«Ένα κοπάδ’ μαλλί απ’ κάτ’»
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Καταπώς διατυπώνεται το ερώτημα «τον είδες με τα μάτια σου γιαγιά τον βασιλέα», έτσι και εγώ μπορώ να διαβεβαιώσω ότι «τα άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά» όσα αμέσως διηγηθώ. Ένας απίστευτος, αλλά αληθινός διάλογος της γιαγιάς μου, που εν προκειμένω λειτουργούσε ως προξενήτρα, αφού είχε πολλές, μα πολλές ιδιότητες: αφαλοκόφτρα, οιωνοσκόπος, βοτανολόγος κλπ. Οι ικανότητές της ήταν εκπληκτικές και η τέχνη της πειθούς και η μαεστρία της τακτικής της απαράμιλλη. Φαινόμενο η Χρήσταινα. Όλα τα έσφαζε κι όλα τα μαχαίρωνε, αλλά όλοι και όλες σ’ αυτήν κατέφευγαν.
Ήταν στα τελειώματα ενός προξενιού και άρχισαν τα κεράσματα. Πιες ένα, δύο, τρία τσίπουρα -τόσα έπινε η γιαγιά, η οποία το έτσουζε αρκούντως. Παραπάνω απαγορεύονταν γιατί θεωρούνταν γρουσουζιά». Μπορεί να μην έπιανε ο γάμος και τότε «δυσφημούνταν το έργο της». «Προξενιό έχουμε κι όχι σουαρέ». Τα είπε πάρα πολλές φορές αυτά τα λόγια. Βέβαια όλα τα έξοδα προσμετρούνταν στον τελικό λογαριασμό. Εκεί να δεις πόσο «βάραγε στα αυτιά». «Τον έσφαζε στο κούτσουρο» τον πατέρα της νύφης. «Αμ, τι, του δώσαμε γαμπρό το καρποστάλ’ του χωριού και θα τη βγάλ’ με τα φασ’λάκια και τις αγριοκορφάδες; Δεν στεριών’ έτσι ο γάμος. Θέλ’ κοψίδ’ και ζ’μί, να λιγδώσ’ το άντερό μας!»
Κι άρχιζε το λίγδωμα. «Ω, κοπέλα, δεν πας εκεί στον χασάπ’ να πάρ’ς καμιά σκωταριά να το γιορτάσουμε. Κοίτα ναχ’ λίγο βάρος. Μην είναι λειψή. Λειψό γάμο δεν κάνουμε. Άμα έχ’, πάρε δυο. Θα πάρ’ και τα χαϊρλίτκα. Κοίτα μην του δώσεις λεφτά. Είναι γρουσουζιά να πληρών’ άλλος τα γαμσιάτ’κα. Θα πάει ο πεθερός να του πεις και θα τον πληρώσ’». «Έτσι είναι» πετάζονταν αυτός. «Πες του θα πάω εγώ». Και συνεχίζονταν το βιολί. «Κοίτα, κοπέλα. Πέρνα κι απ’ τον μπακάλ’ και πάρε λίγο τυράκ’ και κανένα αυγό να τα τηγανίσουμε. Εκείνες οι κότες οι δ’κές μας είναι “χέρσες”». Ώσπου στο τέλος την έστελνε σ’ όλα τα μαγαζιά του χωριού και τον καταχρέωνε τον πεθερό. Η επιστήμη της πειθούς και η τέλεια εφαρμογή των πορισμάτων της!
Συνήθως δεν γινόταν έτσι. Ο πατέρας της νύφης σηκωνόταν «τσακίζονταν», θα έλεγε κάποιος. Γυρνούσε έχοντας ξεφωλιάσει τις κότες -έχω δει να φέρνει επί τόπου σφαγμένο κατσίκι- «τραμζάνες» με κρασί και όποιο άλλο καλούδι είχε στο σπίτι του. Η κυρά ερχόταν αργότερα. Έπρεπε να γαστρίσει την πίτα. Αβέρτα πίτες. Μπλατσάρες, προσμόπ’τες, λαχανόπ’τες, κρεατόπ’τες˙ χίλια δυο είδη. Το παράξενο και μάλιστα αξιέπαινο γεγονός ήταν η ταχύτητα που τα έφτιαχνε όλα αυτά. Μη χάσουν το κελεπούρ’, τον μοναδικό γαμπρό, «το καρποστάλ’ του χωριού».
Σε ένα τέτοιο συνοικέσιο-δύσκολο, πολύ δύσκολο- σύμφωνα με την ομολογία της γιαγιάς έγινε «το έλα να δεις».
Πήγε ο πατέρας της νύφης κι έφερε τα καλούδια «όλου του κόσμου και του ντουνιά». Κι άρχισε ένα «κουτσογλέντι». Είχε παραβιάσει τον κανόνα η γιαγιά ήπιε παραπάνω από τρία τσίπουρα κι αρχισε και λάλαε. Συνέχεια να εξυμνεί τα προσόντα του γαμπρού, «τι λεβέντ’ς, τι κορμοστασιά, τι κυπαρίσσ’, και τι προκομμένος!» Κάποια στιγμή ο πεθερός, τα είχε τσούξει και αυτός, θέλησε να πει κι αυτός μια κουβέντα. «Καλός είναι Χρήσταινα, δεν λέω, αλλά να είχε και λίγο μαλλί στο κεφάλ’. Αυτός είναι γλόμπος». «Άκου να σ’ πω. Κατά το σιάδ’ που έχ’ς, άριστος είναι. Φτάνουν τα γένια που έχ’. Θέλ’ς ένα φόρτωμα ξουράφια κι ακόνια να φέρ’ς απ’ τα Γιάννινα για να τον ξουρίσεις, όταν θα γίν’ γαμπρός. Άσε που δεν θα χρειαστεί μαλλί η κόρη σ’ για να φτιάξ’ βελέντζα». Έκανε το λάθος και τη ρώτησε. «Γιατί;». Τότε δόθηκε η εκπληκτική απάντηση. «Γιατί έχ’ όσο ένα κοπάδ’ μαλλί στα λιόκια του…»