Το «τάισμα» της βρύσης (διήγημα)
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
https://users.sch.gr/panlampri/
Μέσα στο μικρό δωμάτιο επικρατούσε σχεδόν απόλυτη σιγή και το χάραμα αχνόφεγγε στα ιδρωμένα τζάμια των παραθύρων, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος ήταν καλυμμένο με χειροποίητα δαντελωτά κουρτινάκια που απεικόνιζαν όμορφα πουλιά καθισμένα πάνω σε γερτά απ’ το βάρος τους κλωνάρια. Το μόνο που μπορούσε κανείς με δυσκολία ν’ ακούσει εκεί μέσα ήταν οι ανάσες των τριών παιδιών που κοιμόντουσαν στα από λεπτές λαμαρίνες κρεβάτια τους και τα οποία ήταν τοποθετημένα σε σχήμα Π στις τρεις πλευρές του δωματίου.
Η διακόσμηση ήταν λιτή. Εκτός απ’ τα κρεβάτια, σε μια γωνιά υπήρχε ο σκεπασμένος με λευκό σεντόνι γιούκος, στον οποίο ήταν τοποθετημένα τα υφαντά στρωσίδια και τα κλινοσκεπάσματα που είχε φέρει ως προίκα η κυρά – Τασιά, η μάνα τους, απ’ το πατρικό της και σε μια άλλη γωνιά ένα μπαούλο με διάφορα χρειώδη, σκεπασμένο κι αυτό κατά τη συνήθεια μ’ ένα μπαουλόπανο, που τη μονοτονία του λευκού του υφάσματος διέκοπταν κεντημένα με βυζαντινή βελονιά πολύχρωμα άνθινα μοτίβα.
Αντί για ντουλάπα υπήρχε μια ξύλινη κρεμάστρα με άγκιστρα για το κρέμασμα των ρούχων, μεγαλύτερη από ένα μέτρο – τέτοιες είχαν τότε και τα καφενεία, για να κρεμούν οι πελάτες τα καπέλα και τα παλτά τους – που κι αυτή ήταν σκεπασμένη με λευκό σεντόνι που στην άκρη του κρέμονταν ωραία πλεχτή δαντέλα. Υπήρχαν και δυο ξύλινες καρέκλες με ψάθινο κάθισμα• πάνω τους ήταν τοποθετημένα μαξιλάρια κεντημένα με τετραβελονιά1, στα οποία ήταν απεικονισμένα πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα.
Το σκηνικό συμπληρώνονταν απ’ το εικονοστάσι με την εικόνα της αγίας Παρασκευής στη μια από τις ανατολικές γωνίες του δωματίου, από μια κορνίζα που πίσω απ’ το τζάμι της υπήρχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του οικοδεσπότη από τότε που υπηρετούσε στο στρατό και φυσικά μια στεφανοθήκη μέσα στην οποία η κυρά – Τασιά είχε τοποθετήσει τα στέφανα του γάμου της, ένα κλωνί βασιλικό απ’ τη γιορτή του Σταυρού κι ένα κλαδάκι δάφνης απ’ την Κυριακή των Βαΐων, τα οποία κάθε χρόνο ανανέωνε, και στο κέντρο της στεφανοθήκης υπήρχε μια επίσης ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην οποία εκείνη στεκόταν στο πλευρό του συζύγου της λυγερόκορμη μέσα σ’ ένα λαδί νυφικό την ημέρα του γάμου τους.
Σ’ αυτό το δωμάτιο, πάνω στα κρεβάτια που με κάθε κίνηση του κορμιού τρίζανε, σκεπασμένα με βαριά κλινοσκεπάσματα, μάλλινες κουβέρτες, φλοκάτες και πάνω πάνω με κουρελούδες, αν έβλεπε κανείς τα τρία αγγελούδια, σχεδόν δεν θα καταλάβαινε, αν επρόκειτο για ανθρώπους που κοιμόντουσαν ή για σωρούς κλινοσκεπασμάτων που είχαν σωριαστεί για κάποιο λόγο πάνω σ’ αυτά τα κρεβάτια. Αν και χειμώνας – η μέρα που αχνόφεγγε στα τζάμια ήταν αυτή των Χριστουγέννων – στο δωμάτιο δεν υπήρχε καμιά εστία θέρμανσης. Μόνο τα κορμιά και οι ζεστές αναπνοές τους ανάδιδαν κάποια ζεστασιά που κι αυτή απλώνονταν μέσα στα σκεπάσματά τους έτσι που κοιμόντουσαν έχοντας καλυμμένο όλο τους το σώμα. Κάθε χειμωνιάτικο βράδυ άλλωστε, μόλις ένιωθαν πως είχε ζεσταθεί απ’ τις ανάσες τους και το χουχούλιασμα η μικρή τους φωλίτσα, τότε έφτιαχναν μια μικρή τρυπούλα και έβγαζαν λίγο τη μυτούλα τους για ν’ ανασαίνουν καθαρό αέρα. Αυτές οι παιδικές αναπνοές όμως ήταν πολύ αδύναμες για να ζεστάνουν την παγωμένη ατμόσφαιρα του δωματίου που λίγο διέφερε η θερμοκρασία του απ’ αυτή που επικρατούσε έξω. Μόνο, κάθε που ξημέρωνε γιορτή ή Κυριακή, το αναμμένο καντήλι σκόρπιζε μια ιδιαίτερη θαλπωρή λες κι αυτή η μικρή φωτίτσα που τρεμόσβηνε μέχρι το χάραμα είχε τη δύναμη να τα ζεστάνει πιο πολύ!
Κι εκείνο το κρύο βράδυ ήταν αναμμένο το καντήλι. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ξημέρωναν Χριστούγεννα; Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το καντήλι όλο το Δωδεκαήμερο είχε την τιμητική του!. Λίγο για να διώχνει τα καρκατζούλια2 που φοβούνται όλα τα θεοτικά πράματα, λίγο που οι μεγάλες γιορτές διαδέχονταν η μια την άλλη κι η συνήθεια το καλούσε, φώτιζε με το λιγοστό του φως το χώρο και για αρκετές συνεχόμενες μέρες ήταν η βραδινή συντροφιά τους.
Το ξημέρωμα των Χριστουγέννων το καντήλι έκαιγε ακόμα, αφού η κυρά – Τασιά εκείνη τη γιορτινή μέρα του είχε βάλει και περισσότερο λάδι. Ήταν αναμμένο και την ώρα που εκείνη πλησίασε το καθένα απ’ τα βλαστάρια της, ξεσκέπασε το προσωπάκι τους και μ’ ένα γλυκό φιλί τα ξύπνησε.
– Σ’κουθείτι, σ’κουθείτι, μανάρια μ’! Ίφιρ’ αμίλ’του νιρό να ν’φτείτι κι να πάμι στ’ν εκκλησιά! Χρονιάρα μέρα σήμιρα. Δε θα λείψ’ καένας απ’ τ’ν εκκλησιά, σ’κουθείτι!
– Άσι μας να κοιμ’θούμι λίγου ακόμα, μάνα! Κάν’ πουλύ κρύου! Απάντησαν τα παιδιά και τα τρία μαζί.
– Σ’κουθείτι, μανάρια μ’! Σ’κουθείτι! Σας έχου κι μια έκπληξ’! Επέμενε εκείνη.
– Α! Τι είνι, τι είνι; Είπαν πάλι με μια φωνή.
– Έρ’ξι χιουνάκι!…
Με τη φράση «έρ’ξι χιουνάκι» κάμφθηκαν όλες οι αντιστάσεις τους για παραμονή στο κρεβάτι. Το πότε σηκώθηκαν και βρέθηκαν στο παραθύρι, για να βεβαιωθούν ιδίοις όμμασι για το ευχάριστο νέο ούτε που το κατάλαβαν. Το κρύο δεν ήταν πια ενοχλητικό, αλλά το ευγνωμονούσαν κιόλας, γιατί τους έφερε το πολυπόθητο «χιουνάκι» και το μυαλό τους ταξίδεψε αμέσως στο χιονοπόλεμο που θα ’παιζαν και στο χιονάνθρωπο που θα ’στηναν αμέσως μετά τη λειτουργία των Χριστουγέννων στην πλατεία του χωριού, αλλά και στην αυλή τους. Κι όπως τα βεβαίωνε η μάνα τους, η κυρά – Τασιά, που είχε περπατήσει το χάραμα πάνω στο φρέσκο χιόνι καθώς πήγε στη βρύση για να την «ταΐσει» και να τους φέρει αμίλητο νερό, το χιόνι έτριζε στο πάτημά της και παρατηρούσε πως ούτε λίγο από κείνο που ’ταν πάνω στα κλαδιά των δέντρων δεν έλεγε να πέσει από κει, πράγματα που στη λαϊκή μετεωρολογία σήμαιναν πως θα ’ριχνε κι άλλο χιόνι!…
Εκείνη, όποιες κι αν ήταν οι καιρικές συνθήκες, κάθε χρόνο το ξημέρωμα των Χριστουγέννων θα πήγαινε να «ταΐσει» τη βρύση και να φέρει αμίλητο νερό.
Αποβραδίς ετοίμαζε το «φαΐ» της βρύσης. Ψωμί απ’ αυτό που ’χε φτιάξει για τις γιορτές του Δωδεκαημέρου και το ’χε στολίσει με κατσίκια3, κρέας απ’ το γουρουνάκι που είχε σφαχτεί χάριν των ημερών, οπωσδήποτε, άγνωστο γιατί, ένα κεφάλι από μικρό άγριο πουλί απ’ αυτά που συνήθιζαν να πιάνουν τα παιδιά στις τσιόπνες4 και φυσικά κάποιο χριστουγεννιάτικο γλυκάκι. Το πήγαινε, λοιπόν, με το χάραμα το «φαΐ» στη βρύση, το απίθωνε στο παρακείμενο πεζούλι και τη χαιρετούσε λέγοντας: «Καλ’μέρα κι Χρόνια Πουλλά! Όπους τρέχ’ του νιρό να τρέχ’ κι του βιo!». Γέμιζε μετά το αγγείο που ’χε φέρει μαζί της με νερό και το ’φερνε στο σπίτι για να πλύνουν όλοι μ’ αυτό το πρόσωπό τους.
Σ’ αυτή τη διαδρομή απ’ το σπίτι στη βρύση και αντίστροφα, κανέναν δεν καλημέριζε ούτε του ευχόταν χρόνια πολλά μέρα που ήταν. Η πανάρχαια συνήθεια του «ταΐσματος» της βρύσης και του αμίλητου νερού, για να φέρει την προσδοκώμενη ευτυχία στο σπιτικό, έπρεπε να γίνει με την προβλεπόμενη ιεροτελεστία• κάθε παρατυπία αποτελούσε χωρίς άλλο κακό οιωνό!
Αυτή τη συνήθεια την τηρούσαν σχεδόν όλες οι γυναίκες του χωριού. Κι η αλήθεια είναι ότι ήταν σχεδόν η μόνη φορά που συναντιούνταν στην ίδια διαδρομή που αυτές οι γυναίκες καθημερινά έκαναν πάνω από μία φορά, για να φέρουν νερό στο σπίτι με τη βαρέλα, που δεν αντάλλασσαν καλημέρα μεταξύ τους. Δεν ήξεραν το γιατί. Ούτε γιατί δεν μιλούσαν, ούτε γιατί «τάιζαν» τη βρύση κάθε πρωί Χριστουγέννων, ούτε γιατί έπρεπε να νιφτεί όλη η οικογένεια με το αμίλητο νερό. Για να το έκαναν τόσες και τόσες γενιές ανθρώπων, κάτι θα ήξεραν. Αν μάλιστα τύχαινε και τις ρωτούσες, γιατί το κάνουν, δεν ήξεραν να πουν κάτι πειστικό, απλά απαντούσαν πως «έτσ’ του βρήκαν του έθιμου κι έτσ’ θα τ’ αφήκουν!».
Κι η κυρά – Τασιά, κάθε φορά που τη ρωτούσαν τα παιδιά της, βρίσκονταν πάντα σε αμηχανία και δεν ήξερε πώς να απαντήσει, με λογικοφανή έστω επιχειρήματα, για την τέλεση του εθίμου. Απλά επαναλάμβανε τη λαϊκή πίστη για τη θαυμαστή δύναμη της ημέρας των Χριστουγέννων και όλων των μεγάλων εορτών, αλλά επέμενε και στην επίσης λαϊκή πίστη πως στα νερά κατοικούν διάφορα πνεύματα, τα οποία με τις εξιλαστικές προσφορές τους θα εξευμενίζονταν και θα ’φερναν οπωσδήποτε ευτυχία στο σπιτικό τους! Σημείωνε μάλιστα με νόημα το κοινότυπο πως οι πρόγονοί τους που είχαν καθιερώσει αυτή τη συνήθεια κάτι περισσότερο πρέπει να ’ξεραν που αυτοί το αγνοούσαν. Πάντως, μεγαλωμένη εκείνη μέσα σε μια κοινωνία που σεβόταν και τηρούσε απαρέγκλιτα αυτές κι άλλες, ανάλογες για την περίσταση, συνήθειες, δεν έθετε πολλά ερωτήματα στον εαυτό της, απλά κατέληγε σ’ εκείνο το στερεότυπο που όλοι έλεγαν πως «έτσ’ τα βρήκαμαν τα ιθίματα5 κι έτσ’ θα τ’ αφήκουμι!».
Τα παιδιά βέβαια τα έτρωγε η περιέργεια, γιατί, αν και για κάποια απ’ τα έθιμα έβλεπαν πως κάπως δικαιολογείται η ύπαρξη και η συνέχειά τους, το «τάισμα» της βρύσης το θεωρούσαν εντελώς παράλογο. Αυτά ήξεραν πως φαΐ τρώνε μόνο τα κάθε είδους ζωντανά, για τα άψυχα όπως η βρύση δεν είχαν ακούσει κάτι ανάλογο, ούτε ακόμα και στα παραμύθια. Τι συνέβαινε στ’ αλήθεια;
Έπρεπε να πάνε στη βρύση να δούνε! Και είδαν!…
Κάποια Χριστούγεννα, που, αν και δεν είχε χιόνι, έκανε πάρα πολύ κρύο, βρέθηκαν λίγο μετά το σχόλασμα της εκκλησιάς στη βρύση που πήγαιναν και την «τάιζαν» οι γυναίκες του κάτω μαχαλά του χωριού. Τόσο πολύ ήταν το κρύο που μεγάλα κρούσταλλα κρέμονταν δίπλα απ’ τα τρεχούμενα νερά της και δεν υπήρχε ούτε μια μικρή από τις παρακείμενες λακκούβες που το νερό της να μην είχε γίνει σαν διάφανο γυαλί.
Αφού βεβαιώθηκαν πως πολλά φαγητά βρίσκονταν ακόμα πάνω στο πεζούλι, κρύφτηκαν πίσω απ’ τους κορμούς των θεόρατων πλατανιών που υπήρχαν στη ρεματιά και από απόσταση ασφαλείας παραμόνευαν ακίνητα χωρίς να υπολογίζουν το τσουχτερό κρύο. Τα ρούχα που φορούσαν βέβαια δεν τους εξασφάλιζαν αρκετή προστασία, τα μάγουλα και τα χέρια τους είχαν γίνει κατακόκκινα και τα πόδια τους, αν και φορούσαν χοντρά τσουράπια, σχεδόν δεν τα ένιωθαν έτσι που στέκονταν ακίνητα κι η ρεματιά κατέβαζε ένα ψιλό και διαπεραστικό αεράκι. Το ευτύχημα ήταν ότι δεν περίμεναν για πολύ, γιατί διαφορετικά θα είχαν κινδυνεύσει, αν όχι να πάθουν κρυοπαγήματα, τουλάχιστον να κρεβατωθούν για μέρες.
Μόνη συντροφιά σ’ αυτή την αναμονή ήταν τα κοτσύφια που τιτίβιζαν μέσα στους κισσούς που ήταν απλωμένοι πάνω στους χοντρούς κορμούς των πλατανιών ψάχνοντας για τροφή καθώς και οι μικροί κοκκινολαίμηδες και οι ακόμη μικρότεροι τρυποφράχτες που κι αυτοί με την ίδια αποστολή πετάριζαν εδώ κι εκεί. Κι η ατμόσφαιρα συμπληρώνονταν απ’ τον ηδυαπόηχο του νερού που κατρακυλούσε στην κοίτη της ρεματιάς και που ένα του μέρος τροφοδοτούσε τις καθημερινές6, μέσω της κάναλης7, τη λειτουργία του νερόμυλου που ήταν θεμελιωμένος στη μια πλευρά της.
Αυτή τη μέρα που οι κάθε λογής ανθρώπινες δραστηριότητες είχαν σταματήσει μέσα στη ρεματιά, μέσα στη σιωπή που εξασφαλίζει η απουσία της θορυβώδους ανθρώπινης παρουσίας, τα παιδιά, έτσι καθώς αφουγκράζονταν και τους πιο ανεπαίσθητους ήχους της φύσης, ένιωθαν το πόσο η φύση μπορεί και ζει στους δικούς της ρυθμούς, με απόλυτη αυτάρκεια, χωρίς να έχει ανάγκη τον άνθρωπο.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος και τη φύση τη χρειάζεται, για να επιβιώσει, και τους άλλους ανθρώπους. Πρωτίστως τη φύση και κυρίως τους Ανθρώπους! Αυτό, αν και το υποπτεύονταν, το κατάλαβαν πολύ καλά εκείνα τα Χριστούγεννα εκεί στη ρεματιά, όταν άρχισαν να καταφτάνουν στη βρύση άνθρωποι και κυρίως μικρά παιδιά, για να πάρουν το «φαΐ» της βρύσης. Είδαν γνωστά πρόσωπα και κυρίως παιδιά που μαζί τους έπαιζαν κρυφτό, κυνηγητό, αμάδες… Είδαν και κατάλαβαν. Δεν χρειάζονταν πλέον να ξαναρωτήσουν και πράγματι δεν ξαναρώτησαν για το νόημα που είχε το «τάισμα» της βρύσης και το αμίλητο νερό. Ο καθένας την ημέρα των Χριστουγέννων μπορούσε να βοηθάει τους συνανθρώπους του χωρίς να το διατυμπανίζει και δεν μπορεί παρά αυτή η καλή του πράξη, μέρα που ήταν, να έφερνε αφθονία και ευτυχία στο δικό του σπιτικό. Και η μικρή κόρη της κυρά – Τασιάς, μετά από καιρό, όταν διάβασε για τα «δείπνα της Εκάτης» των αρχαίων προγόνων, το «τάισμα» της βρύσης έφερε στο μυαλό της!…