Tα τρένα και οι σταθμοί
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή
Για τις τρεις αδερφές ο ιδανικός τόπος ξεσκάσματος ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός. Το κτήριο με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του, πραγματικό κομψοτέχνημα, κι επιπλέον ακομμάτιστο κι αταξικό, όπως όλοι οι σταθμοί στον κόσμο, αποτελούσε τόπο φυγής κι αναψυχής. Σ’ ένα απ’ τα καφενεδάκια του έπιναν τον καφέ τους, περιφέροντας το βλέμμα τους στα πράγματα και στους ανθρώπους. Απ’ τη μια οι μικροπωλητές με κρεμασμένη την πραμάτεια στο στήθος, κι απ’ την άλλη το ξυπόλητο «τάγμα» με απλωμένο το χεράκι περιφέρονταν από τραπέζι σε τραπέζι. Άπλωναν κι εκείνες πρόθυμα το δικό τους να δώσουν και να πάρουν χαρά. Έπιαναν και την κουβέντα με τους μικρούς Γαβριάδες, όπως τους έλεγε η Μαρία, επηρεασμένη απ’ τους Άθλιους του Βίκτωρα Ουγκώ. Παράγωγα της προσφυγιάς, οι δουλειές του ποδαριού και της επαιτείας πλεόναζαν, ωστόσο στο φως της μέρας σε αντίθεση με της νύχτας. Και ήταν αξιοθαύμαστη η αξιοπρέπεια με την οποία σου άπλωναν το χέρι. «Δεν επαιτούν. Απαιτούν το δίκιο τους. Αυτά είναι τα μεγαλύτερα θύματα των Μεγάλων», έλεγε η Μαρία, η περισσότερο προβληματισμένη κι ενημερωμένη στα πολιτικά και παραπολιτικά.
Οι μέλλοντες να ταξιδέψουν είχαν το νου τους στο μεγάλο ρολόι του σταθμού. Κι όσο πλησίαζε η ώρα, οι κινήσεις τους γίνονταν πιο νευρικές. Κάποιοι πετάγονταν έξω απ’ την αίθουσα, πλησίαζαν την άκρη της πλατφόρμας κι έσκυβαν επικίνδυνα προς το μέρος απ’ όπου θα φαινόταν ο καπνός. Το θέαμα παρουσίαζε ενδιαφέρον! Ιδίως την ώρα που το τρένο έχοντας διασχίσει την απέραντη πεδιάδα του Βορρά, περνώντας πάνω από γιοφύρια και τρυπώνοντας στις σήραγγες, ανήγγελλε την άφιξή του με τη χαρακτηριστική βραχνάδα στη φωνή. Το σφύριγμά του, προειδοποιητικό, έμοιαζε με του αέρα, προάγγελο της βροχής. Στο άκουσμά του σηκωνόταν ο σταθμός στο πόδι και η συγκίνηση του επικείμενου αποχωρισμού ή ανταμώματος ξεσπούσε σε δάκρυα λύπης ή χαράς, αναλόγως. Τα καθίσματα ακολουθώντας τη ροή των πραγμάτων άδειαζαν και οι αγκαλιές γέμιζαν, για να μείνουν κι εκείνες άδειες.
Ωστόσο είναι οι τυχερές, αφού για τους μοναχούς ούτε ανοίγει ούτε κλείνει ποτέ μια αγκαλιά.
Ασκούσε πάνω τους μια ανεξήγητη έλξη ο τόπος εκείνος. Οι ράγες στα νοτιοδυτικά της πόλης αποτελούσαν τη διαχωριστική γραμμή απ’ την πεδιάδα, που το άλλο της σύνορο χανόταν στη γραμμή του ορίζοντα. Τις γοήτευε, ίσως επειδή τους έδινε την ψευδαίσθηση του ταξιδιού. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Δράμας άνοιξη και φθινόπωρο ήταν το στέκι τους. Καμιά φορά και χειμώνα. Με τα καπελίνα τους, τα γουναρικά τους, τα κομψά με μπαρέτες γοβάκια, μόδα της εποχής κι έργα χειρών του Λεωνίδα και της Ξένης, τραβούσαν τα βλέμματα, όπου υπέφωσκε και η απορία: γιατί αυτή η προτίμηση αιθέριων υπάρξεων στην επηρεασμένη απ’ την κάπνα και την «ευωδιά» του κάρβουνου ατμόσφαιρα;
Του Βρανά όμως η απορία καταντούσε βασανιστική για τη Μαρία, όσο κι αν προσπαθούσε να του εξηγήσει γιατί απλά και μόνο οι σταθμοί έχουν την αίγλη της αλλαγής, μοιάζουν με την ιστορία του κόσμου. Όπως τα τρένα προχωρά κι αυτή από σταθμό σε σταθμό. Χαράσσει τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας στη ράχη της γης, όπως οι ράγες, κι ύστερα γίνεται σελίδες βιβλίου. Ψιλά γράμματα για τον άντρα της οι παραλληλισμοί της γυναίκας του, που έτσι κι αλλιώς ήταν του χαρακτήρα της να φιλοσοφεί γύρω απ’ τα πράγματα και τη ζωή.
(Από το μυθιστόρημα «ΥΠΟΣΧΕΣΗ. Με του Αιγαίου τα κύματα, 1922») Tα τρένα και οι σταθμοί