πραγματικότητας ως μνήμης μπορεί να αποφέρει και σημαντικά κέρδη στην νοοτροπία και στον πολιτισμό των τωρινών κατοίκων της αλλά και να ενισχύσει παράλληλα και τον τουριστικό τομέα. Κάτι που ήδη το είδαμε να συμβαίνει με τον Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη, γιατί να μην συμβεί και στην Άρτα; (Θυμίζω πως αποτέλεσμα των σχετικών προσπαθειών του Μπουτάρη και των αρμόδιων φορέων της πόλης για προσέλκυση τουριστών στη Θεσσαλονίκη με όχημα το πολυπολιτισμικό παρελθόν της, οι επισκέπτες της πόλης από το Ισραήλ αυξήθηκαν κατά 358% και από την Τουρκία κατά 226% κατά την περίοδο 2010-2013). Τελειώνοντας, ας πώ ότι πολιτισμένος άνθρωπος δεν είναι αυτός που παινεύεται για τα ιστορικά κατορθώματά του ως έθνος, προβάλλοντας μόνο ότι προέρχεται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά συγχρόνως αποσιωπά την πολιτισμική κληρονομιά που προέρχεται από διαφορετικούς συνισταμένους πολιτισμούς ή από άλλες εποχές. Πολιτισμένος άνθρωπος και πολιτισμένος Έλληνας είναι αυτός που αποδέχεται τη συνολική πολιτισμική κληρονομιά του τόπου του, ασχέτως αν αυτή αποτελεί αποτέλεσμα διαφορετικών εθνοτήτων, κουλτούρων και εποχών.