Τσίπουρο ίσον…Ουίσκι!!!
Απόφαση «βόμβα» από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
-Η τιμή για τη φιάλη των 700ml, θα κοστίζει όσο ένα μπουκάλι ουίσκι.
-«Φρένο» στο μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης
Πάνω που οι Έλληνες, της οικονομικής κρίσης, της ημιαπασχόλησης και της ανεργίας, άρχιζαν να συνηθίζουν στη γεύση ενός εμφιαλωμένου τσίπουρου, μάλλον η απόφαση του ΔΕΕ, που είδε το φώς της δημοσιότητας, θα τους οδηγήσουν πίσω, στα χρόνια του χύμα τσίπουρου!!!
Κι αυτό επειδή αντιβαίνει στο δίκαιο της ΕΕ η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης και σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Για το λόγο αυτό, σε σημαντική αύξηση φαίνεται πως οδηγούνται οι τιμές σε τσίπουρο και τσικουδιά μετά την απόφαση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μπει «φρένο» στο μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στα συγκεκριμένα προϊόντα που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί
«Η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης και σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης», αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.
Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει: «όσον αφορά την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά πενήντα τοις εκατό σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, τα κράτη μέλη οφείλουν καταρχήν να καθορίζουν τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη».
Το ΔΕΕ επισημαίνει, επίσης, ότι «μολονότι η οδηγία για την εναρμόνιση περιέχει διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση για την Ελλάδα, η διάταξη αυτή αφορά σαφώς μόνο το «αλκοολούχο ποτό με άνισο (σ.σ. γλυκάνισο)» με την ονομασία «ούζο»». «Δεδομένου ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα προϊόντα αυτά υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την εναρμόνιση», απεφάνθη το ΔΕΕ.
Η τελική τιμή στο ράφι για το τσίπουρο θα φτάσει τα 16,5 ευρώ για τη φιάλη των 700ml από 11,5 ευρώ που είναι σήμερα, αναφέρει επικεφαλής μεγάλης εταιρείας στον «Ελεύθερο Τύπο». Σημειώνει, επίσης, ότι μετά από αυτή την αλλαγή αναμένεται να διογκωθεί το λαθρεμπόριο χύμα προϊόντος αμφίβολης ποιότητας, η κατανάλωση του οποίου μπορεί να είναι επικίνδυνη για την υγεία των καταναλωτών. Η τιμή αυτή, θα προσεγγίζει το ποσό που απαιτείται για ένα μπουκάλι ουίσκι.
Η απόφαση
Ολόκληρη η ανακοίνωση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
«Η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης και σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης.
Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά πενήντα τοις εκατό (50 %), σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, στην αιθυλική αλκοόλη η οποία προορίζεται για την παρασκευή ούζου ή περιέχεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παρασκευάζουν οι επιχειρήσεις απόσταξης. Τα ίδια αυτά αλκοολούχα ποτά, όταν παρασκευάζονται από μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, μεταξύ άλλων από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών, υπόκεινται σε εφάπαξ ή κατ’ αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (0,59 ευρώ) ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος.
Η Επιτροπή, επιληφθείσα καταγγελίας, άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, η ελληνική νομοθεσία αντιβαίνει προς τις οδηγίες σχετικά με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα αλκοολούχα ποτά3 και προς τις αρχές της Συνθήκης ΣΛΕΕ οι οποίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών φόρους υψηλότερους από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, όσον αφορά την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά πενήντα τοις εκατό σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν καταρχήν να καθορίζουν τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη. Μολονότι η οδηγία για την εναρμόνιση περιέχει διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση για την Ελλάδα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή αφορά σαφώς μόνο το «αλκοολούχο ποτό με άνισο» με την ονομασία «ούζο». Η εν λόγω σαφής και ακριβής κατά παρέκκλιση διάταξη πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να ερμηνεύεται στενά. Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης.
Δεδομένου ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα προϊόντα αυτά υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την εναρμόνιση.
Στην περίπτωση του τσίπουρου και της τσικουδιάς που παράγονται από τους μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, οι εφαρμοστέες οδηγίες επιτρέπουν επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μείωση (κατά 50 %) σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή. Η φορολόγηση ύψους πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ ανά χιλιόγραμμο που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία είναι σημαντικά χαμηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής μειωμένων συντελεστών δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου εναρμόνισης.
Επομένως, μολονότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι μια εθνική παράδοση μπορεί αφεαυτής να απαλλάξει τα εν λόγω κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 92/83, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης. Επιπλέον, η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ίδια οδηγία, σε συνδυασμό με την οδηγία 92/84, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς».