Συνέντευξη του Ντίνου Σιώτη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της έκδοσης του βιβλίου με τον τίτλο: «Τετράδια της Αμερικής», εκδόσεις Καστανιώτη;
Γύρω στο 2015 είπα να μαζέψω σε ένα βιβλίο όλα, ή σχεδόν όλα, τα δημοσιευμένα κείμενα που έχω γράψει για την Αμερική. Αλλιώς θα πήγαιναν χαμένα. Άρχισα να τα μαζεύω και να τα τακτοποιώ στο διαμέρισμα στην Αθήνα και στο κτήμα στην Τήνο. Κάποια στιγμή είχα πελαγοδρομήσει. Δεν εύρισκα άκρη. Είχαν δημοσιευθεί σε πολλές χαλκέντερες εφημερίδες και περιοδικά. Όταν τα έγραφα η ιδέα να γίνουν βιβλίο δεν υπήρχε. Το πρώτο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τζαζ» του Σάκη Παπαδημητρίου αλλά πιο επαγγελματικά η αρχή έγινε στο «Βήμα» το Νοέμβριο του 1979. Από τότε οι συνεργασίες μου με τον Τύπο ήταν τακτικές και συστηματικές.
Όταν πήγατε στην Αμερική δεν γνωρίζατε καλά την γλώσσα. Πώς καταφέρατε να την μάθετε, την αγγλική γλώσσα και να την χειρίζεστε άριστα;
Τον Απρίλιο του 1971 έφθασα στο Σαν Φρανσίσκο. Τον Ιούνιο πήγα σε γυμνάσιο στο Σαν Φρανσίσκο αποκλειστικά για τη γλώσσα, να μάθω αγγλικά. Έπρεπε το Σεπτέμβριο που θα έδινα εξετάσεις γλώσσας στο πανεπιστήμιο να περάσω, διότι στην Αμερική δεν πήγα για να γίνω μετανάστης αλλά για να μορφωθώ. Στρώθηκα λοιπόν στο διάβασμα. Έβλεπα πολύ τηλεόραση και άκουγα συνεχώς ραδιόφωνο για να τρίβομαι με την αγγλική γλώσσα. Εκείνο το διάστημα δεν μίλαγα καθόλου ελληνικά με κανέναν. Το αποτέλεσμα ήταν να περάσω τις εξετάσεις. Σε τρεις μήνες έμαθα τα αγγλικά πολύ καλά. Ήμουν φοιτητής σε αμερικανικό πανεπιστήμιο.
Στον τόμο δημοσιεύετε όλα τα κείμενα όσα έχετε γράψει για την Αμερική. Αφήσατε κάτι που δεν βάλατε στο βιβλίο;
Άφησα αρκετά που τα θεωρώ ξεπερασμένα ή ακραιφνώς δημιουργικής γραφής, όπως ποιήματα και διηγήματα. Άφησα και άλλα, μικρά κείμενα, που τα θεωρώ ρηχά και επουσιώδη ή άλλα που ήταν εντελώς λογοτεχνικά κείμενα και είχαν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Ποια ήταν η εργασία σας στην Αμερική; Από που ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για την δημοσιογραφία;
Η πρώτη μου δουλειά ήταν να σφουγγαρίζω πατώματα στο Χίλτον στο αεροδρόμιο του Σαν Φρανσίσκο από τις 11 το βράδυ έως τις 7 το πρωί. Πολύ σκληρή δουλειά. Η δεύτερη ήταν να δουλεύω τα απογεύματα σε ένα μπακάλικο στο Μπέρκλεϊ. Η τρίτη να εργάζομαι ως μπογιατζής και μετά ως τυπογράφος. Η τέταρτη να διδάσκω ελληνική γλώσσα και ελληνικό πολιτισμό σε δύο διαφορετικά πανεπιστήμια, εργασία μερικής και όχι κύριας απασχόλησης. Παράλληλα, απ’ το 1971 έως το 1974, εργαζόμουν κάθε Δευτέρα ως δημοσιογράφος στον ραδιοφωνικό σταθμό KQED, έχοντας μια εκπομπή στα ελληνικά και στα αγγλικά που λεγόταν «Η Ελληνική Ώρα». Όμως από το 1974 και μετά τα πράγματα έστρωσαν κάπως και δούλευα ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Τhe Hellenic Journal» και αργότερα στην εφημερίδα «Hellas» και από το 1979 ήμουν εξωτερικός συνεργάτης της εφημερίδας «Το Βήμα» στην Αθήνα και πιο μετά με άλλες εφημερίδες της Αμερικής, του Καναδά αλλά και των Αθηνών. Βιοποριζόμουν από την δημοσιογραφία έως το 1982 που άρχισα να εργάζομαι για το Ελληνικό Δημόσιο ως σύμβουλος τύπου σε πρεσβείες και γενικά προξενεία στο Σαν Φρανσίσκο, στην Οτάβα, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη.
Συναντηθήκατε και συνεργαστήκατε με μυθικά ονόματα. Πώς νιώθατε όταν τα συναντούσατε;
Όταν τα συναντούσα δε με απασχολούσε αν ήταν μυθικά πρόσωπα, απλώς επικεντρωνόμουν στη συνάντηση. Αργότερα συνειδητοποιούσα ποιοι στ’ αλήθεια ήταν. Και αναλογιζόμουν τι είπαν και τι είπαμε. Αλλά δεν κρατούσα σημειώσεις. Μια δυο απ’ αυτές τις συναντήσεις τις είχα ονειρευτεί, όπως εκείνη με τον Γκίνσμπεργκ και τον Μπάροουζ σε ένα ξενοδοχείο στο Μπόλντερ του Κολοράδο το 1976. Υπήρξα βέβαια πολύ τυχερός, διότι όπως θα δείτε στο βιβλίο, εντελώς τυχαία συνάντησα μερικά από αυτά τα πρόσωπα. Αλλά και άλλα που δεν αναφέρονται στο βιβλίο, όπως ο Τομ Γουέιτς, ο Αλ Πατσίνο, η Λόρι Άντερσον, σε καφέ και σε εστιατόρια. Τώρα που το σκέπτομαι, ίσως να ένιωθα για λίγο και εγώ σημαντικός, αφού ο δρόμος μου για λίγο συνέπιπτε με τον δρόμο αυτών των, όπως τους λέτε, «μυθικών ονομάτων».
Ιδρύσατε εκδοτικούς οίκους, έντυπα περιοδικά. Τι σας έχει μείνει από αυτή την εποχή;
Η εποχή αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι λαμπρή, λαμπρότατη. Η εποχή αυτή δεν έπαψε να υπάρχει. Συνεχίζεται και σήμερα, διότι εξακολουθώ να έχω έναν εκδοτικό οίκο και να διευθύνω δύο έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά. Δεν υποστέλλεται η σημαία των εκδόσεων και των περιοδικών. Ο εκδοτικός μου οίκος Wire press (Το Καλώδιο, 1971 – 1989 και 1997 – 2004) στην Αμερική και τον Καναδά μετονομάστηκε σε Κοινωνία των (δε)κάτων το 2004 στην Αθήνα. Ασφαλώς και μου έχουν μείνει οι πιο γλυκές, ζωντανές, ανάγλυφες, πυκνές αναμνήσεις και εμπειρίες διότι ήταν μια εποχή σφραγισμένη από φιλίες και ανθρώπους βουτηγμένους σε βιβλία, σε αναγνώσεις, σε μελάνια, σε τυπογραφεία, σε βιβλιοδέτες, σε επιμελητές, σε συγγραφείς, σε μεταφραστές, σε εκδηλώσεις, σε πολιτικό ακτιβισμό, ένας κόσμος μαγικός.
Με εντυπωσιάζετε με την άριστη γνώση τόσο στην ποίηση όσο και στο έργο άλλων σπουδαίων ποιητών. Αυτό σημαίνει ότι ο ελεύθερος χρόνος σας ήταν διαθέσιμος μόνο για την Τέχνη;
Δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ ελεύθερος χρόνος. Η ζωή μου όλη είναι αυτό που είπατε: ποίηση, τέχνη, τρόπος ζωής, τρόπος να ερμηνεύω τα πάντα που με περιβάλλουν. Αν έχεις την κατάλληλη διάθεση και συμπεριφέρεσαι αναλόγως, όλος ο χρόνος είναι μια ελευθερία και όχι ένας καταναγκασμός ή άγχος. Ζω μέσα από όλα αυτά: περιοδικά, βιβλία, εκδόσεις, κολάζ, τζαζ, κλασική μουσική, συγγραφείς, λογοτεχνικά φεστιβάλ, είναι το μάννα όχι εξ ουρανού αλλά η τροφή που με συντηρεί και με κατευθύνει να έχω ένα πνεύμα διαυγές, ένα βλέμμα καθαρό που κοιτά (και απευθύνεται) (σ)την κοινωνία και όχι στον καθρέφτη.
Πείτε μας για τη συνάντηση με τους μπίτνικ;
Η πρώτη πρέπει να έγινε στο βιβλιοπωλείο City Lights του Φερλινγκέτι τον Απρίλιο του 1971. Είχε φροντίσει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Σταδιακά γίναμε ένα, μια μεγάλη παρέα και περιφερόμασταν σε καφέ, σε μπαρ , σε γκαλερί. Γκίνσμπεργκ, Κόρσο, Φερλινγκέτι, Νορς, Χίρσμαν, Μακλιούρ, Τσερκόφσκι, Σούτσμαν, Γκούσταφσον, Κιούσον και πολλοί άλλοι παντελώς άγνωστοι στην Ελλάδα, σημαντικοί όμως στη διαμόρφωση του μετα-μπιτ κινήματος.
Γιατί ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης «Τα τετράδια της Αμερικής» τα θεώρησε ώς ένα από τους άθλους;
Αν ζούσε θα σας έλεγα να ρωτήσετε τον ίδιον. Υποθέτω πως του άρεσαν πολύ όλα αυτά που περιέχονται στο βιβλίο, μιας και όχι μόνο τα διάβαζε όταν δημοσιεύονταν αλλά και επειδή πολλά τα είχε ζήσει, αφού αναφέρονται σε πρόσωπα και πράγματα κοινά για τους δυο μας. Εμπειρίες που γευτήκαμε μαζί και μοιραστήκαμε. Προφανώς τα θεώρησε άθλο μιας και υπήρξε πνευματικός κάματος.
Πόσα χρόνια δουλεύατε για να γραφεί αυτό το βιβλίο;
Το βιβλίο το δουλεύω επτά χρόνια. Μου πήρε τόσο χρόνο να τα βρω όλα αυτά, να τα ξεθάψω από κούτες, να τα ξεσκαλίσω, να τα ταξινομήσω. Αλλά την πολλή δουλειά την έκανε η επιμελήτρια του βιβλίου ποιήτρια Αγγελική Κορρέ. Σε αυτήν ανήκουν τα συγχαρητήρια για την αγάπη και την αφοσίωση που έδειξε, για τον κόπο που έκανε, για την φανταστική ιδέα και την υπέροχη εργασία να χωρίσει το βιβλίο σε τρία μεγάλα κεφάλαια, «Inferno», «Purgatorio» και «Paradiso», έτσι που να μην είναι βαρετό, αλλά να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Εγώ δεν θα έκανα ποτέ αυτή τη δουλειά, δεν θα τα κατάφερνα. Το μόνο που έκανα ήταν να τα γράψω, να τα βρω και να της τα δώσω σε στικάκι ή σε αποκόμματα.