ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ;

(τουλάχιστον γνωρίζουμε τις «Μέλισσες» 😉

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

«…η συνείδηση
είναι μια λέξη μόνο που οι δειλοί μεταχειρίζονται,
που πρώτα τη σοφίστηκαν για να κρατάν τα φόβο
τον δυνατό : συνείδηση μας είναι
τα δυνατά μας μπράτσα, νόμος τα σπαθιά μας…»
΄ Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο Βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ

Ας θυμηθούμε ξανά τα ονόματά τους. Ήταν οι εφέτες Μαρία Λεπενιώτη, Ανδρέας Ντόκος και Γεσθημανή Τσουλφόγλου αυτοί που μετά από πέντε χρόνια(!!!) υποδειγματικής ποινικής διαδικασίας έριξαν την αυλαία μιας πολυσήμαντης δίκης, αυτής της Χρυσής Αυγής και των στελεχών της που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης για την ανεξέλεγκτη και δολοφονική δράση των ταγμάτων εφόδων της.
Τον Οκτώβριο του 2022 απ’ τις στήλες της φιλόξενης αυτής εφημερίδας (ΗΧΩ, 14-10-2022), με αφορμή την εκ νέου δίκη, στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών σε δεύτερο βαθμό, της Χρυσής Αυγής μετά την έφεση που άσκησαν τα καταδικασθέντα, ήδη, στελέχη και μέλη της, γράφαμε : «…τούτες τις μέρες το μόρφωμα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής κάθεται ξανά στο εδώλιο , ως εξάλλου δικαιούται.

Τα θέματα που αναδείχτηκαν στην πρωτόδικη δίκη και απαντήθηκαν ηχηρά απ’ το Δικαστήριο θα ξανατεθούν με έμφαση, ήταν «πολιτική» η δίωξη των μελών της Χρυσής Αυγής ; Ήταν (και είναι) «πολιτική» η δίκη τους ;
Εκτιμώ αβίαστα πως όχι. Η δίκη της Χρυσής Αυγής είχε (και έχει) ασφαλώς πολιτικό αποτύπωμα αφού αφορά την δράση και λειτουργία ενός κόμματος και την ποινική μεταχείριση των μελών του, ωστόσο αυτό που κρίθηκε αφορά τις πράξεις που συνιστούν, κατ’ ιδίαν εκάστη απ’ αυτές, το corpous ενός εγκλήματος. Υπό αυτή την έννοια είναι εσφαλμένη η παραδοχή και ο ισχυρισμός των καταδικασθέντων πρωτοδίκως ότι η δίωξη τους ήταν «πολιτική».
Μια «πολιτική δίωξη», υπό όρους και προϋποθέσεις, έχει δυνάμει διακριτά χαρακτηριστικά. Στην Γαλλία και την Γερμανία τα ναζιστικά κόμματα έχουν τεθεί εκτός νόμου, στην Ελλάδα όχι.
Ο Άρειος Πάγος δεν απαγόρευσε την συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στις εκλογές, ακόμα και μετά την δίωξή της. Και ορθώς δεν την απαγόρευσε αφού δεν έχει τη δικαιοδοσία να απαγορεύει ή να επιτρέπει οποιαδήποτε ιδεολογία ή πολιτική δράση. Η Αριστερά και οι αριστεροί της, το ΚΚΕ και οι κομμουνιστές πλήρωσαν ακριβά τον αποκλεισμό τους τεθέντες εκτός νόμου. Τα κόμματα ως φορείς ιδεών πρέπει να λειτουργούν ελεύθερα, απρόσκοπτα. Ο κοινωνικός, πρωτίστως, και εκλογικός στίβος θα αναδείξουν την απήχηση αυτών των ιδεών μέσα από την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Ορθώς, λοιπόν, η Χρυσή Αυγή συμμετείχε στις εκλογές αφού τα σύμβολα, οι ιδέες και οι ηγέτες τους δεν ήταν άγνωστα στους συμπατριώτες μας. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος υποψιασμένος ώστε να αποκωδικοποιήσει εύκολα τα συμφραζόμενα των συμβόλων και των ιδεών του ναζιστικού μορφώματος. Και μόνο η δημοκρατική αφύπνιση με τα αντανακλαστικά των ανήσυχων και σκεπτόμενων δημοκρατικών πολιτών μπορεί να θέσει φραγμούς στην δράση ή στην κοινοβουλευτική παρουσία αυτού του μορφώματος. Κανένα Δικαστήριο και κανένας νόμος. Είτε μας αρέσει , είτε όχι».

Το ίδιο ακριβώς ισχυρίζομαι και τώρα, δηλαδή μετά την ψήφιση – «μπλόκο» νομοθετήματος που, υπό όρους και προϋποθέσεις, καθιστά, σχεδόν, απαγορευτική την συμμετοχή στις εκλογές ενός νέου ναζιστικού μορφώματος υπό τον ορατό κίνδυνο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη.
Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκε στην κυβέρνηση η οποία μαζί με το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ υπερψήφισαν το νομοθέτημα που φιλοδοξεί να εξοβελίσει από το κοινοβούλιο, δια της εκλογής του, το ναζιστικό – υβριδικό μόρφωμα του καταδικασθέντος, ήδη, πρωτοδίκως Ηλία Κασιδιάρη.
ΚΚΕ, ΜΕΡΑ 25 και Ελληνική Λύση καταψήφισαν, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δήλωσε «παρών».
Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής αναγνώρισε την συνταγματικότητα της τροπολογίας και εναπόκειται πλέον στους δικαστές του Α΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου να αξιολογήσουν και να κρίνουν την συμβατότητα του ψηφισθέντος νόμου με τις διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως με την πρόνοια του άρθρου 29 § 1 σύμφωνα με το οποίο «…Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος…»

Η σύζευξη της Συνταγματικής επιταγής και πρόνοιας με την απαγόρευση συμμετοχής σε κόμματα / εκλογές πολιτών που καταδικάστηκαν ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, για την ποινικά ενδιαφέρουσα δράση τους, μαζί με πολίτες κατ’ επίφαση και μόνο επικεφαλής και διευθύνοντες νεοπαγή πολιτικά κόμματα και μορφώματα που η πραγματική ηγεσία τους έχει ήδη καταδικαστεί, ως πλέον προβλέπει το νέο νομοθέτημα, ούτε απλή ούτε αυτονόητη είναι.
Το «πως» και το «γιατί» θα κληθούν να ερμηνεύσουν, ουσιαστικά χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, οι δικαστές του Α΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου οι οποίοι και θα εγκρίνουν την συμμετοχή κάθε κόμματος στις εθνικές εκλογές.
Και μπορεί μεν η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να κρίνεται προσχηματική και μικροκομματική (αφού κάθε δυνάμει κοινοβουλευτικός εξοστρακισμός εκ δεξιών της, όπως δηλαδή επιδιώκει με το Εθνικό κόμμα Έλληνες του Ηλία Κασιδιάρη διευκολύνει τον στόχο της επιδιωκόμενης αυτοδυναμίας της ΝΔ) η άρνηση, ωστόσο, της καθ’ ημάς Αριστεράς να καταψηφίσει την επίμαχη τροπολογία ούτε ανιστόρητη ούτε αδικαιολόγητη κρίνεται. Κι αυτό γιατί μετά τον εμφύλιο και την παρατεταμένη «λευκή τρομοκρατία» των νικητών του, τόσο η Αριστερά όσο και οι αριστεροί της τελούσαν υπό διωγμό. Η ίδρυση και λειτουργία της ΕΔΑ αυτό ακριβώς τον σκοπό εξυπηρετούσε, δηλαδή την θεσμική και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των ηττημένων αφού το ΚΚΕ, ως γνωστόν, είχε τεθεί εκτός νόμου και τα έκτακτα στρατοδικεία οδηγούσαν για χρόνια στο απόσπασμα τους κομμουνιστές και συνοδοιπόρους τους. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, αμέσως μετά των πτώση της δικτατορίας , έθεσε τέλος σαυτόν τον φαύλο κύκλο της ανωμαλίας αφού η κοινοβουλευτική, πλέον, εκπροσώπηση του σφραγίστηκε με το όνομα, το χρώμα και τα σύμβολά του.

Η υφέρπουσα καχυποψία της Αριστεράς να προταχθούν οι γενικές αναφορές και απλουστεύσεις στην απαγόρευση συμμετοχής των κομμάτων στις Εθνικές Εκλογές ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά του δύσκολου παρελθόντος της, όταν η ίδια εδιώκετο για το οπλοστάσιο των ιδεών της.
Η καχυποψία αυτή γίνεται εντονότερη και κατανοητή αφού η κυβέρνηση ουδέν απολύτως έπραξε από τον Οκτώβριο του 2020, οπότε και έπεσε η αυλαία της δίκης της Χρυσής Αυγής, μέχρι σήμερα, δηλαδή σε δυνάμει προεκλογική περίοδο.
Ο Ηλίας Κασιδιάρης ανενόχλητος προπαγανδίζει απ’ τις φυλακές το πρόγραμμα του κόμματός του, παραχωρεί συνεντεύξεις, στρατολογεί νέα μέλη, είναι ο ισχυρός άνδρας του νεοναζιστικού χώρου. Και βέβαια απειλεί την πολυπόθητη αυτοδυναμία της ΝΔ. Γιαυτό και η εσπευσμένη τροπολογία για τον μελλοντικό κοινοβουλευτικό εξοστρακισμό του.
Πίστευα, κι εξακολουθώ να πιστεύω, πως η ασφάλεια του δικαίου προϋποθέτει νόμιμες και ανεπίληπτες προσεγγίσεις. Προϋποθέτει τις θεσμικές εκείνες θωρακίσεις που θα απονομιμοποιούν κάθε έωλη και αυθαίρετη περιχαράκωση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Προϋποθέτει την στεγανοποίηση των ιδεών και της σκέψης από φορείς και συνδηλώσεις πράξεων ποινικής απαξίας. Προϋποθέτει ενσυναίσθηση της ανοχής και των αντοχών της Δημοκρατίας.

Ως πολίτης και ως νομικός αναμένω, όπως αρκετοί άλλοι, με ενδιαφέρον και περιέργεια την κρίση των δικαστών στον Άρειο Πάγο όταν κληθούν να ανακηρύξουν κόμματα και υποψηφίους. Όταν δηλαδή θα ερμηνεύσουν, με την δικαιοπολιτική κουλτούρα και την νομική σκευή τους, εάν και πόσο η ευρύχωρη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 29 § 1 του Συντάγματος βρίσκεται ή όχι στον αντίποδα των απαγορεύσεων το νέου νόμου. Εάν δηλαδή η συμμετοχή και συνακόλουθη δράση ενός πολίτη σε ένα κόμμα πρέπει να συνοδεύεται κι απ’ το ποινικό μητρώο του, τουλάχιστον ως προς ομοιογενή εγκλήματα υψηλού συμβολισμού και υπέρτατης ποινικής απαξίας.
Ο Κασιδιάρης, με ή χωρίς φερετζέ, θάναι πάντα το καταδικασμένο στέλεχος ενός ναζιστικού μορφώματος που έδρασε ως εγκληματική οργάνωση.
Η νομική ακύρωση του ίδιου ή του ειδώλου του δεν αναιρεί την πολιτική νομιμοποίηση του από την λαϊκή ψήφο. Και γιαυτό οι πολίτες πρέπει να γρηγορούν. Όχι ο νομοθέτης.

ΥΓ. Ο εκ των συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής Θανάσης Καμπαγιάννης στο τέλος της αγόρευσής του κάλεσε του δικαστές να απαντήσουν με ποιόν είναι : με τις μέλισσες ή με τους λύκους ;
(βλ. Θ. Καμπαγιάννης, Με τις μέλισσες ή με τους λύκους ; εκδ. Αντίποδες 2020)