Βιβλιοπαρουσίαση, Ελευθέριου Τσιρώνη, Τρίτη Ανάσταση

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

http://users.sch.gr/panlampri/

Ο Ελευθέριος Αναστ. Τσιρώνης, με καταγωγή από τη Μικροσπηλιά του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων και γεννημένος στην Άρτα, μετά την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο «Το ξύρισμα της Κυριακής – Ενθυμήματα από την Άρτα» (εκδ. Το δόντι, Πάτρα 2018, σ. 184), πέρυσι κοινοποίησε στους αναγνώστες τη νέα του προσπάθεια στον χώρο της λογοτεχνίας με νέα συλλογή διηγημάτων, την «Τρίτη Ανάσταση» (εκδ. Το δόντι, Πάτρα 2022, σ. 236).
Σταθερές πηγές έμπνευσής του είναι η ζώσα μνήμη και η νοσταλγία, οι οποίες τροφοδοτούν την αφήγηση χωρίς διάθεση ωραιοποίησης των ιστορουμένων, αλλά ως σημαντικά στοιχεία της οδηγούν τον συγγραφέα στο παρελθόν, το οποίο ζωντανεύει ζωγραφίζοντάς το με χρώματα που η παλέτα του διαθέτει. Φυσικά, δεν φαίνεται να επιθυμεί να επιστρέψει εκεί, αλλά δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από κείνα που τον γαλούχησαν και τους οφείλει σε μεγάλο βαθμό αυτό που είναι. Όπως, για παράδειγμα, το φαρμακείο της κυρίας Σόνιας (σ. 177), το οποίο του προσέφερε χρήσιμες για τη ζωή εμπειρίες: «[…] Η κυρία Σόνια είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα μου να μου επιτρέπει να πηγαίνω κάποιες φορές το πρωί στο φαρμακείο, όταν είχα σχολείο το απόγευμα για να με χρησιμοποιεί για τα εξωτερικές δουλειές, όπως να πηγαίνω στο ταχυδρομείο, στην τράπεζα, στη φαρμακαποθήκη και στο ΚΤΕΛ των ορεινών χωριών, για να «τρίβομαι» μέσα στις δουλειές και να μπορέσω έτσι να κινήσω το μυαλό μου, γιατί, του ’λεγε: «όταν θα μεγαλώσει το παιδί, θα είναι εξασκημένο στις δουλειές και θα τα βγάζει πέρα πολύ καλύτερα». Αυτό άκουσε ο πατέρας μου και δεν έφερε καμία αντίρρηση, μου σύστησε όμως να είμαι υπάκουος, προσεκτικός και τίμιος στις συναλλαγές με τα χρήματα, γιατί δεν ανεχόταν με τίποτε να λερωθεί το καθαρό του κούτελο, γιατί, μου ’λεγε: «για ένα όνομα ζούμε στην κοινωνία». […]»

Τα πρόσωπα, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, αποτελούν δυναμικά στοιχεία των αφηγήσεων. Πολλά είναι γνώριμα, αμέσως ή εμμέσως, στον συγγραφέα, ο οποίος, μετά από χρόνια, νιώθει την ανάγκη να τους δώσει πνοή ζωής μέσω της γραφής του. Πρόκειται για ανθρώπους καθημερινούς, του μόχθου και της βιοπάλης, που έχουν ελαττώματα και προτερήματα και έζησαν την εποχή τους με τις όποιες δυσκολίες -ποια εποχή εξάλλου δεν έχει-, όντας ενεργά ή «αφανή» μέλη του συνόλου, που όμως άφησαν το στίγμα τους, τουλάχιστον στην ψυχή εκείνου. Ξεχωριστή θέση κατέχουν οι γυναίκες, ειδικά της γειτονιάς όπου μεγάλωσε, μικρές και μεγάλες, φυσικά, η μητέρα του, αλλά και άλλες που στη συνέχεια γνώρισε.
Κάποια από τα διηγήματα αφορούν στη σχολική και στη φοιτητική ζωή, ενώ με διάφορες αφορμές παρουσιάζει ποικίλα ζητήματα της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Μια πλατιά θάλασσα στην οδό Σκουφά» (σ. 19), γράφει: «[…] Ήταν η θάλασσα της γαλάζιας ποδιάς που φορούσαν τα κορίτσια του γυμνασίου, με το άσπρο γιακαδάκι και το μήκος της να μην ξεπερνάει το γόνατο, κάποιες φορές και λίγο πιο πάνω.
Έτσι και έβλεπες τα αμέτρητα χαρούμενα και γελαστά κορίτσια να χαλάνε τον κόσμο με τα γέλια, τα πειράγματα και τις σκανταλιές τους, να κατηφορίζουν κατά μεγάλες παρέες, ολόκληρα μπουλούκια, έμοιαζαν σαν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα έτοιμη να συμπαρασύρει στο διάβα της τα πάντα. με πιο πολύ παρέσυραν τα δύστυχα κι αγίνωτα νεαρά κλαράκια, εμάς τα άμαθα και άδολα αγόρια, που πιάναμε πάντα το ένα πεζοδρόμιο για να μην πέφτουμε πάνω τους κατάφατσα και να μπορούμε έτσι να κρυβόμαστε, αφού δεν τολμούσαμε να τα κοιτάξουμε στα ίσια. Η ντροπή μας ήταν το κύριο χαρακτηριστικό, ενώ αυτά πάντα καταμεσής του δρόμου και με θράσος περισσό που απορούσαμε πού μπορούσαν να το βρίσκουν, μας έριχναν τις σαϊτιές και όποιον πάρει ο χάρος. Πολλές φορές προσπαθούσαμε κι εμείς να ανταποδώσουμε τα έξυπνα πειράγματα και τις ζαβολιές, μα την ίδια στιγμή το μετανιώναμε από την ντροπή μας κι έτσι, η μπάλα ήταν πάντα στην περιοχή των κοριτσιών και η νίκη τους εξασφαλισμένη. […]».

Στο διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, ο Λευτέρης Τσιρώνης μας μεταφέρει στο χωριό καταγωγής του, τη Μικροσπηλιά, και μας περιγράφει με ενάργεια το Πάσχα που γιόρτασε εκεί η οικογένειά του το 1970. Η μετακίνηση από την πόλη στο χωριό, οι άνθρωποι του χωριού, συγγενείς και γνωστοί, η ανοιξιάτικη φύση και τα λαμπριάτικα έθιμα αποτελούν το σκηνικό, το οποίο αποτυπώνεται βαθιά στην ψυχή του και ανακαλούμενο στη μνήμη ζωντανεύει για τον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος γεύεται στιγμές ζωής, ήδη μακρινές, για πολλούς άγνωστες, και προβάλλει ως εικονογραφία εκείνης της εποχής. Εξάλλου, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «Αυτή η μοναδική Τρίτη Ανάσταση έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου για πάρα πολλά χρόνια, αφού αυτή η κατανυκτική ατμόσφαιρα ήταν μέρος μιας μυσταγωγίας που ελάχιστες φορές επαναλήφθηκε στη ζωή μου.» (σ. 40)
Ο Λευτέρης και σ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων του αναδεικνύει ζητήματα του παρελθόντος, τα οποία συνομιλούν ιδιότυπα με την εποχή μας, και γράφοντας στο πρώτο πρόσωπο, τα αφηγούμενα μοιάζουν με μια μορφή εξομολόγησης, ενώ ξεδιπλώνουν πλήθος εμπειριών και συναισθημάτων του που καλά στην ψυχή του κρατεί. Επίσης, το ύφος του είναι απλό, προσηνές και, αν και δεν χαρακτηρίζεται από διδακτικό στόμφο, η δράση των προσώπων και τα περιγραφόμενα γεγονότα μ’ έναν τρόπο διδάσκουν. Οι περιγραφές του διακρίνονται από ρεαλισμό και περιέχουν πολλά ηθογραφικά στοιχεία, ενώ κάθε φορά που περιγράφει τη φύση, αναδεικνύεται η αγάπη του γι’ αυτή.

Και γράφει: «Μέσα από το μισογκρεμισμένο πέτρινο τοίχο της μάντρας του θείου Γιωργάκη, απέναντι ακριβώς από το σπίτι μας, […] ξεπεταγόταν κάθε Άνοιξη, αγέρωχη και καμαρωτή με το άσπρο της νυφικό, μια γέρικη μυγδαλιά, το καμάρι της γειτονιάς και σαν βροντόφωνος τελάλης διαλαλούσε στη φτωχοσυνοικία τον ερχομό της Άνοιξης και των Παθών του Κυρίου. Περιμέναμε, όμως, κάθε φορά τη μυγδαλιά ν’ ανθίσει, σαν τον Μεσσία, γιατί σκορπούσε σπάταλα και απλόχερα τα ασπρολούλουδά της, θυσία στον ερχομό της Άνοιξης, κι αυτά έμοιαζαν με άσπρο χιόνι στις πρώτες ανταύγειες του πρωινού. […]» (σ. 178).
Διαβάζοντας την «Τρίτη Ανάσταση» του φίλου Λευτέρη, ένιωσα πως ήμουν κι εγώ μέρος των αφηγουμένων, αφού στοιχεία και από τη δική μου ζωή στην Ήπειρο απηχούν. Τέλος, ευχαριστώντας τον για το ταξίδι που μου χάρισε μέσω της ανάγνωσης των διηγημάτων του, σημειώνω πως ό,τι έγραψα είναι λίγα μπροστά σ’ αυτά που ένιωσα. Άλλωστε, ό,τι και να γράψεις για ένα βιβλίο, ο κάθε αναγνώστης το προσλαμβάνει σύμφωνα με τα βιώματά τους, τις αξίες του, τα συναισθήματά του, τη ζωή του την ίδια. Ας είναι καλοτάξιδο!
Ο Ελευθέριος Αναστ. Τσιρώνης γεννήθηκε στην Άρτα. Υπήρξε Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Δ. Ελλάδας, δικηγόρος του Πρωτοδικείου Πατρών και Προϊστάμενος του Εμμίσθου Υποθηκοφυλακείου Πατρών. Το 1995 εξέδωσε τη νομικού περιεχομένου μονογραφία, «Περί Μεταγραφής», το 2018 τη συλλογή διηγημάτων «Το ξύρισμα της Κυριακής», το 2022 τη συλλογή διηγημάτων «Τρίτη Ανάσταση», ενώ έχει αρθρογραφήσει στο περιοδικό «Ηπειρωτικοί Αντίλαλοι» του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Πατρών κι έχει βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.