ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΔΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑΣ

Υπό του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου-χημικού

Εισαγωγικά
Η εκκλησία της Παρηγορήτισσας, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αναμφίβολα είναι από τα πιο σημαντικά μνημεία της Άρτας και κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Παλαιότερα υπήρξε καθολικό μεγάλου μοναστηριού, από το οποίο σώζονται η τράπεζα και 16 κελιά. Η σημερινή της μορφή οφείλεται στις εργασίες που έγιναν στο μνημείο από το Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα στα τέλη του 13ου.
«Κάθε φορά που κάποιος αυτοκράτορας ή αξιωματούχος αναλάμβανε την κατασκευή και τη διακόσμηση ενός βυζαντινού ναού έθετε και αυτός τον εαυτό του στην υπηρεσία των πολιτών, καθώς ο ναός που ανεγείρονταν αποτελούσε αφορμή συνάθροισης για την άσκηση των λατρευτικών τους καθηκόντων. Επρόκειτο δηλαδή για έναν χώρο σύσφιγξης των δεσμών μεταξύ του αυτοκράτορα και των υπηκόων του. Στην ουσία, το ίδιο το μνημείο ήταν ο συνεκτικός τους δεσμός.

…Η χορηγική δράση προβάλλει ένα μήνυμα κοινωνικής αλληλεγγύης για τον σύγχρονο άνθρωπο. Πρόκειται για ένα μήνυμα επίκαιρο, αλλά και διαχρονικό: να θέσει ο κάθε πολίτης – αξιωματούχος ή μη – με όποιο μέσο διαθέτει, τον εαυτό του στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Οι χορηγοί καθίστανται κοινωνικά πρότυπα των οποίων καλείται ο καθένας μας να γίνει μιμητής. Άλλωστε, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ολοκληρωμένη προσωπικότητα μόνο λαμβάνοντας από τον άλλον δωρεές τις οποίες ο ίδιος δεν διαθέτει από μόνος του. Ο μόνος τρόπος με τον οποίον υπάρχει ο Χριστιανισμός, στα πλαίσια του οποίου αναπτύχθηκε η βυζαντινή μνημειακή τέχνη, είναι η κοινότητα, δηλαδή η Εκκλησία.»(Ε.Χιωτέλλη)
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε μερικά ιστορικά κείμενα που αφορούν τον ναό της Παρηγορήτισσας της Άρτας. Σκοπός της δημοσίευσης είναι η προσέγγιση της ιστορικής και εκκλησιαστικής αξίας του συγκεκριμένου χριστιανικού ναού ως ακίνητου, θρησκευτικού, πολιτιστικού αγαθού με λατρευτικό προορισμό.Δυστυχώς η μουσειοποίησή του και η αντιμετώπισή του μόνο ως πολιτιστικό αγαθό οδηγεί στη σταδιακή αποϊεροποίησή του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Τα κείμενα που δημοσιεύουμε είναι τα εξής:
Α.Ποίημα του μακαριστού Ακαδημαϊκού Κ.Τρυπάνη με τίτλο «ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ» ΑΡΤΑ 1944.Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή του Α GlassAntonis. Τοέγραψε,ότανεπισκέφτηκε την Άρτα το 1944καιτουέκανε εντύπωση ηερήμωσητουΝαού.
Β.Απόσπασμα από το κείμενο του Α.Τραυλαντώνη (έλληνα πεζογράφου) με τίτλο ««Η Παρηγορίτσα». Δημοσιεύτηκε το 1895 στο περιοδικό-«Εικονογραφημένη Εστία».
Γ.Απόσπασμα από το άρθρο «Άρτα, µνήµη Βυζαντίου λαµπρή» … της Μαριάννας Κοροµηλάστο περιοδικό SORED (τεύχος Οκτωβρίου-∆εκεµβρίου 1978 ).
Δ.Απόσπασμα από το άρθρο«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»του δημοσιογράφου Γιώργου Δ. Δημακόπουλου σε διασκευή με τον τίτλο – Σκέψεις με αφορμή μια (υποτιθέμενη) αγρυπνία στην Παναγία την Παρηγορήτισσαστην εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Α. ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ, ΑΡΤΑ 1944(Κ.Τρυπάνη).
Τα χελιδόνια χτίσαν τις φωλιές τους κάτω
απότα μάτια τ’ αυστηρά των προφητών, σε αγγέλους
δίπλα και σε άγιους, που ξέχασαν πώς ναγελούν
το ξύλο, το γιαλί μακρυά δεν καταφέρνουν την βροχή
νατην κρατήσουν. Πάνω απ’ τα ψηφιδωτά
φτεροκοπούν τα σπαραγμένα, εκεί πού το κρανίο τουΑδάμ
κοιτάει τυφλά, πιτσιλισμένο μ΄ αίμα παγωμένο,
τα που τερετίζουν ράμφη τους και πάντα ηΕύα κάπως
έτσι, δίχως λόγια, τον καλούνε: «Σήκω, Άδάμ,
απότον ισοθάνατο ύπνο σου κι ακούω
τα χελιδόνια ναλαλούν.»
——————————————————————————————–

 

Β. Η Παρηγορίτσα (Απόσπασμα Α.Τραυλαντώνη)
«Σε μια πλατεία αρκετά ψηλή, που μπορούσε να γίνει ένας ομορφότατος περίπατος,βρίσκεται η παλαιά εκκλησία της Παρηγορήρισσας, Παρηγορίτσα την λένε οι Αρτινοί.
Την ώρα εκείνη διαβάζονταν ο εσπερινός και ήταν ανοιχτή και μπήκαμε μέσα. Όξω εκάθονταν κάμποσοι στα σκαμνιά και γουργούριζαν το ναργιλέ τους. Μα μέσα δεν ήτανε ψυχή άλλη από δύο παπάδες.Οένας έψελνε και ο άλλος εμπαινόβγαινε στο ιερό διαβάζοντας.Δεν παρασκαμπάζω από ρυθμούς.Και το λέγω αυτό με μεγάλη μου λύπη και εντροπή ως τόσον μου φαίνεται ως αυτή η εκκλησία είναι Βυζαντινού ρυθμού με θόλον σταυρωτόν και ψηλά καμπαναριά.Δεν ξέρω μα εκείνο που θυμούμαι είναι η εντύπωση που μου έκανε μέσα σαν εμπήκα.Εκείνο το σκοτάδι,μάλιστα στις γωνιές τις βαθουλές και τις κώχες που σχημάτιζαν οι τοίχοι έχει ένα μυστήριο μεγάλο και αληθινά θρησκευτικό, εκείνο το ύψος του μεσιανού θόλου και προ πάντων εκείνος ο Παντοκράτορας με τα τεράστια χέρια του,που σε κυττάζει από ψηλά με κάτι μάτια τόσα μεγάλα και φοβερά και θεία και ουράνια,σου κάνει ένα φόβο, σου δείχνει τόσο φανερά πόσοείσαι μικρός και τιποτένιος εμπρός εις εκείνη την μεγάλη δύναμη που θέλησε ο τεχνίτης να παραστήσει με αυτά τα χοντρά χέρια και τα μεγάλα και φοβερά μάτια,που σού έρχεται να πέσεις μπρούμυτα και να προσκυνήσης,σού έρχεται να φύγεις και πάλι μένεις, σού έρχεται να μην ξανακυττάξης και τα μάτια σου μένουν κολλημένα σε εκείνα τα ιμάτια που τόση δείχνουν ζωή και τόσο μεγαλείο υπερφυσικό….

«….Παράξενο μου φαίνεται ένα χτίριο ανθρωποχτισμένο με ξύλα και λιθάρια,κάτι μπογές και κάτι σκαλίσματα να σου σφίγγουν την καρδιά να χύνουν βαθιά στην ψυχή σου τόσο φόβο και ταραχή και ταπείνωση όσο δεν χύνει μια ανατολή του Θεού της ημέρας,μια ξηρή κορφή βουνού που αγγίζει τα ουράνια,μια βροντή, μια αστραπή,μια τρικυμία, μια τέλος πάντων δυνατή πράξη του Υπερανθρώπου. Είναι τάχα το σκότος, είναι η κλεισμάρα, είναι το βάρος που νιώθεις απανωθιό σου,που τρώει έτσι τον νου και την καρδιά σου; Δεν ξέρω…Με φόβο και με τρόμο ανεβήκαμε κάτι σκαλιά χαλασμένα …κάθε σκαλί που ανεβαίναμε πλησιάζαμε περισσότεροτον αμείλικτο Παντοκράτορα και μεγάλωναν τα χέρια του και άνοιγαν τα μάτια του περισσότερο και στενοχώρια άρχισε να με πιάνει και χτυπούσε η καρδιά μου δυνατότερα και ιδρώτας ανέβλυζε από το κορμί μου,όταν επιτέλους επατήσαμε με ένα πήδημα στο σιάδι και περπατώντας τοίχο-τοίχο εφθάσαμε σε μια κόγχη.Εκεί σε μια τρύπα στενόμακρη,που είχαν ένα παραθυράκι είδαμε τον έξω κόσμο, είδαμε το φώς. Και τον ήλιο που βρίσκονταν στο βασίλεμά του και με πολύ κόπο και ιδρώτα είχε καταφέρει να διώξει μερικά σύννεφα βαριά και σταχτερά και είχε ξεκαθαρίσει μια γαλάζια λωρίδα και έρριχνε στην πόλη και στον κάμπο μια αχτίδα άσπρη και θαμπερή ….Άρχισα να κρυώνω ,το μούχρωμα γίνονταν γρηγορότερα σκοτάδι,πιανόμαστε να κατεβούμε την γλυστερή και επικίνδυνη σκάλα.Τα μάτια του Παντοκράτορα μόλις διακρίνονταν τώρα με τα φωτάκια των καντηλιών και όλος εκείνος ο άγιος τόπος ώμοιαζε τώρα με κοιμητήριο.

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στον τρούλο της Παναγίας Παρηγορήτισσας το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα έχει τις εξής εντυπωσιακές διαστάσεις: το φωτοστέφανο έχει διάμετρο 3,23 μ., το πλάτος της κεφαλής είναι 2,22 μ., ενώ η διάμετρος του ματιού είναι 0,80 μ..
…………………………………………………………………………….

Γ.Απόσπασμα από το άρθρο «Άρτα, µνήµη Βυζαντίου λαµπρή»… της Μαριάννας Κοροµηλά
«…Απ’ όλες τούτες τις δόξες, τα παντρολογήµατα και τα συµπεθεριά, τις δολοπλοκίες και τα προικοσύµφωνα, τους αυθέντες και τους δούκες, τις αρχόντισσες και τις µεγαλοκυράδες, τις παλλακίδες και τα νόθα, τις στρατιές των Βυζαντινών και των µισθοφόρων, τις ένδοξες µάχες και τις πανωλεθρίες, τις εκκλησιαστικές έχθρες και τις πολιτικές δολοφονίες, απ’ όλα τούτα τα σπουδαία καµώµατα και τα αµφισβητούµενα κίνητρα, δυο πράγµατα συγκράτησε η τοπική ιστορία. Το πρώτο, πως µε τους Αγγελοκοµνηνούς η Ήπειρος –και µαζί της η Άρτα– βγήκε από τη µεσαιωνική της νάρκη και έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη διατήρηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που βαθιά λαβωµένη και κατατεµαχισµένη, κατέρρεε. Το δεύτερο –και µάρτυράς µου τα βυζαντινά κατάλοιπα στην Άρτα– πως οι δεσπότες δηµιούργησαν ένα αξιοσηµείωτο ρεύµα στη ∆υτική Ελλάδα, το οποίο στην τέχνη εκφράστηκε µε ιδιαίτερη ζωντάνια και αξιοσηµείωτη µαστοριά στις εκκλησιές και στην εικονογράφησή τους. Οι ντόπιοι µάστοροι έβαλαν όλα τους τα δυνατά για να παραβγούν σε τέχνη τα πρωτευουσιάνικα πρότυπα και τα δυτικά κτίσµατα. …..Οι εκκλησιές και τα µοναστήρια που χτιστήκαν τότε, ενώ αρχιτεκτονικά ακολουθούν τον βυζαντινό παραδοσιακό τύπο, προβάλλουν παράλληλα µια προσωπική άποψη, ή τις ιδιαιτερότητες μιας τοπικής έκφρασης, στην εξωτερική διακόσµηση των τοίχων.

Απ’ όλες τις εκκλησίες που βρίσκονται στο κέντρο και στα περίχωρα της Άρτας η πιο λαµπρή, η πιο εντυπωσιακή, είναι η Παναγία η Παρηγορήτισσα. ∆υτικοφέρνει πολύ –ιδίως εξωτερικά– και µοιάζει περισσότερο µε φλωρεντίνικο ανάκτορο παρά µε ναό βυζαντινό. Εσωτερικά παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον και για την ιδιότυπη αρχιτεκτονική της, αλλά ιδίως για την πλούσια διακόσµησή της. Τα ψηφιδωτά που καλύπτουν τον τρούλο είναι µοναδικά γιατί χρονολογούνται στην εποχή της Φράγκικης κατάκτησης, τότε που στην υποδουλωµένη Αυτοκρατορία δεν περίσσευαν λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες. Όµως οι δεσποτάδες της Ηπείρου είχαν δώσει σαφείς εντολές, να δαπανηθεί άφθονο χρήµα για να γίνει η µικρή πολιτεία άξια της δόξας τους πρωτεύουσα. Και οι Αρτινοί δεν λησµόνησαν ποτέ τα χρόνια της µεγάλης αναγέννησης. Κάθε εκκλησιά έχει τις δικές της ιστορίες, που έγιναν θρύλοι, παράδοση προφορική να τη λένε οι γέροντες στα εγγόνια και αυτά πάλι στα δικά τους, µέχρι τις µέρες µας…….
..Πολλά λένε για την Παρηγορήτισσα. Μα αν έχει κάτι να παρατηρήσεικανείς στην ιστορία, δεν είναι τόσο η σκοτούρα του πρωτοµάστορα όσο οιανθρώπινες ιδιότητες που αποδίδονται στην Παναγία. Η µια κυρά, ηαρχόντισσα των Βλαχερνών, θα ζηλέψει το παλάτι της άλλης, της Παρηγορήτισσας. Και τα δυο όµως µοναστήρια είναι αφιερωµένα στην ίδιαµεγάλη κυρά της Χριστιανοσύνης, αυτή µε τα χίλια επίθετα και τις άλλες τόσες ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες.(Μ.Κορομηλά).

Δ.Σκέψεις με αφορμή μια (υποτιθέμενη) αγρυπνία στην Παναγία την Παρηγορήτισσα στην εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μεγάλο καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα της Ανύμφευτης Νύμφης αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στη μεγάλη εκκλησιά αναπνέουν μέσα από τη θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M’ ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως τη γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στη γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοϊκούς, ταμένους αδελφούς τους…. Ο Παντοκράτορας ψηλά στον τρούλλο κρατάει στο χέρι του τη βραδυνή θυσία. Αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας.

Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ’ ένα Κύριε ελέησον, τα αναβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ’ απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε τη θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση.….Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να μας παρηγορήσει ……κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! (Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο του Γιώργου Δ. Δημακόπουλου – Δημοσιογράφου κατάλληλα διασκευασμένο).

Επίλογος: «Και µια ευχή να κάνουµε πριν αποσώσει ο λόγος. Να µείνουν όλα αυτά ορθά, πέτρα να µην ραγίσει, γιατί είναι η Άρτα όµορφη και κράτησε τις µνήµες. Τα σπιτικά, η αγορά, το κάστρο, οι εκκλησιές της, µιλούνε από µόνα τους για τις αναθυµιές της».( Μ.Κορομηλά)