της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
https://users.sch.gr/panlampri
Βιβλία γράφονται και εκδίδονται συνεχώς. Όμως, η εξάτομη σειρά βιβλίων του Σπύρου Ι. Μαντά, με τον τίτλο «Γεφυροποιία της Πίνδου και των όμορων περιοχών» (έκδοση Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Ηπείρου – Αρχείο Γεφυριών Ηπείρου», Ιωάννινα 2020), αποτελεί κόσμημα, αλλά και απόκτημα αξίας για κάθε βιβλιοθήκη.
Και τούτο, όχι μόνο γιατί αφορά στα πέτρινα γεφύρια της αγέρωχης οροσειράς της Πίνδου, αλλά γιατί αυτά έχουν ψυχή! Την ψυχή όλων εκείνων που με μόχθο και τέχνη τα κατασκεύασαν, εκείνων που για χρόνια τα διάβηκαν ή, κάποια, ακόμα τα διαβαίνουν, αλλά και την ψυχή του κυριότερου μελετητή τους που ακούει στο όνομα Σπύρος Ι. Μαντάς! Διότι ο Σπύρος Ι. Μαντάς για σαράντα και πλέον χρόνια δεν τα αγαπά απλώς ως κάτι ιδεατά όμορφο ή σπουδαίο, αλλά τα αναζητά, όπως μάνα τα χαμένα της παιδιά, τα καταγράφει, τα σχεδιάζει, ακούει γι’ αυτά τραγούδια και ιστορίες, μιλάει μαζί τους με κείνη τη μυστική φωνή των ανθρώπινων έργων που έχουν πολλά να διηγηθούν, ξεκλειδώνει μέρος ή όλη την ιστορία τους κι ως αδερφή ψυχή αφουγκράζεται τα βάσανά τους, τους καημούς και τις ελπίδες τους.
Δύσκολο έργο αυτό, διότι δεν απαιτεί μόνο την πνευματική, αλλά και τη σωματική ικμάδα του ερευνητή τους, καθώς, για να πετύχει τα ανωτέρω, διαβαίνει πολλές και δύσβατες, συχνά, διαδρομές της πανέμορφης Πίνδου. Κι ας σκεφτούμε τη χαρά ή την απογοήτευση που νιώθει, όταν κατάκοπος ανακαλύπτει γεφύρι ολόκληρο, ίχνη του ή τίποτε, αντίστοιχα! Βέβαια, μέσα σ’ αυτή την αναζήτηση, ακόμα κι αν τίποτα δεν βρει, γνωρίζει ανθρώπους κι ακούει ιστορίες τους, συγκεντρώνει πληροφορίες, κάνει φίλους -πόσο σπουδαίο κι αυτό-, γεμίζει τη ζωή του με ό,τι πολύ αγαπά και τη δική μας με τα υπέροχα αποτελέσματα του όλου έργου του.
Η εξάτομη και ογκώδης «Γεφυροποιία της Πίνδου και των όμορων περιοχών», λοιπόν, για την οποία εδώ γίνεται λόγος, αποτυπώνει όλα αυτά, ενώ αναδεικνύει τη σημασία της αγάπης και της αφοσίωσης για την επίτευξη ενός δύσκολου σκοπού και αποτελεί μια σπουδαία Ηπειρωτική τριλογία.
Συγκεκριμένα, ο πρώτος τόμος είναι αφιερωμένος στους μάστορες των γεφυριών, τους «ποιητές των τόξων», όπως τους ονομάζει ο συγγραφέας, και φέρει τον τίτλο «ΥΣΤΕΡΟΙ ΜΑΪΣΤΟΡΕΣ …από την ιστορία στο παραμύθι». Οι επόμενοι τρεις τόμοι, αφορούν στην καταγραφή και αποτύπωση των γεφυριών κι έχουν τον κοινό τίτλο «ΤΑ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ» ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ …ζεύξεις του άπειρου». Οι άλλοι δύο τόμοι είναι αφιερωμένοι στης Άρτας το γεφύρι, έχουν τον τίτλο «ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ …τραγουδώντας τον θρύλο», με τον δεύτερο εξ αυτών και τελευταίο της σειράς να περιέχει «Μουσικό Παράρτημα».
Αυτό το έργο συνιστά αξιόλογη καταγραφή λαογραφικού υλικού, με τα δημοτικά τραγούδια ν’ αποτελούν σημαντικό τμήμα της. Επίσης, τα υπέροχα κείμενά του διανθίζονται με φωτογραφίες πέτρινων γεφυριών, αλλά και με κατασκευές που σκοπό διαπεραίωσης επιτελούσαν, όπως, για παράδειγμα, οι περαταριές και οι αέρινες ξυλοδεσιές. Υπάρχουν ακόμα φωτογραφίες που αποτυπώνουν ποταμίσια τοπία, τα οποία εικονίζουν ανθρώπινες δραστηριότητες, ή όχι, άλλες που παρουσιάζουν μορφές ανθρώπων, κάποιοι εκ των οποίων φορούν παραδοσιακές ενδυμασίες, κι άλλες που καθρεφτίζουν απόψεις χωριών που, όχι σπάνια, δείχνουν αλλοτινές οικήσεις περιοχών και μας ταξιδεύουν ιδιότυπα στον χρόνο.
Επιπρόσθετα, η παράθεση σχεδιαγραμμάτων, τα οποία περιγράφουν γεωμετρικά πολλά γεφύρια, καθώς και είδη κατασκευής τους, αναδεικνύουν με τον τρόπο τους την προσεκτική και επίμονη εργασία του ερευνητή – συγγραφέα, ενώ οι χάρτες κατατοπίζουν τον αναγνώστη περαιτέρω. Ακόμα, παρατίθενται πίνακες όπου φαίνεται η διασπορά των γεφυριών στον χώρο, καθώς και η κατάστασή τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι φωτογραφίες, οι οποίες εικονοποιούν τον περιγραφόμενο τρόπο χτισίματος των γεφυριών, όπως κι εκείνες που δείχνουν τη σύνδεσή τους με παρακείμενα κτίσματα. Όλα αυτά συνιστούν σημαντικά σημεία της φιλοσοφίας του έργου, το οποίο αναμένει τον αναγνώστη να τ’ ανακαλύψει, αλλά και ν’ αναζητήσει, ό,τι άλλο δεν αναφέρεται εδώ.
Αν θέλαμε να κατατάξουμε σ’ ένα είδος το παρόν έργο του Σπύρου Ι. Μαντά, μάλλον θα δυσκολευόμαστε, γιατί είναι πολλά πράγματα μαζί, αφού αφορά στην αρχιτεκτονική, στην ιστορία, στη λαογραφία, εν γένει στην τέχνη υπό την ευρεία έννοια του όρου, κι όλα αυτά ιδωμένα με το βλέμμα στο παρελθόν, που σημαίνει στην ιστορία τους, που όμως δεν αφήνει αδιάφορο το μέλλον, καθώς τα πέτρινα γεφύρια, σημαντικά στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, ζητούν με τον τρόπο τους να τα γνοιαζόμαστε, να τα φροντίζουμε, να τους εμφυσούμε ζωή. Άλλωστε τα γεφύρια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι φτιαγμένα για να ενώνουν κι ως τέτοια όλες οι εποχές, η καθεμιά με τον τρόπο της, τα έχουν ανάγκη.
Όσο για τον Σπύρο Ι. Μαντά, τον άνθρωπο που στη σελίδα του στο facebook γράφει, «Κράτησα τη ζωή μου διαβαίνοντας πέτρινα, ηπειρώτικα γεφύρια. Που πάει να πει λίθινες βέργες, τροχιές δέους, μπροστά στην αιωνιότητα του πλάτανου. Και βρήκα απέναντι, στις πέρα όχθες, κάτι μαστόρους να τραγουδούν: Εσένα τα λέω ετούτα / Κι αν θέλεις άκουστα / Πάρε χαρτί και πένα / Και κάτσε γράψε τα», τι να πρωτοπεί κανείς; Ούτως ή άλλως, αξίζει κάθε έπαινο και κάθε τιμή για το επίπονο και σπουδαίο έργο του! Όσο με αφορά, ως Ηπειρώτισσα και ως άνθρωπος που αγαπώ τα πέτρινα γεφύρια και εκτιμώ τους ανθρώπους του μόχθου, υποκλίνομαι στον δημιουργό της εξάτομης σειράς βιβλίων, «Γεφυροποιία της Πίνδου και των όμορων περιοχών», τον οποίο βέβαια τιμώ για το έργο του συνολικά, συγχαίρω τον ίδιο, καθώς και την Περιφέρεια Ηπείρου για τη χρηματοδότηση της έκδοσης, και εύχομαι να την τιμήσουν πολλοί αναγνώστες!
Τέλος, αντί επιλόγου παραθέτω τμήμα από τον πρόλογο του δεύτερου τόμου· εδώ, ο συγγραφέας, αφού προτάσσει απόσπασμα από το βιβλίο του Ίβο Άντριτς, Το γεφύρι του Δρίνου (Εκδ. Καστανιώτη), όπου το χτίσιμο των γεφυριών αποδίδεται σε θεία παρέμβαση -ο Θεός έστειλε, λέει, αγγέλους κι έχτισαν τα πρώτα γεφύρια-, μια κι ο διάβολος είχε γεμίσει τον τόπο με ποτάμια και χαράδρες, σημειώνει: «Έτσι, λοιπόν, λέει, και γι’ αυτό, χτίστηκαν τα πρώτα γεφύρια! Μα εδωπάνω, στην Ήπειρο, φαίνεται πως ο σατανάς το παράκανε. Αμέτρητοι οι λάκκοι, τα ρέματα που σκάρωσε, να γίνονται ύπουλα ποτάμια, να τρέχουν για τη θάλασσα με βουή και απειλώντας. Φόβος, τρόμος και θάνατος παντού! Ε, τι να σου κάνουν και οι άγγελοι; Ήρθαν, είδαν, έστησαν 9 γεφύρια, 9 γερά Θεογέφυρα, και τράβηξαν για αλλού. Κι απέμειναν οι άνθρωποι ανήμποροι, με το παράπονο και την αγωνία να τους παραλύει…
Αλλά κάποια στιγμή -δε γινόταν αλλιώς-, κάποιοι τους, οι πιο θαρραλέοι, το γύρισαν σε πείσμα και προσπάθησαν να μιμηθούν τους αγγέλους. Μα δεν ήταν καθόλου εύκολο και αρκετοί γκρεμοτσακίστηκαν. Δυο, τρεις που τα κατάφεραν, παραλίγο να βρουν και τον μπελά τους -απίστευτο! Τους κατηγόρησαν για μάγους -πού ακούστηκε να στέκουν στον αέρα οι πέτρες! Τούτα είναι έργα του σατανά, τους πέταξαν κατάμουτρα, και τα ’πανε …διαβολογέφυρα!
Η ιστορία πάει μακριά, κι αποφάσισα να σας τη διηγηθώ. Μα για να μην πέσω κι εγώ στο ίδιο λάθος, τα θεωρήσω όλα διαβολογέφυρα, το έψαξα χρόνια πολλά. Ήδη με όσα έως τώρα διαβάσατε (α’ τόμος), θα πειστήκατε πως οι πετροφαγάδες μαστόροι μας κάθε άλλο παρά «διαολεμένοι» ήταν -των διαολεμένων το βιός μεγαλώνει πολύ και γρήγορα. Γι’ αυτό άλλωστε στην τριλογία μας προτάξαμε τους δημιουργούς· γνωρίζοντας αυτούς, η προσέγγιση των έργων τους καθίσταται πιο εύκολη. Και κυρίως πιο αντικειμενική.» (β’ τόμος, σ. 11)
Τέλος, ευχαριστώντας τον Σπύρο Ι. Μαντά για τον τρόπο που μας μυεί στον κόσμο των πέτρινων γεφυριών, σημειώνω πως όποιος επιθυμεί ν’ αποκτήσει κάποιον ή όλους τους τόμους του έργου του «Γεφυροποιία της Πίνδου και των όμορων περιοχών», επειδή δεν κυκλοφορούν στο εμπόριο, μπορεί να επικοινωνήσει με τον ίδιο στον ακόλουθο αριθμό: 6938121276.
Ο Σπύρος Ι. Μαντάς γεννήθηκε στην Κρέστενα Ηλείας. Σπούδασε Οικονομικά και εργάστηκε στη Μέση εκπαίδευση. Από το 1982 ασχολείται με τη μελέτη των πέτρινων γεφυριών της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου (Πίνδου), αλλά και τους μαστόρους της. Το 1990 δημιούργησε το «Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων» (Α.Γ.Η.) και το 2001, μαζί με άλλους συνεργάτες, ίδρυσε το «Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών» (ΚΕ.ΜΕ.ΠΕ.Γ.), στο οποίο είναι πρόεδρος. Γύρισε σειρά ντοκιμαντέρ (σενάριο, παρουσίαση) με θέμα τα πέτρινα γεφύρια. Συνεχίζει να αναδεικνύει θέματα της λαϊκής γεφυροποιίας, συμμετέχοντας σε συνέδρια, δίνοντας διαλέξεις σ’ όλη την Ελλάδα, δημοσιεύοντας άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, μιλώντας σε εκπομπές της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου.
Άλλα βιβλία του: «Τα Ηπειρώτικα γεφύρια» (1984), «Το Γεφύρι κι ο Ηπειρώτης» (1987), «Η Σκάλα του Βραδέτου» (σε συνεργασία με τον Θ. Χαμάκο) (2003), «Περί Πετρογέφυρων Α’ & Β’» (επιμέλεια, με Γ. Ψιλόπουλο) (2003 & 2005), «Πέτρινα Γεφύρια» (κείμενα) (2007), «Πέτρινα Γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο» (2008), Α.Γ.Η.