«Δίκαιο-πολιτικά Ερανίσματα»

H ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΟΚΤΩ – Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Την αυγή της 15ης Νοεμβρίου 1922 από τον Πρόεδρο του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών υποστράτηγο Α. Οθωναίο ανακοινώθηκε η απόφαση που αφορούσε οκτώ κατηγορούμενους. Πρόκειται για όσους οδηγήθηκαν με απόφαση της ανακριτικής επιτροπής ενώπιον του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας».

Μία «εσχάτη προδοσία» που έμελλε να αποτελέσει το βαρύ τραύμα σε ο,τι το θυμικό, η ιστορία και ο Ελληνισμός σχηματικά εξέλαβε σαν «Μικροασιατική καταστροφή».
Μιλάμε για τον Δημήτριο Γούναρη, τον Νικόλαο Στράτο, τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, τον Νικόλαο Θεοτόκη, τον Γεώργιο Μπαλτατζή , τον Ξενοφώντα Στρατηγό , τον Μιχαήλ Γούδα και τον Γεώργιο Χατζανέστη, στους ώμους και το μπόι των οποίων το Επαναστατικό Συμβούλιο, η Ανακριτική Επιτροπή και το Έκτακτο Στρατοδικείο βρήκαν όσους και ο,τι έφταιγε για την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Όλοι τους εκπροσωπούσαν την πλευρά των «άλλων», υπήρξαν στυλοβάτες του αντι-Βενιζελισμού, επίλεκτα μέλη ή συνομιλητές του Λαϊκού Κόμματος και εξ αντιδιαστολής, ως αντι-Βενιζελικοί, εξόχως φιλομαναρχικοί, ήγουν˙ «άνθρωποι του Βασιλέα».
Η δίκη τους, με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας», άρχισε «την πρωίαν της 31ης Οκτωβρίου , ημέρα Δευτέραν, ότε και ήχθησαν ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου»
Την αυγή της 15ης Νοεμβρίου εκδόθηκε η απόφαση και τη μεσημβρίαν δόθηκε προς δημοσίευση ένα ολιγόλογο ανακοινωθέν :

«Την 11 και 30΄π.μ. της σήμερον εις τον παρά το Γουδή χώρον εξετελέσθη εν πλήρηστρατιωτική τάξει η θανατική εκτέλεσις των εξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των Πέντε, πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν.Στράτου, Γ. Μπαλτατζή, και Ν. Θεοτόκη και του Αρχιστράτηγου της ήττης Γ. Χατζανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν τοις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα εις το Α΄ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεως των, ουδέν είπον».
Η καταδικαστική απόφαση «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄» αναγνώστηκε από τον υποστράτηγο Οθωναίο, κήρυξε παμψηφεί ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους, καταδίκασε παμψηφεί τους μεν Γεώργιο Χατζανέστη, Δημήτριο Γούναρη, Νικόλαο Στράτο, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιο Μπαλτατζή και Νικόλαο Θεοτόκη στην ποινή του θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδα και Ξενοφώντα Στρατηγό στην ποινή των ισοβίων δεσμών.

Διέταξε δε την στρατιωτική καθαίρεση του Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστράτηγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου. Αυτός ήταν και ο επίλογος.
Εννιά χρόνια αργότερα, το 1931, από τις εκδόσεις της «Πρωίας» εκδόθηκαν «εις την μνήμην των θυμάτων» επιμελώς «τα εστενογραφημένα πρακτικά» που αφορούσαν την «Δίκη των εξ». Η δυσεύρετη πια έκδοση του 1931 (την αναζητάς και την βρίσκεις πια με δυσκολία στα παλαιοβιβλιοπωλεία πέριξ της πλατείας στο Μοναστηράκι) στις 654 σελίδες της καταγράφει και ιχνηλατεί την δίκη των οκτώ που στην εθνική συνείδηση και υποσυνείδητο προσλαμβάνεται, εσφαλμένα, ως «Δίκη των εξ», δηλαδή ως Δίκη των έξι εκτελεσθέντων.
Αφουγκράζεται τον αχό της εποχής μέσα απ’ την αίθουσα συνεδρίασης του Εκτάκτου Στρατοδικείου στο κτήριο της Παλαιάς Βουλής. Οριοθετεί δύο διακριτά ρεύματα σκέψης και δράσης, που ήδη από το 1915 συγκρότησαν τους πόλους και τις αναφορές του «Εθνικού Διχασμού». Ήταν οι εποχές της Μεγάλης Ιδέας και του εξ αυτής αναθεωρητισμού. Ήταν οι καιροί που τα εθνικά στρατόπεδα στην Ευρώπη όριζαν και ορίζονταν απ’ τα στρατηγικά τους συμφέροντα και τις κυοφορούμενες γεωπολιτικές αλλαγές. Τα περίφημα δύο «Β», Βενιζέλος και Βασιλεύς, ενσάρκωσαν τους φόβους και τις επλίδες της ίδιας πατρίδας με πάθος. Ένα πάθος που γέννησε πάθη. Τα πάθη θέριεψαν μίσος. Το μίσος έφερε τον διχασμό. Έναν Εθνικό Διχασμό. Η κοσμοαντίληψη των πρωταγωνιστών, χωρίς να περιχαρακωθεί «εις όσα το έθνος ομνύει» υπαγόρευσε επιλογές, απαιτούσε επιλογή. Και, είναι γνωστό κι αποδεκτό απ’ όλους πια, οι επιλογές σε ταραγμένους καιρούς είναι επισφαλείς, θεωρούνται ύποπτες, κατηγορούνται ως εχθρικές, καταδικάζονται συνοπτικά και αμείλικτα.

Αποκαλυπτική , ως προς τούτο, είναι η εναργής αφήγηση στο έργο του Ξενοφώντος Στρατηγού «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία» που εκδόθηκε το 1925 (εκδόσεις Πελεκάνος).
Η δίκη των οκτώ αφορούσε όχι απλά μια εθνική καταστροφή, όχι μόνο την στρατιωτική ήττα και την διπλωματική αναδίπλωση. Αφορούσε, πρωτίστως, την διάψευση μιας προσδοκίας, την μεγάλη χίμαιρα της «πτωχής και εντίμου Ελλάδος». Αφορούσε τον κόσμο που έτεμνε «δύο κόσμους» μέσα στην παραζάλη ενός εμφύλιου σπαραγμού, που κατέληξε σε τραγωδία.
Γιατί η «Δίκη των εξ» ήταν, κυρίως, μια πολιτική δίκη. Ήταν η δικαιοπολιτική «απάντηση» στους ηττημένους του διχασμού με ιδανική αφορμή μια εθνική καταστροφή. Μια ηχηρή υπόμνηση σε όσους «ακρωτηρίασαν» το σώμα της πατρίδας προδίδοντας την προοπτική και την ευημερία της.
Γιαυτό κι είναι εξόχως διαφωτιστικό το «κατηγορητήριο» με το οποίο ήχθησαν ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου όσοι κατηγορήθηκαν, ήγουν˙ η φυσική ηγεσία του αντιβενιζελισμού.

Κατηγορήθηκαν, λοιπόν, γιατί ενεργήθη το δημοψήφισμα και επανήλθε ο Βασιλεύς, γεγονός που συνιστούσε πράξη εχθρική «προς τας Δυνάμεις της Συνεννοήσεως». Κατηγορήθηκαν γιατί αμελήθηκε η προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου. Κατηγορήθηκαν γιατί παραγνωρίστηκε η σχετική διακοίνωση των Δυνάμεων και υπέστη η Ελλάς τον οικονομικό αποκλεισμό. Κατηγορήθηκαν γιατί τοποθετήθηκαν απειροπόλεμοι αρχηγοί μονάδων. Κατηγορήθηκαν γιατί, παρά τις δυσμενείς περί του Βασιλέως Κωνσταντίνου δηλώσεις των πρωθυπουργών Αγγλίας και Γαλλίας, δεν υποδείχθηκε σαυτόν να παραιτηθεί. Κατηγορήθηκαν γιατί διετάχθη προώρως η ατυχής επιχείρηση του Μαρτίου 1921. Κατηγορήθηκαν γιατί διετάχθη η από Εσκή Σεχήρ προς Άγκυρα εκστρατεία παρά την γνώμη του Αρχηγού της Στρατιάς. Κατηγορήθηκαν γιατί ανετέθη η αρχιστρατηγία στον ανεύθυνο Βασιλέα. Κατηγορήθηκαν γιατί ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση νόμος διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, καίτοι ο στρατός υφίστατο στερήσεις. Κατηγορήθηκαν γιατί δεν έγιναν δεκτές οι προτάσεις του Ιουνίου 1921 με τις οποίες «εσώζετο η Θράκη και επετυγχάνετο η αυτονόμησις της Μικρασίας». Κατηγορήθηκαν γιατί διορίστηκε αρχιστράτηγος ο στρατηγός Χατζανέστης. Κατηγορήθηκαν γιατί αποσπάστηκαν απ’ την Μικρασία δυνάμεις χάριν της εκφοβιστικής κινήσεως προς Κωνσταντινούπολη. Κατηγορήθηκαν γιατί επεγράφη σύμβαση παραιτήσεως από τις συμμαχικές πιστώσεις προς την Ελλάδα. Κατηγορήθηκαν γιατί έγινε ανεκτή παρακυβέρνηση υπό τον Πρίγκιπα Νικόλαο, και τους Στρέιτ, Δούσμανη, Κωνσταντινόπουλο. Κατηγορήθηκαν γιατί εμποδίστηκαν να ηγηθούν της διπλωματικής αντιπροσωπείας οι Δ. Ράλλης και Ε. Βενιζέλος.

Αυτές οι πράξεις και παραλείψεις των κατηγορουμένων προϋπόθεταν εξ αντικειμένου δόλο και ουσιαστικά συνιστούσαν το corpus της «εσχάτης προδοσίας».
Οι οκτώ δικάστηκαν από Στρατοδίκες του Εκτάκτου Στρατοδικείου απορριπτομένης της ενστάσεως τους «περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου». Αν αναλογιστούμε ότι τα Έκτακτα Στρατοδικεία μεσουρανούσαν και τα μετεμφυλιακά δύσκολα χρόνια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή, τα πάθη, η ένταση, η πικρία και η οργή που κυριάρχησαν εξαιτίας αυτής, η ανάγκη τιμωρίας, κάθαρσης και «λύτρωσης» από ένα εθνικό άγος επέβαλαν μια «δίκη» αντίστοιχη αυτής με την δίκη των οκτώ, με πολιτικού περιεχομένου κατηγορητήριο, με θύτες/κατηγορούμενους την φυσική ηγεσία των Βασιλόφρονων, με ειλημμένη απόφαση και με ταχύτατη την εκτέλεση της.
Διάβασα, με όση προσοχή μπόρεσα, τα πρακτικά της δίκης. Τους κατήγορους, τις απολογίες και τις (σπουδαίες) αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης.

Εν έτει 2022, εκατό χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή, την δίκη των οκτώ και την καταδίκη σε εκτέλεση των έξι, παραμένω αμήχανος και διστακτικός, εξίσου, όπως και παλιά, διχασμένος, σχεδόν πελαγωμένος.
Τα υπαρκτά λάθη, οι αστοχίες και οι κραυγαλέες πράξεις ή παραλείψεις των πρωταγωνιστών, όπως τα χρεώνουν εξ αποτελέσματος τα γεγονότα, είναι απλώς ολέθρια πολιτικά λάθη ή νόμω και ουσία «εσχάτη προδοσία» ;
Η δίκη των οκτώ και η καταδίκη των έξι δεν είναι μια υποσημείωση στο συλλογικό τραύμα της μνήμης μας. Είναι, μια ακόμα , δοκιμασία των θεσμών, του κράτους δικαίου και των εγγυήσεων που προϋποθέτει μια δίκαιη δίκη.
Με άλλα λόγια είναι αυτό που ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης Κ. Τσουκαλάς την πρώτη συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 1922 εξόχως έθεσε «… αι διατάξεις αυταί κύριοι, ετάχθησαν φρουροί της ελευθερίας των πολιτικών ανδρών, αλλά και των απλών πολιτών, ακριβώς δια τας πολυταράχους στιγμάς, ακριβώς δια τας στιγμάς εκείνας, καθ’ ας εν μέσω μίας θυέλλης, μίας εθνικής συμφοράς και συνεπώς μίας εξεγέρσεως γεννάται ο κίνδυνος της αξιώσεως περί συστάσεως Εκτάκτου Δικαστηρίου, το οποίον, στερούμενον του προσήκοντος κύρους και της απαραιτήτου ψυχραιμίας, θα καταστή έρμαιον της κοινής γνώμης…»
Τον θαύμασα. Kαι τον ζήλεψα !