Η Φωτιά του Αϊ Γιάννη του Ριγανά
Της Χαράς Παπαβασιλείου
Ιούνης του 1922. Πλησίαζε και το πανηγύρι του Αϊ Γιάννη του Φανιστή, που ανοίγουν τον κλήδονα. Του «Καβγατζή» τον έλεγε ο Τούρκος. Εκείνη τη μέρα γύρω απ’ την εκκλησιά συγκεντρώνονταν πολλοί, έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν και μεθούσαν. Το μεθύσι έφερνε συχνά παρεξηγήσεις και οι παρεξηγήσεις καβγάδες. Ο Αλή τσαούσης, ο επικεφαλής της αστυνομίας, έκανε την μπάζα του, αφού οι διαπληκτιζόμενοι, προκειμένου ν’ αποφύγουν τη σύλληψη, του ’διναν ένα γερό μπαξίσι. Περίμενε πώς και πώς αυτή τη γιορτή. Κι επειδή δε θυμόταν την ημερομηνία, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, ρωτούσε: «Πότε είναι κείνο το μέρα του καβγατζή;» Τον πολυώνυμο Άγιο τον έλεγαν και Ριγανά ή Λουμπαδιάρη, επειδήμε τη ρίγανη της προηγούμενης χρονιάς άναβαν τη φωτιά. Έριχναν και τα μαγιάτικα στεφάνιακι έτσι λαμπάδιαζαν οι γειτονιές.
Για τρίτη κατά σειρά χρονιά οι απελευθερωμένοι προσώρας Μικρασιάτες χαίρονταν τη γιορτή του δίχως το επίβουλο μάτι του Αλή τσαούση.
Μπροστά στην Αγια-Τριάδα, τις μάνδρες και τις αυλές των σπιτιών το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Αχολογούσε η μικρή πλατεία από γέλια και οι φωνές, σ’ έναν ακατάπαυστο διάλογο με τα «τσακίσματα» της φωτιάς. Απ’ το μπαλκόνι της η γιαγιά Αννεζούλη με το Δημητράκη της στην αγκαλιά απολάμβανε το πανηγύρι που εξελισσόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της.
Στα τριάντα της, σαν έχασε το Γιωργή της, άλλον άντρα δε γύρισε να δει, παρά φόρεσε το σχήμα της καλογριάς, για να μη σκανδαλίζει τους άντρες με την ομορφιά της, κι αφιερώθηκε στο ρόλο της μάνας, τελευταία και της γιαγιάς. Της αρκούσε που ’βλεπε τις κόρες της να χαίρονται παίζοντας με τη φωτιά.
Ξεμαλλιάρα και προκλητική στον ξέφρενο χορό της άναβε τον πόθο τους ν’ αναμετρηθούν μαζί της. Ζυγιάζοντάς την από μακριά έπαιρναν φόρα και σαν αθλητές στο άλμα εις ύψος πηδούσαν από πάνω της τρεις φορές φωνάζοντας μιαν ευχή. Οι φλόγες πετάγονταν μανιασμένες σαν κι εκείνες που οδηγούσαν το άρμα του Αϊ Λια στον ουρανό.Τα κλαδιά στο σωρό περίμεναν να ριχτούν στα σαγόνια της ως προσφορά στη χάρη του Αγίου. Και οι γυναίκες, Μαινάδες, λες, κρατώντας ένα κλαδί σαν θύρσο, σύμβολο του Βάκχου, το πέταγαν κι αυτές στη φωτιά. Και ξαναμμένες απ’ την έξαρση του «αθλήματος», πετούσαν ύστερα από πάνω της. Έτρεχαν τα παιδιά για ενισχύσεις στις γύρω αλάνες και στις αυλές. Αν ήταν μπορετό αυτή τη χαρά της ζωής να την κρατήσουν αιώνια σαν τη φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο της Βίβλου.
Αργά τη νύχτα έσβησε αφήνοντας πίσω της στάχτες κι αποκαΐδια. Ευθύνη του δήμου ο καθαρισμός της πλατείας, και της κάθε νοικοκυράς το σάρωμα έξω απ’ την πόρτα της. Ξανά η πόλη θ’ άστραφτε από πάστρα και οι κάτοικοι εξαγνισμένοι απ’ το «καθαρτήριο πυρ» θα ’χαν το περιθώριο ως όντα φθαρτά κι αδύναμα ξανά να σφάλουν. Αλλιώς πώς θα ’χαν θέση στη ζωή τους τα Μυστήρια της Μετάληψης και της Εξομολόγησης;
(Απόσπασμα απ’ το υπό έκδοση μυθιστόρημα «Τα Παιδιά του Οδυσσέα»).